Του Γ.Γ.
Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού χαρακτηρίστηκε εμφύλιος πόλεμος. Κατά τη γνώμη μας, είναι ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός. Εμφύλιος πόλεμος σημαίνει ότι αντιπαρατάσσονται δύο γηγενείς δυνάμεις ισότιμα. Εδώ, όμως, δεν υπήρξε τέτοια περίπτωση. Η ξενοκρατία και μάλιστα με επικεφαλής επώνυμα στελέχη πρώτης γραμμής - όπως ο Τσώρτσιλ και ο Βαν Φλητ που συνδέονται περισσότερο με τον εμφύλιο πόλεμο - σε συνεργασία με ένα μέρος της αστικής τάξης, χτύπησε κατά τον πιο απροσχημάτιστο τρόπο και με όλα τα μέσα την άλλη παράταξη την οποία - υποχρεωτικά - την έθεσε σε θέση άμυνας.
Από το βιβλίο του κομμουνιστή δάσκαλου Παύλου Κούφη «Αλωνα Φλώρινας. Αγώνες και Θυσίες» (Διαβάστε περισσότερα εδώ).
Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού χαρακτηρίστηκε εμφύλιος πόλεμος. Κατά τη γνώμη μας, είναι ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός. Εμφύλιος πόλεμος σημαίνει ότι αντιπαρατάσσονται δύο γηγενείς δυνάμεις ισότιμα. Εδώ, όμως, δεν υπήρξε τέτοια περίπτωση. Η ξενοκρατία και μάλιστα με επικεφαλής επώνυμα στελέχη πρώτης γραμμής - όπως ο Τσώρτσιλ και ο Βαν Φλητ που συνδέονται περισσότερο με τον εμφύλιο πόλεμο - σε συνεργασία με ένα μέρος της αστικής τάξης, χτύπησε κατά τον πιο απροσχημάτιστο τρόπο και με όλα τα μέσα την άλλη παράταξη την οποία - υποχρεωτικά - την έθεσε σε θέση άμυνας.
Από το βιβλίο του κομμουνιστή δάσκαλου Παύλου Κούφη «Αλωνα Φλώρινας. Αγώνες και Θυσίες» (Διαβάστε περισσότερα εδώ).
Όταν 29 με 30 Αυγούστου 1949 έπεφταν τα υψώματα Κάμενικ, και Γκόλια στο Γράμμο, και οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού περνούσαν στην Αλβανία ο τρίχρονος ηρωικός αγώνας του ΔΣΕ είχε τελειώσει. Ενας αγώνας πέρα για πέρα δίκαιος αλλά εντελώς άνισος.
Οι συνασπισμένες δυνάμεις του καθεστώτος της πλουτοκρατίας, στηριγμένες στον αγγλικό και στην συνέχεια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, είχαν νικήσει στρατιωτικά την λεβεντιά, την αυτοθυσία και την παλικαριά του ελληνικού λαού.
Ολοι αυτοί που είχαν συνεργαστεί προηγουμένως με τα ναζιστικά στρατεύματα, όσοι είχαν θησαυρίσει από την μαύρη αγορά στην κατοχή, οι αστοί πολιτικοί ηγέτες όσοι απ’ αυτούς δεν είχαν προηγουμένως γίνει πιόνια των Γερμανών και έκαναν «αντίσταση» από το Κάιρο μπορούσαν να χαμογελούν.
Οι βόμβες ναπάλ του Τρούμαν και τα δολάρια του Μάρσαλ είχαν καταφέρει να δαμάσουν ένα μεγαλείο ψυχής, τα ιδανικά που ατσάλωναν τους μαχητές του ΔΣΕ. Μπορούσαν πια να είναι σίγουροι ότι δεν θα λογοδοτήσουν για τα εγκλήματα που είχαν κάνει σε βάρος του ελληνικού λαού.
Και όχι μόνο αυτό. Ηταν τόσο το ταξικό τους μίσος σ’ αυτούς που αμφισβήτησαν ένοπλα το καθεστώς τους, αλλά και σε όσους τους συμπαραστάθηκαν, που μετά την ήττα του ΔΣΕ, «έγραψαν» άλλη μια μαύρη σελίδα στην ιστορία τους. Τα έκτακτα στρατοδικεία πλημμυρίζουν την Ελλάδα. Αγωνιστές αντιμετωπίζουν εκτελεστικά αποσπάσματα μέχρι το 1955. Φυλακές γεμίζουν από πολιτικούς κρατούμενους. Στρατόπεδα συγκέντρωσης και ξερονήσια αποτελούν τόπους μαρτυρίου για χιλιάδες άντρες και γυναίκες «εχθρούς των νικητών».
