Πηγή: «ΚΟΝΤΡΑ»
«Αυτός είναι πιο δεξιός από εμένα» είχε πει κάποτε ο Ευάγγελος Αβέρωφ για τον Κωστή Στεφανόπουλο. Και δεν είχε άδικο, από μια άποψη. Ο Αβέρωφ προερχόταν από το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ενώ ο Στεφανόπουλος από τα έγκατα της πιο σκληρής Δεξιάς. Βέβαια, τα δυο αυτά αστικά πολιτικά στρατόπεδα, που πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τα χώριζε ακόμα και αίμα, ενώθηκαν «εις σάρκαν μία» όταν βρέθηκαν μπροστά στην απειλή της λαϊκής επανάστασης. Μαζί διεξήγαγαν τον εμφύλιο κι αυτό εξάλειψε τις παλιές ντροπές, με αποτέλεσμα να έχουμε προσχωρήσεις από το ένα στρατόπεδο στο άλλο.
Αυτό το συνεχές πηγαινέλα ανάμεσα στα αστικά κόμματα συνοδεύτηκε και από ιδεολογικοπολιτικές «μεταλλάξεις» στελεχών. Οταν ο Σαμαράς δημιούργησε την αλήστου μνήμης ΠΟΛΑ, πήρε μαζί του στελέχη που έως τότε είχαν σύνδεση (στενότερη ή χαλαρότερη) με την κοινοβουλευτική Αριστερά, όπως ο Α. Λεντάκης, ο Χάρρυ Κλυνν, ο Μ. Μητσιάς. Επαψε ποτέ ο Σαμαράς να είναι σκληρός δεξιός, πνευματικό παιδί του Αβέρωφ; Το έδειξε καθαρά όταν επανήλθε στη ΝΔ και ιδιαίτερα όταν έγινε αρχηγός της και στη συνέχεια πρωθυπουργός.
Οταν ο Σαμαράς συγκρούστηκε με τον Μητσοτάκη, που τον είχε κάνει υπουργό Εξωτερικών σε νεαρή ηλικία, ξεπληρώνοντας γραμμάτια στον Αβέρωφ, επέλεξε να εμφανιστεί ως αριστερότερος της μητσοτακικής ΝΔ, ενώ στην πραγματικότητα κατείχε την ακροδεξιά της πτέρυγα. Δεν είχε, όμως, άλλη ελπίδα πολιτικής επιβίωσης εκείνη την περίοδο από το να παραστήσει τον... κεντροαριστερό.
Το ίδιο είχε κάνει πριν από τον Σαμαρά ο Κ. Στεφανόπουλος. Με τον Μητσοτάκη συγκρούστηκε κι αυτός κι ενώ κατείχε την ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ, δημιούργησε τη ΔΗΑΝΑ, που την παρουσίασε σαν... κεντροαριστερό κόμμα (αφού ο ηγέτης της δεξιάς πτέρυγας της ΝΔ, Αβέρωφ, είχε ήδη κλείσει συμμαχία με τον Μητσοτάκη). Αντεξε για λίγα χρόνια και μετά συνταξιοδοτήθηκε πολιτικά (το 1990, ο Μητσοτάκης πήρε τον μοναδικό βουλευτή που είχε εκλέξει η ΔΗΑΝΑ, τον περιβόητο Κατσίκη, προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση με 151 βουλευτές).
Από τη συνταξιοδότηση τον ανέσυρε ο Σαμαράς, προτείνοντάς τον στο ΠΑΣΟΚ για πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εκλέχτηκε οριακά στην τρίτη ψηφοφορία, με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ και της ΠΟΛΑ και άρχισε μια δεύτερη καριέρα. Τότε ήταν που έδειξε μεγάλη προσαρμοστικότητα στο νέο του ρόλο, αυτόν του υπερκομματικού προέδρου, με αποτέλεσμα στη δεύτερη θητεία του να εκλεγεί πανηγυρικά, με τις ψήφους και της ΝΔ.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο υπουργός που είχε αποκαλέσει τη Μακρόνησο «νέο Παρθενώνα», ξεβρασμένος πολιτικά κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, φιλοτεχνούσε την υστεροφημία του με εθνικοενωτικές κορόνες. Εκτός από το προφίλ του «σοφού Νέστορα του έθνους», όμως, προσέφερε υπηρεσίες και στο σύστημα, βοηθώντας να εκφυλιστούν τα επαναστατικά προτάγματα. Το αστικό στρατόπεδο ήταν ηθικά ηττημένο μετά τον εμφύλιο και τη μοναρχοφασιστική εκστρατεία. Το αστικό στρατόπεδο ενοχοποιούνταν για τη χούντα, στη διάρκεια της οποίας απούσιαζε (όπως και στη διάρκεια της ναζιφασιστικής κατοχής), όταν δεν έριχνε γέφυρες προς τους χουντικούς. Με τη «γενική αυτοκριτική» κάποιων συνταξιοδοτημένων αστών πολιτικών, οι ευθύνες μοιράζονταν και καλλιεργούνταν η ιδέα του «όλοι φταίξαμε».
