Home » » Ένα εξαιρετικό αφιέρωμα για τον βαλκανικό κινηματογράφο το χειμώνα στα Χανιά

Ένα εξαιρετικό αφιέρωμα για τον βαλκανικό κινηματογράφο το χειμώνα στα Χανιά

Από Δημήτρης Δαμασκηνός , Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018 | 11:46 μ.μ.


Μίρκο Κράλη, τι ζητάς;
εδώ δεν είναι παίξε γέλασε:
εδώ είναι Μπαλκάνια

(Νίκος Εγγονόπουλος, "Όρνεον 1748", 31-33. Η Επιστροφή των Πουλιών, 1946. Ποιήματα, Β'. Ίκαρος, 1977, σελ. 92).


  Ο πολιτιστικός σύλλογος  "ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ" παρουσιάζει φέτος τον χειμώνα στα Χανιά ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στον βαλκανικό κινηματογράφο με τίτλο: "Εδώ είναι Βαλκάνια!" σε δύο κύκλους προβολών. 

  Το πρόγραμμα των ταινιών του Α' κύκλου που θα προβάλλονται κάθε Κυριακή στις 8.00μ.μ. στη αίθουσα του 2ου ορόφου του Πνευματικού Κέντρου Χανίων  (Ανδρέα Παπανδρέου 70, Χανιά) έχει διαμορφωθεί ως εξής: 


Α' κύκλος προβολών (από 18/11 έως 16/12/2018)



1.      Happy Day (1976), του Παντελή Βούλγαρη (Κυριακή, 18 Νοεμβρίου 2018 στις 8.00μ.μ.)
2.     Το μάθημα/The Lesson (2014), των Κριστίνα Γκρόζεβα & Πέταρ Βαλτσάνοφ (Κυριακή, 25 Νοεμβρίου 2018 στις 8.00μ.μ.)

3.     Μυστικό συστατικό/Secret Ingredient/Iscelitel (2017), του Γκιόρτσε Σταβρέσκι (Κυριακή, 02 Δεκεμβρίου 2018 στις 8.00μ.μ.)

4.     Θυμάσαι την Ντόλυ Μπελ/Do you remember Dolly Bell/Sjecas li se Dolly Bell (1981), του Εμίρ Κουστουρίτσα (Κυριακή, 09 Δεκεμβρίου 2018 στις 8.00μ.μ.) 

5.     Το λεωφορείο της συμφοράς/Who's singing over there/Ko to tamo peva (1980), του Σλόμποταν Σίζαν (Κυριακή, 16 Δεκεμβρίου 2018 στις 8.00μ.μ.)




 ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ




Ederlezi: Time of the Gypsies - Goran Bregović, Emir Kusturica

  Η πρώτη ταινία αυτού του αφιερώματος που θα προβληθεί την Κυριακή, 18 Νοεμβρίου 2018 στις 20.00μ.μ. είναι το Happy Day (1976) του καταξιωμένου σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη. 

Λίγα λόγια για την ταινία: Happy Day (1976), 
του Παντελή Βούλγαρη

  Περίληψη: Από το μυθιστόρημα του Ανδρέα Φραγκιά (παλιού κρατούμενου στη Μακρόνησο)  «Ο Λοιμός», ένα κοινωνικοπολιτικό δράμα, με πρωταγωνιστές τα μέλη μιας ομάδας εξορίστων, τους δεσμοφύλακες, τους επίσημους επισκέπτες, αλλά και τη σχέση μεταξύ τους. Η ταινία αναφέρεται σε πρόσωπα φανταστικά, σε βιώματα πανανθρώπινα, αναζητώντας μέσα από τη φόρμα της ποιητικής αλληγορίας και της ρυθμικής τελετουργίας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ουσία των πραγμάτων. Η μουσική του Σαββόπουλου, σπασμένη και ταραχώδης, απεικονίζει τα κομμάτια στα οποία έχει σπάσει η ψυχή των κρατουμένων.

  Υπόθεση: Σε κάποιο ξερονήσι κυριαρχούν ο δυνατός αέρας, ο σκληρός ήλιος και η διαίρεση των κατοίκων του σε κρατούμενους και βασανιστές. Ο κλειστός αυτός κόσμος αποτελεί ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου οι νυχτερινές έφοδοι, οι ξυλοδαρμοί και οι περίεργες αυτοκτονίες χαρακτηρίζουν την καθημερινότητά του. Ένας κρατούμενος, που αρνείται να υποκύψει, υποβάλλεται σε βασανιστήρια και προσπαθώντας να αποδράσει πέφτει στη θάλασσα. Όταν η βασίλισσα επισκέπτεται το νησί, οι δεσμοφύλακες ανακαλύπτουν τον δραπέτη και τον δολοφονούν χωρίς δισταγμό, αφού τον θεωρούσαν ήδη νεκρό.