Με την ήττα του ΔΣΕ είχε ξημερώσει μια λαμπερή μέρα για τους πρώην γερμανοντυμένους δοσιλόγους, τους ταγματασφαλίτες, τους μαυραγορίτες, την ντόπια πλουτοκρατία και το αστικό υπηρετικό της πολιτικό προσωπικό. Και ταυτόχρονα ένας νέος Γολγοθάς για τον ελληνικό λαό. Αστυνομοκρατία, εγκληματικές παρακρατικές οργανώσεις, φάκελοι πολιτικών φρονημάτων, κρατική τρομοκρατία, ήταν τα χαρακτηριστικά των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων.
Ηταν αναπόφευκτη η ήττα του ΔΣΕ; Ας δούμε την άποψη του Αλέκου Αναγνωστάκη, όπως την έχει εκφράσει μέσα από το «Πριν»
Το κίνημα μπορούσε να επικρατήσει
Αναγκαία ήταν η υπέρβαση της στρατηγικής της Γ΄Διεθνούς
Αν η ηγεσία του ΚΚΕ είχε επιλέξει έγκαιρα την κήρυξη γενικευμένου ένοπλου αγώνα έστω από το τέλος του 1945, τότε «η νίκη του Ζαχαριάδη ήταν σχεδόν βεβαία» (Ε. Αβέρωφ, «Φωτιά και τσεκούρι»). Αρκεί να αναλογιστούμε πως το 1946 ο αστικός στρατός δεν είχε αναδιοργανωθεί, παρέμεναν ελεύθεροι χιλιάδες ΕΑΜίτες, το αστικό κράτος δεν είχε ακόμα ερημώσει τα χωριά.
Πηγαίνοντας πιο πίσω, στην αποχώρηση των Γερμανών, αν η ηγεσία του ΚΚΕ μετεξέλισε το αντιφασιστικό μέτωπο (ΕΑΜ) σε επαναστατικό μέτωπο εδραίωσης της ήδη κατακτημένης εξουσίας, τότε η ιστορία και οι εξελίξεις στην Ελλάδα και ευρύτερα θα ήταν αλλιώτικες.
Το πράγμα «έδειχνε» καθώς ήδη από το 1943 στην Ελλάδα υπήρχαν τρεις κυβερνήσεις και τρεις στρατοί, των συνεργατών των Γερμανών με τα τάγματα ασφαλείας, της Μέσης Ανατολής με τον εκεί στρατό και το ασθενές αντιστασιακό τμήμα στην Ελλάδα (ΕΔΕΣ-ΕΚΑ) και της ΕΑΜικής κυβέρνησης με τα 2.500.000 εκατομμύρια μέλη, τους 133.500 ΕΛΑΣίτες και πολιτοφύλακες.
Η λύση αυτής της κατάστασης – τίποτα να μην έκανε ο ξένος παράγοντας – μπορούσε να έρθει μόνο ένοπλα. Εξάλλου η ένοπλη αγγλική επίθεση το Δεκέμβρη του 44 είναι η αστική αντεπαναστατική απάντηση στην έλλειψη συνολικής επαναστατικής απάντησης από το ΕΑΜ.
Το ελληνικό εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα της εποχής έπρεπε και μπορούσε να υπερβεί θετικά και επαναστατικά τη στρατηγική που έχει χαράξει η Τρίτη Διεθνής από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Μια, αδιέξοδη τελικά, πολιτική που ενώ σωστά επιλέγει το αντιφασιστικό μέτωπο για την απόκρουση του ναζισμού, ταυτόχρονα, εξ αιτίας βαθύτερων στρατηγικών ζητημάτων, υποτιμά τόσο την ταξική πάλη μέσα στα μπλοκ της Αντίστασης όσο και τον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Και τελικά οδηγεί στην απομάκρυνση από τις «επαναστατικές χίμαιρες», στη μετατόπιση στον αγώνα για «ειρήνη και δημοκρατία», στην αποθάρρυνση κατάληψης της εξουσίας στις κατεχόμενες χώρες. (Σε Γιουγκοσλαβία και Κίνα οι κομμουνιστές συγκροτούν αρκετά νωρίς μια διαφορετική, ανεξάρτητη, στρατηγική και επιτυγχάνουν).
Στις 16 Οκτωβρίου 1949 η προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση ανήγγειλε από το ραδιόφωνο τον τερματισμό του πολέμου και την αυτοδιάλυση της. Ο Εμφύλιος όμως, αυτή η διπλή ελληνική επανάσταση – γεννήτορας μας, βουβά και ανομολόγητα εξακολουθεί να αποτυπώνει την παρουσία του στη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης ακόμη και στη σχηματοποίηση στάσεων και συμπεριφορών.
Δημοσίευση σχολίου