Αυτό που έκανε ο Π. Κανελλόπουλος τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας, όταν ο Κ. Στεφανόπουλος ηγούνταν της ακροδεξιάς πτέρυγας της ΝΔ (πιο δεξιά από τον Αβέρωφ), το συνέχισε ο Στεφανόπουλος όταν έγινε πρόεδρος της Δημοκρατίας. Φιλοτεχνούσε την υστεροφημία του, ενώ ταυτόχρονα προσέφερε υπηρεσίες στο σύστημα, ενισχύοντας την κατεύθυνση της εθνικής ενότητας (με καπιταλισμό και ιμπεριαλιστική εξάρτηση πάντοτε).
Λένε για κάποιες «αυτοκριτικές» ομιλίες του στην Τασκένδη και το χωριό Μπελογιάννης στην Τσεχοσλοβακία. Ηδη, η εξωνημένη Αριστερά είχε προσχωρήσει στο αστικό στρατόπεδο και αυτή την τάση ενίσχυε ο Στεφανόπουλος ως πρόεδρος της Δημοκρατίας (άρα εκπρόσωπος του συστήματος στο σύνολό του). Για τον παραδοσιακό αντικομμουνισμό υπήρχαν άλλοι. Λένε για την ομιλία του κατά το επίσημο δείπνο με τον Κλίντον. Πέραν του ότι δεν είπε και τίποτα το σπουδαίο, πρέπει να ξέρουμε ότι αυτές οι ομιλίες τίθενται πάντοτε σε γνώση της άλλης πλευράς. Αρα είχε την αμερικάνικη έγκριση και χρησιμοποιήθηκε ως πρελούδιο για να ζητήσει ο Κλίντον την περιβόητη «συγγνώμη» για τη χούντα, μέσω της οποίας επιχειρήθηκε η άμβλυνση του αντιαμερικάνικου κλίματος.
Λένε τέλος για τη θέση που πήρε όταν ο Χριστόδουλος του πήγε τις υπογραφές για τις ταυτότητες. Καταρχάς, δεν μπορούσε να κάνει οτιδήποτε άλλο (δεν προβλέπεται διαδικασία υπογραφών). Δεύτερο, υπήρχε η απειλή του προστίμου από την ΕΕ. Ο Στεφανόπουλος ως θεσμικός παράγοντας έπρεπε να σεβαστεί τη συνταγματική τάξη και τα συμφέροντα του συστήματος (που δεν ήθελε προβλήματα με την ΕΕ) και όχι τα καπρίτσια ενός ακροδεξιού δεσπότη, που την είχε δει «εθνάρχης».
Δεν υπάρχει τίποτα ανεξήγητο στην αστική πολιτική. Οι παράγοντες μπορεί να αλλάζουν συμπεριφορές και ρητορική, όμως δεν παύουν να υπερασπίζονται αυτή την πολιτική. Τις περισσότερες φορές, όταν αλλάζουν ρητορική, το κάνουν επειδή άλλαξαν οι συνθήκες ή επειδή οι ίδιοι άλλαξαν πόστο και η νέα θέση τους επιβάλλει αλλαγή ρητορικής. Αυτά τα παιχνίδια, όμως, που εξηγούνται απόλυτα και που εξακολουθούν να στηρίζουν την αστική πολιτική, παρουσιάζονται από την προπαγάνδα ως πρωτοβουλίες ιστορικών διαστάσεων, μεγαλείο ψυχής κτλ. κτλ. Εχουν ανάγκη να τροφοδοτούν τον κόσμο με τέτοια παραμύθια, να κατασκευάζουν «λαμπρά παραδείγματα» και να τα σερβίρουν προς θαυμασμό. Μ' αυτό τον τρόπο εμποδίζουν την πολιτική σκέψη ν' αποκτήσει βάθος και μετατρέπουν τους εργαζόμενους πολίτες σε αθύρματα.
