Του Γ.Γ
Είχα κάνει αναφορά χτες για ένα ηλεκτρονικό μήνυμα που έλαβα από τον καλό φίλο και σύντροφο Αποστόλη Κομνηνάκα και το οποίο με συγκίνησε με τις θύμισες που μου δημιούργησε το κείμενο του αγωνιστή δικηγόρου. Με την έγκρισή του του το παραθέτω:
Αγαπητέ Γιώργη καλημέρα από τη Μυτιλήνη,
Ως συνταξιούχος (χωρίς σύνταξη ακόμη…), έχω λίγο παραπάνω ελεύθερο χρόνο. Γιατί παράλληλα, κάνω και τον βοηθό της Μαρίας, τι να κάνουμε.Σου στέλνω λοιπόν, ένα παλιό άρθρο του Δημ. Σαραντάκου (καλός Μυτιληνιός γραφιάς και αριστερός), που αναφέρεται σε μια ιστορία στις Φυλακές της Λαγκάδας Μυτιλήνης, στα μαύρα εμφυλιοπολεμικά χρόνια.
Όπως ξέρεις, από τις φυλακές αυτές πέρασε, ως θανατοποινίτης μαζί με άλλους επτά συντρόφους του, και ο αξιαγάπητος πατέρας σου, ο μπάρμπα Κώστας, με το μόνιμα χαραγμένο στο πρόσωπό του χαμόγελο, που πάντα όμως είχε μια ελαφρά ευδιάκριτη δόση πίκρας. Για όσους γνώριζαν την ιστορία του, ήταν κατανοητή…
Εγώ θα σου γράψω μια πολύ μικρή προσωπική ανάμνηση από τον μπάρμπα Κώστα. Που παραμένει τυπωμένη στο μυαλό μου.
Δεκέμβρης του 1974, είχαμε έρθει από την Αθήνα για τις φοιτητικές διακοπές των Χριστουγέννων. Ήμασταν παρέα με τον συγχωρεμένο Νικόλα Θεολόγου (φοιτητή της Ιατρικής τότε).
Λίγους μήνες πριν είχε πέσει η Χούντα, κι εμείς ως νέοι φοιτητές, που είχαμε μπολιαστεί με το αντιδικτατορικό κίνημα (κατάληψη Νομικής, Πολυτεχνείο κλπ), προσπαθούσαμε να φέρουμε και λίγο από αυτόν τον αέρα στο χωριό. Που ακόμα ο κόσμος ήταν ελαφρά φοβισμένος.
Εμείς «ψαχνόμαστε» τότε στους δρόμους της κομμουνιστικής αριστεράς. Ψάχναμε «στέγη», κάπου μεταξύ ΚΝΕ, Ρήγα Φεραίου, και ο Νικόλας (κυρίως) «έβλεπε» λίγο και προς το ΕΚΚΕ (ΑΑΣΠΕ).
Κατεβαίναμε βόλτα με το Νικόλα στο δρόμο των Σχολείων του χωριού και περνούσαμε μπροστά από τον καφενέ του μπάρμπα Κώστα, που είχε την πόρτα του ανοιχτή, παρά το χειμώνα. Ξέραμε ότι ο μπάρμπα Κώστας ήταν κομμουνιστής, αλλά λόγω και της μεγάλης διαφοράς ηλικίας, δεν είχαμε κάνει ποτέ παρέα.
Ο μπάρμπα Κώστας μας είδε που περνάγαμε και φώναξε: «Ελάτε μέσα ρε παλληκάρια, έχουμε καλή παρέα…». Είχε πληροφορηθεί ότι οι δυό μας ήμασταν ανακατεμένοι με το φοιτητικό κίνημα κατά της Χούντας, και προφανώς του έδινε χαρά η παρέα μας.
Μπήκαμε, λίγο ντροπαλοί αλήθεια, και βρήκαμε γύρω από τη σόμπα του καφενείου μια υπέροχη παρέα ανθρώπων, που μέχρι τότε δεν τους γνωρίζαμε, παρά μόνο ακουστά είχαμε. Ο Προκόπης Πανταζής, ο Παρασκευάς Φουντής και ακόμη ένας Μυτιληνιός (σίγουρα ΕΛΑΣιτης πάντως..), που δεν είμαι σίγουρος, αν ήταν ο Γιώργος ο Σκούφος.
Καταλαβαίνεις, ότι νοιώσαμε ένα μικρό δέος. Εικοσάχρονοι εμείς, που μόλις «σκάγαμε μύτη» σ’ αυτό που λέγεται Αριστερά, μπροστά σε μπαρουτοκαπνισμένους (στην κυριολεξία…) του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ ! Πώς να σβήσει αυτή η εικόνα μέσα μας…
Μας σύστησε ο μπαρμπα Κώστας στην παρέα του, σαν «νέα φυντάνια» του χωριού. Εκεί πρωτακούσαμε ότι η Αγία Παρασκευή ήταν η έδρα του ΕΛΑΣ στη Λέσβο επί Γερμανικής Κατοχής. Και τόσα άλλα, που μας έμειναν χαραγμένα βαθιά μέσα μας. Γιατί είχαν βγει από στόματα ανθρώπων που είχαν βιώσει στο πετσί τους και το μεγαλείο της Εθνικής Αντίστασης και την πίκρα διωγμών και κατατρεγμών που ακολούθησαν. Γι’ αυτούς που ύψωσαν το μπόι τους στον Φασισμό – Ναζισμό, και αντί τιμών, εισέπραξαν διώξεις, φυλακίσεις και θανατικές καταδίκες. Γιατί οι «τιμές» αποδόθηκαν, τελικά, στους συνεργάτες των Γερμανών και στο σκυλολόι των δοσίλογων.
Και ήταν αυτά τα πρώτα προσωπικά μου ακούσματα. Γι’ αυτό, πάντα τον είχα στην καρδιά μου τον μπάρμπα Κώστα. Και τα επόμενα καλοκαίρια, αλλά και μετά που αναμείχθηκα με τα αυτοδιοικητικά του χωριού, όποτε ανταμώναμε με φώναζε να τα πούμε: «Έλα βρε Αποστόλη, κάτσε και με ένα …αναθεωρητή, να πούμε δυό κουβέντες!»
Στη μνήμη του λοιπόν, σου στέλνω αυτό το κείμενο για τις Φυλακές της Λαγκάδας Μυτιλήνης. (Θα το δημοσιεύσω στην συνέχεια) Που τις «τίμησε» με την παρουσία του. Ίσως να ήταν και ανάμεσα σ’ αυτούς, που ο βαρυποινίτης ποινικός, ο νταής «Στρατής με τ’ όνομα» του άρθρου, περίμενε «να φτιάξουν αυτή τη λαϊκή δημοκρατία, που λέτε…».
Και πάλι την καλημέρα μου Γιώργη, και να είσαι πάντα καλά.
Αποστόλης
Δημοσίευση σχολίου