Του Γ. Γ.
Πραγματικά συγκινήθηκα διαβάζοντας μια ιστορία που έγραψε ο Σωκράτης Ματζουράνης στον «Δρόμο της Αριστεράς». Κι αυτό γιατί μου θύμισε έναν αξέχαστο σύντροφο κομμουνιστή. Τον Γιώργο τον Σκούφο. Θυμήθηκα τον καφενέ του, το κάδρο με κοχύλια που έγραφε «Σαν βγαλ’ ο ήλιος κέρατα/ και του φεγγάρι γένια/θα υπογράψω δήλωση/να βγείτε/από την έννοια», τις συζητήσεις που είχαμε κάνει, και τόσα άλλα.
Θα προσπαθήσω κάποια στιγμή να γράψω σχετικές ιστορίες. Εχουν περάσει και τόσα χρόνια και φύρανε το μυαλό γμτ…
Το κείμενο του Σ. Ματζουράνη που ανάφερα:
Σκέφτηκα να αποχαιρετήσω το χρόνο που φεύγει με μια ιστορία. Μ' ένα «παραμύθι», αν έτσι σας είναι πιο βολικό αν και τώρα που «το κοριτσάκι με τα σπίρτα» έγινε τραγική πραγματικότητα, ποιος να τολμήσει να συναγωνισθεί τη ζωή με ένα παραμύθι. Τέλος πάντων.
Πάμε στη Μυτιλήνη πολλά χρόνια πίσω, παραμονές Πρωτοχρονιάς του '53 ή '54,δεν είμαι σίγουρος. Ήταν ένας διαβολόκαιρος, παγωνιά και βροχή. Παιδάκι εγώ γύρω στα οκτώ, βοηθούσα τέτοιες μέρες στο μπακάλικο τον πατέρα μου.
Εκείνο το βράδυ αφού σκουπίσαμε και κλειδώσαμε τις καπάντζες, φορτώνεται ο Μαρίνος δυο ζεμπίλια και ξεκινάμε για το σπίτι.
Όμως βλέπω πως παίρνουμε άλλο δρόμο, τραβάμε κατά τη Λαγκάδα μεριά.
- Λάθος δρόμο πήραμε...
- Προχώρα.
Φτάνουμε στο Πλάτανο, ο Μαρίνος κοντοστέκεται, αφήνει κάτω από μια σκαλίτσα τα ζεμπίλια και μου λέει σιγανά:
- Αντε τώρα γρήγορα σπίτι.
Ρώτησα «γιατί αφήσαμε τα πράματα τέτοια ώρα εκεί μπαμπά;» και μου απάντησα ξερά: -Ήταν παραγγελιά. Τα χρωστούσα και το ξέχασα. Περπατά...
Παραήταν σοβαρός ο πατέρας και δεν ρώτησα τίποτα άλλο.
Πέρασαν περίπου δέκα χρόνια τέλειωνα το γυμνάσιο, πάλι γιορτές, τα σχολειά κλειστά και είπαμε με τη Χρυσούλα να πάμε το βραδάκι μια... βόλτα στη φύση.
Μας πιάνει μια βροχή, καρεκλοπόδαρα έριχνε, τρεχάλα να προφυλαχθούμε εμείς και χωνόμαστε σ' ένα καφενέ εκεί στην Αλυσίδα, κοντά στις Πόρτες.
Μας καλοδέχτηκε με χαμόγελο ο καφετζής, κατάλαβε τις δυσκολίες της αγάπης ο άνθρωπος και παράγγειλα και δυο γκαζόζες για να ανταποδώσω τη φιλοξενία.
Τέλειωσε ο χαλασμός, πάω να πληρώσω ο... άρχοντας, μα πού φράγκο στην τσέπη.
- Θείο, λέω στον καφετζή, ξέρεις... τα ξέχασα τα λεφτά, θα πάω να στα φέρω, δεν είμαι μπατακτσής.