  Σχολιασμός-κριτική: Η ταινία προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις του κοινού και των κριτικών στη έντονα πολιτικοποιημένη περίοδο της πρώτης προβολής της, με αποτέλεσμα να θεωρείται το λιγότερο κατανοημένο φιλμ της δεκαετίας του ’70. Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος το  υμνεί χωρίς περιστροφές: «Το Happy day είναι μια μεγάλη ταινία, υποκειμενική και αντικειμενική, εθνική και πανανθρώπινη, συγκεκριμένη και μεταφορική, εντατικό βίωμα μαζί και  υψηλή αφαίρεση ». Στον αντίποδα ο Βασίλης Ραφαηλίδης διατυπώνει σοβαρές ενστάσεις: «Απογυμνωμένη από το πολιτικό της μπαγκράουντ η ταινία δουλεύει αποκλειστικά στο επίπεδο του παραδοσιακού ανθρωπισμού με μια αόρατη καταγγελία της βίας και διακηρύσσει μια πίστη στην ενυπάρχουσα στον άνθρωπο καλoσύνη, μεταφυσικώ τω τρόπω». Σήμερα 42 χρόνια από τότε το  Happy Day αποτελεί ένα εμβληματικό έργο του νέου ελληνικού κινηματογράφου που συνθέτει με θαυμαστό τρόπο τον πολιτικό-ιστορικό λόγο, με την ποίηση των εικόνων και την διαβρωτικά ανατρεπτική  μουσική του Διονύση Σαββόπουλου.

  Αναλυτικότερα για την ταινία:  Το σενάριο της ταινίας στηρίχτηκε στο διήγημα Λοιμός του Αντρέα Φραγκιά. Παρακολουθούμε τις προετοιμασίες που γίνονται για την υποδοχή της Βασίλισσας Φρειδερίκης στο στρατόπεδο –χώρο εξορίας και βασανιστηρίων- της Μακρονήσου. Ο χώρος και ο χρόνος δεν ονομάζονται στην ταινία, είναι όμως φανερό το πού και το πότε καθώς το σενάριο, οι διάλογοι κι η εξέλιξη της δράσης, ο σκηνικός χώρος, το τοπίο, ακόμη περισσότερο, οδηγούν σε άμεσους συσχετισμούς και αναγνώριση προσώπων και πραγμάτων.
  Η πρώτη σκηνή είναι σχεδόν ειδυλλιακή: λουόμενοι άντρες σε μια μικρή παραλία. Η ηρεμία διακόπτεται από το τζιπ που τους παίρνει και προχωρά ανάμεσα σε κατάξερα βουνά. Αναγνωρίζονται σιγά- σιγά οι χώροι: σκηνές, κτίσματα πάνω στις ξέρες, πορεία ανθρώπων καταπονημένων σε κακοτράχαλα βουνά χωρίς προφανή σκοπό. Πρόσωπα ταλαιπωρημένα ανάμεσα στο συρματόπλεγμα που απλώνουν για να φράξουν την έξοδο στο πουθενά. Από την άλλη πλευρά, μετά το «μπάνιο» των πρώτων αξιωματικών παρακολουθούμε το «ελαφρύ τροχαδάκι» άλλου, τη γυμναστική του για να διατηρείται σε φόρμα, μετά την πρωινή βόλτα ιππασίας, εικόνες σε πλήρη αντιδιαστολή με αυτές της εξαθλίωσης των κρατουμένων στρατιωτών.
  Ο εξευτελισμός της αξιοπρέπειας κι η σωματική βία εμφανίζονται συνεχώς, άλλοτε πιο έντονα κι άλλοτε κρυμμένα σε τραγελαφικά συμβάντα ή παραλογισμούς: το ξεσήκωμα των ανθρώπων μες στη νύχτα από τις έτσι κι αλλιώς αισχρές σκηνές τους, το κυνήγι μυγών, το ξύλο και τα βασανιστήρια, οι απειλές κι έπειτα οι εξαφανίσεις ανθρώπων. Η φρίκη πλαισιώνεται από αρχαιοπρεπείς και ελληνορθόδοξες επιδράσεις: προσευχές και παραινέσεις, ρητά κι ονομασίες, κηρύγματα και υποδείξεις.
  Το όλο σκηνικό είναι εφιαλτικό και γίνεται ασφυκτικό καθώς παρακολουθούμε από κοντά την ιστορία ενός εξόριστου που αντιστέκεται σε κάθε πίεση κι αντέχει τα βασανιστήρια χωρίς να μιλά. Οι προσπάθειες τόσο των διωκτών του όσο και των πρώην συντρόφων του – δηλωσιών και νυν συνεργατών των βασανιστών- να υπογράψει δήλωση αποβαίνουν άκαρπες. «Δεν υπάρχει τίποτε» δηλώνει ένας από αυτούς που δεν άντεξαν κι υπέγραψαν δήλωση. «Όλα μάταια», συνεχίζει, κουρέλι του εαυτού του, αφού οι διώκτες του δεν αρκέστηκαν να τον δουν να «σπάει» ο ίδιος αλλά του ζητούν να βοηθήσει το «σπάσιμο» και άλλων. Το τέλος του θα έρθει ταυτόχρονα με την επίσκεψη της Βασίλισσας, της «μητέρας» όλων, όπως αποκαλείται, αφού πρώτα, στη διάρκεια μιας εξαφάνισής του και μετά από βασανιστήρια, τον έχουν ανακηρύξει νεκρό με επίσημο –πλαστό- πιστοποιητικό θανάτου.
  Από την ταινία απουσιάζει ο μελοδραματισμός αλλά και ο συναισθηματισμός. Παρά το γεγονός ότι πραγματεύεται ζητήματα εξαιρετικά ευαίσθητα, μοιάζει να απευθύνεται στη λογική κυρίως του θεατή παρά στο θυμικό του. Βοηθούν σε αυτό, εκτός του ίδιου του σεναρίου, οι μακρινές λήψεις, τα συχνά γενικά πλάνα, τα πολύ λίγα κοντινά. Τα πρόσωπα της ταινίας χωρίζονται σε σαφή «στρατόπεδα». Στο ένα οι φύλακες: οι αξιωματικοί, κτηνώδεις κι απάνθρωποι, χωρίς αρχές, βίαιοι, χαμένοι της ζωής που εκδικούνται αυτούς που ακόμη αντιστέκονται. Ο ιερέας, ακολουθώντας το χορό των υπολοίπων της παράταξής του, χρησιμοποιεί τη θέση ως πνευματικού ταγού για να υπηρετήσει μια ποταπή εξουσία, χωρίς την παραμικρή αιδώ ή αμφιβολία. Απέναντί τους, οι κρατούμενοι: ανήμποροι να αντιδράσουν πρακτικά αλλά ικανοί να αντιστέκονται με το πνεύμα, επιλέγοντας το θάνατο συχνά, ως ύστατη πράξη αντίστασης. Όσοι υποκύπτουν και υπογράφουν δήλωση μετανοίας, μεταστρέφονται μεν, δε χάνουν όμως εντελώς την ανθρώπινη διάσταση. Παράδειγμα ο δηλωσίας τραγουδιστής της μπάντας που αναζητά το νεκρό πρώην συναγωνιστή του και του κλείνει τα μάτια με εμφανή πόνο.
  «Ο χώρος, ο χρόνος και τα πρόσωπα της ταινίας είναι φανταστικά». Με τη φράση αυτή ξεκινά το φιλμ. Και τηρώντας την αρχική του υπόσχεση, ο σκηνοθέτης δε μπαίνει στον κόπο να ονομάσει πρόσωπα και πράγματα, να τοποθετήσει χρονικά, να δηλώσει αιτίες και να εξηγήσει. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί βρίσκονται κλεισμένοι εκεί; Ποιοι τους κρατάνε; Τι κάνει η υπόλοιπη χώρα; Αν κάτι λείπει από τους ήρωες και των δυο πλευρών είναι η ερμηνεία των κινήτρων τους, σε επίπεδο πολιτικό, κοινωνικό ή ακόμη και προσωπικό. Βλέπουμε ανθρώπους να φέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αλλά λείπει από τη μεριά της ταινίας η απεικόνιση ή η διερεύνηση έστω του ποιοι είναι, ποια καταγωγή, ποια ανατροφή, ποια ιστορική συγκυρία ή ιδεολογική, θρησκευτική, φιλοσοφική προσέγγιση τους οδηγεί και τους καθορίζει. Πώς εξηγείται η αποθέωση της αγριότητας από τη μια πλευρά κι η επίμονη προσκόλληση σε μια στάση ζωής που οδηγεί στο θάνατο από την άλλη;