«Αυτός είναι πιο δεξιός από εμένα» είχε πει κάποτε ο Ευάγγελος Αβέρωφ για τον Κωστή Στεφανόπουλο. Και δεν είχε άδικο, από μια άποψη. Ο Αβέρωφ προερχόταν από το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ενώ ο Στεφανόπουλος από τα έγκατα της πιο σκληρής Δεξιάς. Βέβαια, τα δυο αυτά αστικά πολιτικά στρατόπεδα, που πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τα χώριζε ακόμα και αίμα, ενώθηκαν «εις σάρκαν μία» όταν βρέθηκαν μπροστά στην απειλή της λαϊκής επανάστασης. Μαζί διεξήγαγαν τον εμφύλιο κι αυτό εξάλειψε τις παλιές ντροπές, με αποτέλεσμα να έχουμε προσχωρήσεις από το ένα στρατόπεδο στο άλλο.
Αυτό το συνεχές πηγαινέλα ανάμεσα στα αστικά κόμματα συνοδεύτηκε και από ιδεολογικοπολιτικές «μεταλλάξεις» στελεχών. Οταν ο Σαμαράς δημιούργησε την αλήστου μνήμης ΠΟΛΑ, πήρε μαζί του στελέχη που έως τότε είχαν σύνδεση (στενότερη ή χαλαρότερη) με την κοινοβουλευτική Αριστερά, όπως ο Α. Λεντάκης, ο Χάρρυ Κλυνν, ο Μ. Μητσιάς. Επαψε ποτέ ο Σαμαράς να είναι σκληρός δεξιός, πνευματικό παιδί του Αβέρωφ; Το έδειξε καθαρά όταν επανήλθε στη ΝΔ και ιδιαίτερα όταν έγινε αρχηγός της και στη συνέχεια πρωθυπουργός.
Οταν ο Σαμαράς συγκρούστηκε με τον Μητσοτάκη, που τον είχε κάνει υπουργό Εξωτερικών σε νεαρή ηλικία, ξεπληρώνοντας γραμμάτια στον Αβέρωφ, επέλεξε να εμφανιστεί ως αριστερότερος της μητσοτακικής ΝΔ, ενώ στην πραγματικότητα κατείχε την ακροδεξιά της πτέρυγα. Δεν είχε, όμως, άλλη ελπίδα πολιτικής επιβίωσης εκείνη την περίοδο από το να παραστήσει τον... κεντροαριστερό.
Το ίδιο είχε κάνει πριν από τον Σαμαρά ο Κ. Στεφανόπουλος. Με τον Μητσοτάκη συγκρούστηκε κι αυτός κι ενώ κατείχε την ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ, δημιούργησε τη ΔΗΑΝΑ, που την παρουσίασε σαν... κεντροαριστερό κόμμα (αφού ο ηγέτης της δεξιάς πτέρυγας της ΝΔ, Αβέρωφ, είχε ήδη κλείσει συμμαχία με τον Μητσοτάκη). Αντεξε για λίγα χρόνια και μετά συνταξιοδοτήθηκε πολιτικά (το 1990, ο Μητσοτάκης πήρε τον μοναδικό βουλευτή που είχε εκλέξει η ΔΗΑΝΑ, τον περιβόητο Κατσίκη, προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση με 151 βουλευτές).
Από τη συνταξιοδότηση τον ανέσυρε ο Σαμαράς, προτείνοντάς τον στο ΠΑΣΟΚ για πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εκλέχτηκε οριακά στην τρίτη ψηφοφορία, με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ και της ΠΟΛΑ και άρχισε μια δεύτερη καριέρα. Τότε ήταν που έδειξε μεγάλη προσαρμοστικότητα στο νέο του ρόλο, αυτόν του υπερκομματικού προέδρου, με αποτέλεσμα στη δεύτερη θητεία του να εκλεγεί πανηγυρικά, με τις ψήφους και της ΝΔ.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο υπουργός που είχε αποκαλέσει τη Μακρόνησο «νέο Παρθενώνα», ξεβρασμένος πολιτικά κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, φιλοτεχνούσε την υστεροφημία του με εθνικοενωτικές κορόνες. Εκτός από το προφίλ του «σοφού Νέστορα του έθνους», όμως, προσέφερε υπηρεσίες και στο σύστημα, βοηθώντας να εκφυλιστούν τα επαναστατικά προτάγματα. Το αστικό στρατόπεδο ήταν ηθικά ηττημένο μετά τον εμφύλιο και τη μοναρχοφασιστική εκστρατεία. Το αστικό στρατόπεδο ενοχοποιούνταν για τη χούντα, στη διάρκεια της οποίας απούσιαζε (όπως και στη διάρκεια της ναζιφασιστικής κατοχής), όταν δεν έριχνε γέφυρες προς τους χουντικούς. Με τη «γενική αυτοκριτική» κάποιων συνταξιοδοτημένων αστών πολιτικών, οι ευθύνες μοιράζονταν και καλλιεργούνταν η ιδέα του «όλοι φταίξαμε».
Αυτό που έκανε ο Π. Κανελλόπουλος τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας, όταν ο Κ. Στεφανόπουλος ηγούνταν της ακροδεξιάς πτέρυγας της ΝΔ (πιο δεξιά από τον Αβέρωφ), το συνέχισε ο Στεφανόπουλος όταν έγινε πρόεδρος της Δημοκρατίας. Φιλοτεχνούσε την υστεροφημία του, ενώ ταυτόχρονα προσέφερε υπηρεσίες στο σύστημα, ενισχύοντας την κατεύθυνση της εθνικής ενότητας (με καπιταλισμό και ιμπεριαλιστική εξάρτηση πάντοτε).
Λένε για κάποιες «αυτοκριτικές» ομιλίες του στην Τασκένδη και το χωριό Μπελογιάννης στην Τσεχοσλοβακία. Ηδη, η εξωνημένη Αριστερά είχε προσχωρήσει στο αστικό στρατόπεδο και αυτή την τάση ενίσχυε ο Στεφανόπουλος ως πρόεδρος της Δημοκρατίας (άρα εκπρόσωπος του συστήματος στο σύνολό του). Για τον παραδοσιακό αντικομμουνισμό υπήρχαν άλλοι. Λένε για την ομιλία του κατά το επίσημο δείπνο με τον Κλίντον. Πέραν του ότι δεν είπε και τίποτα το σπουδαίο, πρέπει να ξέρουμε ότι αυτές οι ομιλίες τίθενται πάντοτε σε γνώση της άλλης πλευράς. Αρα είχε την αμερικάνικη έγκριση και χρησιμοποιήθηκε ως πρελούδιο για να ζητήσει ο Κλίντον την περιβόητη «συγγνώμη» για τη χούντα, μέσω της οποίας επιχειρήθηκε η άμβλυνση του αντιαμερικάνικου κλίματος.
Λένε τέλος για τη θέση που πήρε όταν ο Χριστόδουλος του πήγε τις υπογραφές για τις ταυτότητες. Καταρχάς, δεν μπορούσε να κάνει οτιδήποτε άλλο (δεν προβλέπεται διαδικασία υπογραφών). Δεύτερο, υπήρχε η απειλή του προστίμου από την ΕΕ. Ο Στεφανόπουλος ως θεσμικός παράγοντας έπρεπε να σεβαστεί τη συνταγματική τάξη και τα συμφέροντα του συστήματος (που δεν ήθελε προβλήματα με την ΕΕ) και όχι τα καπρίτσια ενός ακροδεξιού δεσπότη, που την είχε δει «εθνάρχης».
Δεν υπάρχει τίποτα ανεξήγητο στην αστική πολιτική. Οι παράγοντες μπορεί να αλλάζουν συμπεριφορές και ρητορική, όμως δεν παύουν να υπερασπίζονται αυτή την πολιτική. Τις περισσότερες φορές, όταν αλλάζουν ρητορική, το κάνουν επειδή άλλαξαν οι συνθήκες ή επειδή οι ίδιοι άλλαξαν πόστο και η νέα θέση τους επιβάλλει αλλαγή ρητορικής. Αυτά τα παιχνίδια, όμως, που εξηγούνται απόλυτα και που εξακολουθούν να στηρίζουν την αστική πολιτική, παρουσιάζονται από την προπαγάνδα ως πρωτοβουλίες ιστορικών διαστάσεων, μεγαλείο ψυχής κτλ. κτλ. Εχουν ανάγκη να τροφοδοτούν τον κόσμο με τέτοια παραμύθια, να κατασκευάζουν «λαμπρά παραδείγματα» και να τα σερβίρουν προς θαυμασμό. Μ' αυτό τον τρόπο εμποδίζουν την πολιτική σκέψη ν' αποκτήσει βάθος και μετατρέπουν τους εργαζόμενους πολίτες σε αθύρματα.
+ σχόλια + 1 σχόλια
Να προσθέσουμε για το μακαρίτη:
Τι είχε προτείνει, όταν ρωτήθηκε από τους ψηφοφόρους του τι να ψηφίσουν στο δημοψήφισμα του 1974; "Το Βασιλιά". Όταν βγήκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας!!! το θεώρησα πολύ μεγάλη ειρωνεία.
Τι γνώμη είχε για τα Μνημόνια; Την καλύτερη! Η μόνη του στενοχώρια ήταν που δεν ψήφισε κι αυτός τη λεηλασία μας. Να δεις ποιον είχε στηρίξει λέγοντας, ότι ήταν "ευχάριστη επιλογή"; Κάποιον παπά δήμιο ή κάπως έτσι. mitsos175.
Δημοσίευση σχολίου