Τίνος είσαι μουρό 'μ;
- Του Μαρίνου, του μπακάλ' στ' Κουμιδιά. Κοντοστάθηκε ο άνθρωπος, υπομειδίασε, με πιάνει από τον ώμο και μου λέει:
- Άντε πηγαίνετε, πληρωμένα είναι. -Από ποιον;
-Απ' του πατέρα σ'. Πέτου και χαιρετίσματα. -Από ποιόν;
-Απ' τον καφετζή του Σκούφου. Ξέρ' αυτός.
Γύρισα σπίτι και είπα τα καθέκαστα στο πατέρα μου, ζητώντας και εξηγήσεις μια και ποτέ δεν τον είχα δει τον άνθρωπο στο μαγαζί ή στις παρέες μας. Ο Μαρίνος σχεδόν πρόθυμα, άρχισε να μου εξηγεί. Ο τελευταίος αντάρτης του ΔΣΕ του νησιού ήταν ο Σκούφος και παραδόθηκε μαζί με το σύντροφο του τον Αχλιόπιτα ανήμερα της γιορτής για την απελευθέρωση της Μυτιλήνης, 9 Νοέμβρη του '55.
Κάποιος είχε παραγγείλει στο Μαρίνο πως είχαν ανάγκη για τρόφιμα και άλλα απαραίτητα οι αντάρτες και αυτός ήταν ο λόγος που εκείνη τη βραδιά του '53 ξεστρατίσαμε από τη συνηθισμένη μας πορεία για το σπίτι και αφήσαμε στο δρόμο τα ζεμπίλια.
- Καλά μωρέ πατέρα, εσύ πώς μπλέχτηκες σ' αυτά; Εσύ δεν είσαι κομμουνιστής, δεν τους πολυσυμπαθείς κιόλας.
-Άσε τι είμαι. Άμα βγεις στη ζωή, ό,τι και να διαλέξεις, όποιο δρόμο και να πάρεις, πάντα να σέβεσαι και να στηρίζεις αυτούς που παλεύουν για τα ονείρατα του κόσμου.
Το ζηλεύω τούτον τον καιρό τον Μαρίνο. Ζηλεύω αυτή τη πίστη του στη «δύναμη του ονείρου», αυτή την εμπιστοσύνη του στους γνήσιους μαχητές των λαϊκών οραμάτων, ζηλεύω τη τύχη του να έχει ελπίδα.
Αλήθεια λέω, δεν ξέρω τι φταίει και δεν ξεστρατίζουμε «από τη γνωστή διαδρομή προς το σπίτι», τι φταίει και αρνιόμαστε το «ρίσκο» που μας αναλογεί. Εμείς φταίμε ή εκείνοι οι «παράνομοι» που λιγόστεψαν ή μήπως το «όνειρο» που έγινε πολιτικός ρεαλισμός; Ό,τι καινά φταίει, μου λείπουν απελπιστικά και ο Σκούφος και ο Μαρίνος. Μακάρι σε όλους να λείπουν.
Καλή χρονιά να έχουμε!
Θα ήθελα να σταθώ λίγο στον Γιώργο Σκούφο, σ' αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο και ακατάβλητο κομμουνιστή επικαλούμενος ένα απόσπασμα από το βιβλίο που έχει εκδόσει η εφημερίδα "Νέο Εμπρός", «Σελίδες του Αγώνα»:
Ο Γιώργος Αθανασίου Σκούφος υπήρξε γέννημα θρέμμα της ηρωικής εποχής του. Από παιδί στην Εθνική Αντίσταση, μπροστάρης στην αντιμετώπιση του τρομοκρατικού οργίου που ξέσπασε στη Μυτιλήνη, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αντάρτης κατά την περίοδο του εμφυλίου στη Λέσβο, γνώρισε τις ατελείωτες πορείες στα ρουμάνια και στα τσαμλίκια, αντιμετώπισε τους μεγαλύτερους εχθρούς - την πείνα, την κακοκαιρία και τις αρρώστιες -, πήρε μέρος σε μεγάλες και σε μικρές μάχες, σε μπλόκα αυτοκινητοπομπών, σε εισόδους σε χωριά, έδρασε παράνομος στη Μυτιλήνη, κοιμήθηκε σε ταβάνια μαζί με ποντίκια και σκορπιούς, για να γλιτώσει από τα μπλόκα της Ασφάλειας…
Κι ύστερα από δέκα χρόνια στο βουνό και στην παρανομία και έξι ολόκληρα χρόνια μετά την πτώση του Γράμμου και του Βίτσι και την επίσημη λήξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, κατέβηκε από τα φαράγγια και τα δασέλια αγέρωχος, ανίκητος, αμνηστευμένος.
Κι από τότε μέχρι τη στερνή του ανασαιμιά δεν υπέστειλε ποτέ το λάβαρο του ταξικού αγώνα, κερδίζοντας πανάξια την αναγνώριση και την καταξίωση από ομοϊδεάτες του και μη.
Γεννήθηκε στη Λαγκάδα (Ζωοδόχο Πηγή) στις 25 Ιανουαρίου 1925. Ο πατέρας του ήταν ο κατ΄ επανάληψη τιμημένος επ΄ ανδραγαθία (στους Βαλκανικούς Πολέμους και στη Μικρασιατική Καταστροφή) έφεδρος λοχαγός πεζικού και μετέπειτα ΕΛΑΣίτης λοχαγός Θανάσης Σκούφος.
Ο Γ. Σκούφος έβγαλε τις έξι πρώτες τάξεις στο Α΄ Δημοτικό Σχολείο Μυτιλήνης, καθώς και το Γυμνάσιο που τότε ήταν το μοναδικό της πόλης. Τελείωσε το Γυμνάσιο το 1943.
Ζωηρή του ανάμνηση από την τελευταία κατοχική χρονιά ήταν η μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας και πορεία όλου σχεδόν του σχολείου του στη Νομαρχία Λέσβου, το κτίριο της οποίας ήταν τότε εκεί που είναι σήμερα ο ΟΤΕ.
Σαν επιτροπή, μαζί με άλλους 4-5 συμμαθητές του, απαίτησαν από το νομάρχη να τους χορηγήσει συσσίτιο, γιατί απ΄ τη πείνα δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τα μαθήματα. Το αποτέλεσμα ήταν να τους συλλάβουν (ο μοίραρχος Ξανθάκης) και να τους κλείσουν στο κρατητήριο με την απειλή να τους παραδώσουν στους Γερμανούς. Τους γλίτωσε όμως ο καθηγητής τους Παναγιώτης Σαμαράς.
Την ίδια χρονιά που τελείωσε το Γυμνάσιο (1943) αποφάσισε να φύγει στη Μέση Ανατολή. Τότε αυτό θεωρούνταν παλικαριά και εθνική πράξη. Ο πατέρας του όμως, που ήταν από καιρό οργανωμένος στο ΕΑΜ, τον απέτρεψε, λέγοντάς του ότι και στο νησί υπήρχαν αντιστασιακές οργανώσεις από τις τάξεις των οποίων μπορούσε να παλέψει και να αγωνιστεί για το διώξιμο των κατακτητών και την απελευθέρωση του νησιού και της πατρίδας.
Έτσι, το 1943, οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και ένα μήνα αργότερα έγινε μέλος του ΚΚΕ.
Κέντρο της δικής του ομάδας ήταν ο Φιλοτεχνικός Όμιλος Μυτιλήνης (Φ.Ο.Μ.), που πίσω απ΄ τις καλλιτεχνικές του εκδηλώσεις κάλυπτε όλες τις αντιστασιακές τους δραστηριότητες. Πρόεδρος του Φ.Ο.Μ. εκείνη την περίοδο ήταν ο Πάνος Βελόνης, παλιός κομμουνιστής που υπηρέτησε και τον ερασιτεχνικό αθλητισμό ως προπονητής ομάδων. Το σωματείο αυτό, εξαιτίας της προοδευτικής του δράσης, ήταν το πρώτο που διέλυσαν οι μεταδεκεμβριανές κυβερνήσεις.
Οργανώθηκε αρχικά σε μια τριάδα και αργότερα έγινε υπεύθυνος της τριάδας Λαγκάδας. Στόχος τους ήταν η παρακολούθηση των συνεργατών των Γερμανών, η καθημερινή διάδοση του δελτίου ειδήσεων του Λονδίνου και της Μόσχας, το μοίρασμα προκηρύξεων κλπ.
Ο ίδιος αφηγείται:
«Είχα προσωπική εντολή να παρακολουθώ ένα απόσπασμα γερμανικό το οποίο κάθε βράδυ γύρω στις δέκα ανέβαινε στο Κρυονέρι που λέμε, έξω από τη Λαγκάδα ένα νερό, στις φυλακές από κάτω, και στήνανε ενέδρα. Κι έπρεπε να τους παρακολουθώ μη τυχόν πλησίαζαν Έλληνες εκεί τα βράδια και ποιοι».
Πριν ακόμα από την απελευθέρωση πολλοί αντιστασιακοί έκρυβαν όπλα κυρίως στα βουνά, διαβλέποντας ότι ντόπια και ξένη αντίδραση δε θα άφηναν το λαό να χαρεί τη μεγάλη του νίκη και να χτίσει τη Λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα.
«Λίγες μέρες πριν να φύγουν οι Γερμανοί πήγαμε και κρύψαμε όπλα, με τον πατέρα μου. Τα είχαμε στο πάτωμα ή στο ταβάνι, δε θυμάμαι, και μου λέει ο πατέρας μου, «Τα πράγματα είναι σκούρα, Γιώργο», και τα πήραμε και ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού της Λαγκάδας, τη σημερινή οδό Αεροπόρου Γιαναρέλλη, πήγαμε στο τσιφλίκι του Κουρτζή, στη θέση «Αΐ Νικόλας», αντίκρυ από την Παγανή, όπου υπήρχε μια σπηλιά που την ξέραμε και μπήκαμε μέσα με ένα φαναράκι κι έκρυψα τα όπλα».
Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από τη Λέσβο, κατατάχτηκε στην Εθνική Πολιτοφυλακή με το βαθμό του λοχία και υπηρέτησε ως γραμματέας του Ανώτερου Διοικητή Νήσων Αιγαίου Σοφοκλή Βουρνάζου, παλιού βενιζελικού αξιωματικού, φίλου του πατέρα του.
Χαρακτηριστική είναι η εξιστόρηση του για τα γεγονότα που προηγήθηκαν του ιστορικού Go Back:
«Διοικητής ήταν ο Κώστας Γάκας, συμβολαιογράφος από τη Γέρα, και υπασπιστής Ανωτέρας Διοικήσεως ο δάσκαλος Πάτροκλος Ταλέλης από τα Μυστεγνά. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1944, που ήρθε η αρμάδα των Μαύρων (σ.σ. Εγγλέζοι), ήμουν υπαξιωματικός νυχτερινής υπηρεσίας στο Μέγαρο της Διοίκησης. Χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν ο επιλοχίας Παφλιωτέλης από τη Θερμή και μου λέει: «Σύντροφε Γιώργο αυτή τη στιγμή έξω από το λιμάνι βλέπω πολλά φώτα, έχουν φτάσει πολλά πλοία».
Αμέσως τρέχω απάνω στο κτίριο Διοικήσεως, όπου μένανε καμιά δεκαριά πολιτοφύλακες. Ένας από αυτούς ήταν ο Αντώνης Κουταλέλης από την Αγιάσο, μικρός στην ηλικία, που τον είχε ο Βουρνάζος ως αγγελιοφόρο - ταχυδρόμο. Τον έστειλα να ειδοποιήσει τον Διοικητή.