Παραγωγή:Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ)
Είδος:Μεγάλου Μήκους, Ψυχολογική, Πολιτική
Σκηνοθεσία:Παντελής Βούλγαρης
Σενάριο (αρχική πηγή):Ανδρέας Φραγκιάς "Ο ΛΟΙΜΟΣ" (Μυθιστόρημα)
Βοηθ. Σκηνοθέτη:Κατσέλης Δημήτρης
Πρωταγωνιστούν:Στάθης Γιαλελής, Σταύρος Καλάρογλου, Γιώργος Μοσχίδης, Ζορζ Σαρρή, Κώστας Φυσσούν, Δημήτρης Πουλικάκος
Βοηθ. Δ/ντή Φωτογραφίας:Αλεξάκης Τάσος
Τραγουδιστής:Παναγόπουλος Σώτος, Μενιδιάτης Μιχάλης
Χορογράφος:Φλερύ Γιάννης
Φωτογράφος-Πλατώ:Πετρουτσόπουλος Διονύσης
Δ/ντής Παραγωγής:Ράπτης Πέτρος
Βοηθ. Δ/ντή Παραγωγής / Φροντιστής:Αντωνόπουλος Γιώργος, Τζαβέλας Θάνος, Βασιλειάδης Μ.
Στίχοι Τραγουδιών:Σαββόπουλος Διονύσης, Λάσκος Ορέστης
Διάρκεια:100'
Βραβεία-Διακρίσεις:
  • Πανελλήνια Ένωση  Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), 1976,
  • Καλύτερης ταινίας Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 1976: Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Μουσικής Τιμητική Διάκριση
 ΘΗΤΕΙΑ / Σαββόπουλος-Μενιδιάτης 
(Happy Day 1976)
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger