Του Γ. Γ.
Αυτές τις ώρες που η έντονη κακοκαιρία σαρώνει το νησί μου, την Λέσβο, η σκέψη μου –εκτός απ’ τους πρόσφυγες που ξεροσταλιάζουν σε άθλια καταλύματα (είναι συγκλονιστικό το βίντεο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο)- ταξιδεύει κοντά στους ανθρώπους του μόχθου, που είναι αναγκασμένοι να βρίσκονται στα βουνά, δίπλα στα «ζωντανά» τους για να τα φροντίσουν.
Αυτές τις ώρες που η έντονη κακοκαιρία σαρώνει το νησί μου, την Λέσβο, η σκέψη μου –εκτός απ’ τους πρόσφυγες που ξεροσταλιάζουν σε άθλια καταλύματα (είναι συγκλονιστικό το βίντεο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο)- ταξιδεύει κοντά στους ανθρώπους του μόχθου, που είναι αναγκασμένοι να βρίσκονται στα βουνά, δίπλα στα «ζωντανά» τους για να τα φροντίσουν.
Αναφέρομαι σε ανθρώπους που έχουν σπουδάσει με δάσκαλο την φύση, διδάχτηκαν από το ζωικό βασίλειο, έκαναν μεταπτυχιακό συνομιλώντας με την «μάνα γη», έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με ότι περιβάλλει την καθημερινότητα του, πέρα απ’ τις επαγγελματικές και κοινωνικές τους επαφές.
Στην φωτογραφία βλέπουμε τον σύντροφο και φίλο Στρατή Γιακαλή μαζί με έναν πιστό του φίλο στο «ησυχαστήρι» του. Αυτό βρίσκεται στην «μέση του πουθενά». Στην πλαγιά ενός βουνού της Λέσβου, που μόνο με αυτοκίνητο 4Χ4 μπορείς να έχεις πρόσβαση αφού ο «στρατιωτικός δρόμος» που σε οδηγεί σ’ αυτό το μέρος είναι εντελώς κακοτράχαλος.
Ένα πέτρινο κτίσμα –από την εποχή της τουρκοκρατίας- που έχει ανακαινιστεί, αποτελεί την βάση του. Μια γεννήτρια παρέχει στοιχειώδη φωτισμό την νύχτα, ενώ το θρόισμα των δέντρων, οι φωνές των βατράχων απ’ το διπλανό ποταμάκι, και ο ήχος απ’ τα κουδούνια των ζώων, συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό. Πρόβατα, κατσίκια, κότες, σκυλιά οι μόνιμοι θαμώνες του.
Η θερμοκρασία είναι αρκετοί βαθμοί κάτω από το μηδέν. Τα ζώα όμως πεινάνε και διψούν. Και ο Στρατής όπως και όλοι οι ξωμάχοι της γης πρέπει να βρεθούν κοντά τους για να τους προσφέρουν όλα τα απαραίτητα.
Και ξέρετε κάτι; Μην φανταστείτε ότι δεινοπαθούν. Είναι τώρα σαν να βλέπω τον Στρατή, να έρχεται μεσημέρι και να είναι αραχτός σε μια προβιά δίπλα στο τζάκι του. Να έχει φτιάξει σαλάτα από τις ντομάτες που έκοψε απ’ τον «μπαχτέ» του, να έχει ρίξει πάνω της δικό του λαδοτύρι, πιθανόν, να έχει βγάλει την "γραγούδα" με τα κουκιά που θα έχουν βράσει στο τζάκι και να κατεβάζει τις ρακές του –από ποτό που έχει φτιάξει ο ίδιος- συνοδεία με χαβάδες που θα μουρμουρίζει το ραδιόφωνο του.
Κάποια στιγμή θα βάλει άλλο ένα κούτσουρο στο τζάκι και αποκαμωμένος θα το ρίξει .. στο ροχαλητό. Ανετος, χωρίς σκουτούρες και βασανιστικές σκέψεις.
Πόσοι από μας παραδιδόμαστε σ’ αυτή την κατάσταση στον Μορφέα;
Υ.Γ. Πριν καιρό είχε ρθει στην Αθήνα. Το φιλοξένησαν. Κάποια στιγμή που καθίσαμε να πιούμε μερικά ούζα βγάζει απ’ το σακίδιο του μια νάιλον σακούλα. Μέσα είχε σταρένιο ψωμί. – Ρε Στρατή, του λέω έκπληκτος … ήρθες στην Αθήνα και έφερες και έφερες ψωμί απ’ το χωριό; -Ασε ρε Γιώργη, μου απαντάει. Ψωμί τρώτε εσείς; Αχυρο σας ταϊζουν. Δοκίμασε ψωμί που έχει ζυμώσει το Λιτσέλ (η γυναίκα του) και μετά μου λες.
Δυστυχώς εμείς που ζούμε στην τερατούπολη, πέρα απ’ την γεύση έχουμε χάσει και πολλά άλλα.
Δημοσίευση σχολίου