Ο Βουρνάζος στο μεταξύ είχε δει τα καράβια με τα κιάλια του από το μπαλκόνι του σπιτιού του και είχε πάρει το δρόμο και κατέβαινε. Μόλις ήρθε στη Διοίκηση, του λέω τα καθέκαστα κι αυτός μου είπε ότι πρόκειται για απόπειρα ανοιχτής επέμβασης ξένων στρατευμάτων και με διέταξε να ειδοποιήσω αμέσως τον Ευλαμπίου, διοικητή του ΕΛΑΣ, και το Γώγο (σ.σ. γραμματέας της περιοχής Αιγαίου του ΚΚΕ). Κι έτσι ξεκίνησε η μεγαλειώδης κινητοποίηση του λεσβιακού λαού, το θρυλικό Go Back».
Μετά τη διάλυση του θεσμού της Λαϊκής Πολιτοφυλακής, που πρόσφερε πολλά μέσα στους λίγους μήνες της κυριαρχίας της Εθνικής ΕΑΜικής Αντίστασης στη Λέσβο, ο Γιώργος Σκούφος ανέλαβε πρώτος Γραμματέας της ΚΟΒ Λαγκάδας του ΚΚΕ.
Πραγματικά συγκινήθηκα διαβάζοντας μια ιστορία που έγραψε ο Σωκράτης Ματζουράνης στον «Δρόμο της Αριστεράς». Κι αυτό γιατί μου θύμισε έναν αξέχαστο σύντροφο κομμουνιστή. Τον Γιώργο τον Σκούφο. Θυμήθηκα τον καφενέ του, το κάδρο με κοχύλια που έγραφε «Σαν βγαλ’ ο ήλιος κέρατα/ και του φεγγάρι γένια/θα υπογράψω δήλωση/να βγείτε/από την έννοια», τις συζητήσεις που είχαμε κάνει, και τόσα άλλα.
Θα προσπαθήσω κάποια στιγμή να γράψω σχετικές ιστορίες. Εχουν περάσει και τόσα χρόνια και φύρανε το μυαλό γμτ…
Το κείμενο του Σ. Ματζουράνη που ανάφερα:
Γιατί αυτοί γιε μ’ δεν παλεύειν για οφέλη, παλεύειν για ονείρατα
Σκέφτηκα να αποχαιρετήσω το χρόνο που φεύγει με μια ιστορία. Μ' ένα «παραμύθι», αν έτσι σας είναι πιο βολικό αν και τώρα που «το κοριτσάκι με τα σπίρτα» έγινε τραγική πραγματικότητα, ποιος να τολμήσει να συναγωνισθεί τη ζωή με ένα παραμύθι. Τέλος πάντων.
Πάμε στη Μυτιλήνη πολλά χρόνια πίσω, παραμονές Πρωτοχρονιάς του '53 ή '54,δεν είμαι σίγουρος. Ήταν ένας διαβολόκαιρος, παγωνιά και βροχή. Παιδάκι εγώ γύρω στα οκτώ, βοηθούσα τέτοιες μέρες στο μπακάλικο τον πατέρα μου.
Εκείνο το βράδυ αφού σκουπίσαμε και κλειδώσαμε τις καπάντζες, φορτώνεται ο Μαρίνος δυο ζεμπίλια και ξεκινάμε για το σπίτι.
Όμως βλέπω πως παίρνουμε άλλο δρόμο, τραβάμε κατά τη Λαγκάδα μεριά.
- Λάθος δρόμο πήραμε...
- Προχώρα.
Φτάνουμε στο Πλάτανο, ο Μαρίνος κοντοστέκεται, αφήνει κάτω από μια σκαλίτσα τα ζεμπίλια και μου λέει σιγανά:
- Αντε τώρα γρήγορα σπίτι.
Ρώτησα «γιατί αφήσαμε τα πράματα τέτοια ώρα εκεί μπαμπά;» και μου απάντησα ξερά: -Ήταν παραγγελιά. Τα χρωστούσα και το ξέχασα. Περπατά...
Παραήταν σοβαρός ο πατέρας και δεν ρώτησα τίποτα άλλο.
Πέρασαν περίπου δέκα χρόνια τέλειωνα το γυμνάσιο, πάλι γιορτές, τα σχολειά κλειστά και είπαμε με τη Χρυσούλα να πάμε το βραδάκι μια... βόλτα στη φύση.
Μας πιάνει μια βροχή, καρεκλοπόδαρα έριχνε, τρεχάλα να προφυλαχθούμε εμείς και χωνόμαστε σ' ένα καφενέ εκεί στην Αλυσίδα, κοντά στις Πόρτες.
Μας καλοδέχτηκε με χαμόγελο ο καφετζής, κατάλαβε τις δυσκολίες της αγάπης ο άνθρωπος και παράγγειλα και δυο γκαζόζες για να ανταποδώσω τη φιλοξενία.
Τέλειωσε ο χαλασμός, πάω να πληρώσω ο... άρχοντας, μα πού φράγκο στην τσέπη.
- Θείο, λέω στον καφετζή, ξέρεις... τα ξέχασα τα λεφτά, θα πάω να στα φέρω, δεν είμαι μπατακτσής.
Τίνος είσαι μουρό 'μ;
- Του Μαρίνου, του μπακάλ' στ' Κουμιδιά. Κοντοστάθηκε ο άνθρωπος, υπομειδίασε, με πιάνει από τον ώμο και μου λέει:
- Άντε πηγαίνετε, πληρωμένα είναι. -Από ποιον;
-Απ' του πατέρα σ'. Πέτου και χαιρετίσματα. -Από ποιόν;
-Απ' τον καφετζή του Σκούφου. Ξέρ' αυτός.
Γύρισα σπίτι και είπα τα καθέκαστα στο πατέρα μου, ζητώντας και εξηγήσεις μια και ποτέ δεν τον είχα δει τον άνθρωπο στο μαγαζί ή στις παρέες μας. Ο Μαρίνος σχεδόν πρόθυμα, άρχισε να μου εξηγεί. Ο τελευταίος αντάρτης του ΔΣΕ του νησιού ήταν ο Σκούφος και παραδόθηκε μαζί με το σύντροφο του τον Αχλιόπιτα ανήμερα της γιορτής για την απελευθέρωση της Μυτιλήνης, 9 Νοέμβρη του '55.
Κάποιος είχε παραγγείλει στο Μαρίνο πως είχαν ανάγκη για τρόφιμα και άλλα απαραίτητα οι αντάρτες και αυτός ήταν ο λόγος που εκείνη τη βραδιά του '53 ξεστρατίσαμε από τη συνηθισμένη μας πορεία για το σπίτι και αφήσαμε στο δρόμο τα ζεμπίλια.
- Καλά μωρέ πατέρα, εσύ πώς μπλέχτηκες σ' αυτά; Εσύ δεν είσαι κομμουνιστής, δεν τους πολυσυμπαθείς κιόλας.
-Άσε τι είμαι. Άμα βγεις στη ζωή, ό,τι και να διαλέξεις, όποιο δρόμο και να πάρεις, πάντα να σέβεσαι και να στηρίζεις αυτούς που παλεύουν για τα ονείρατα του κόσμου.
Το ζηλεύω τούτον τον καιρό τον Μαρίνο. Ζηλεύω αυτή τη πίστη του στη «δύναμη του ονείρου», αυτή την εμπιστοσύνη του στους γνήσιους μαχητές των λαϊκών οραμάτων, ζηλεύω τη τύχη του να έχει ελπίδα.
Αλήθεια λέω, δεν ξέρω τι φταίει και δεν ξεστρατίζουμε «από τη γνωστή διαδρομή προς το σπίτι», τι φταίει και αρνιόμαστε το «ρίσκο» που μας αναλογεί. Εμείς φταίμε ή εκείνοι οι «παράνομοι» που λιγόστεψαν ή μήπως το «όνειρο» που έγινε πολιτικός ρεαλισμός; Ό,τι καινά φταίει, μου λείπουν απελπιστικά και ο Σκούφος και ο Μαρίνος. Μακάρι σε όλους να λείπουν.
Καλή χρονιά να έχουμε!
Θα ήθελα να σταθώ λίγο στον Γιώργο Σκούφο, σ' αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο και ακατάβλητο κομμουνιστή επικαλούμενος ένα απόσπασμα από το βιβλίο που έχει εκδόσει η εφημερίδα "Νέο Εμπρός", «Σελίδες του Αγώνα»:
Ο Γιώργος Αθανασίου Σκούφος υπήρξε γέννημα θρέμμα της ηρωικής εποχής του. Από παιδί στην Εθνική Αντίσταση, μπροστάρης στην αντιμετώπιση του τρομοκρατικού οργίου που ξέσπασε στη Μυτιλήνη, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αντάρτης κατά την περίοδο του εμφυλίου στη Λέσβο, γνώρισε τις ατελείωτες πορείες στα ρουμάνια και στα τσαμλίκια, αντιμετώπισε τους μεγαλύτερους εχθρούς - την πείνα, την κακοκαιρία και τις αρρώστιες -, πήρε μέρος σε μεγάλες και σε μικρές μάχες, σε μπλόκα αυτοκινητοπομπών, σε εισόδους σε χωριά, έδρασε παράνομος στη Μυτιλήνη, κοιμήθηκε σε ταβάνια μαζί με ποντίκια και σκορπιούς, για να γλιτώσει από τα μπλόκα της Ασφάλειας…
Κι ύστερα από δέκα χρόνια στο βουνό και στην παρανομία και έξι ολόκληρα χρόνια μετά την πτώση του Γράμμου και του Βίτσι και την επίσημη λήξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, κατέβηκε από τα φαράγγια και τα δασέλια αγέρωχος, ανίκητος, αμνηστευμένος.
Κι από τότε μέχρι τη στερνή του ανασαιμιά δεν υπέστειλε ποτέ το λάβαρο του ταξικού αγώνα, κερδίζοντας πανάξια την αναγνώριση και την καταξίωση από ομοϊδεάτες του και μη.
Γεννήθηκε στη Λαγκάδα (Ζωοδόχο Πηγή) στις 25 Ιανουαρίου 1925. Ο πατέρας του ήταν ο κατ΄ επανάληψη τιμημένος επ΄ ανδραγαθία (στους Βαλκανικούς Πολέμους και στη Μικρασιατική Καταστροφή) έφεδρος λοχαγός πεζικού και μετέπειτα ΕΛΑΣίτης λοχαγός Θανάσης Σκούφος.
Ο Γ. Σκούφος έβγαλε τις έξι πρώτες τάξεις στο Α΄ Δημοτικό Σχολείο Μυτιλήνης, καθώς και το Γυμνάσιο που τότε ήταν το μοναδικό της πόλης. Τελείωσε το Γυμνάσιο το 1943.
Ζωηρή του ανάμνηση από την τελευταία κατοχική χρονιά ήταν η μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας και πορεία όλου σχεδόν του σχολείου του στη Νομαρχία Λέσβου, το κτίριο της οποίας ήταν τότε εκεί που είναι σήμερα ο ΟΤΕ.
Σαν επιτροπή, μαζί με άλλους 4-5 συμμαθητές του, απαίτησαν από το νομάρχη να τους χορηγήσει συσσίτιο, γιατί απ΄ τη πείνα δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τα μαθήματα. Το αποτέλεσμα ήταν να τους συλλάβουν (ο μοίραρχος Ξανθάκης) και να τους κλείσουν στο κρατητήριο με την απειλή να τους παραδώσουν στους Γερμανούς. Τους γλίτωσε όμως ο καθηγητής τους Παναγιώτης Σαμαράς.
Την ίδια χρονιά που τελείωσε το Γυμνάσιο (1943) αποφάσισε να φύγει στη Μέση Ανατολή. Τότε αυτό θεωρούνταν παλικαριά και εθνική πράξη. Ο πατέρας του όμως, που ήταν από καιρό οργανωμένος στο ΕΑΜ, τον απέτρεψε, λέγοντάς του ότι και στο νησί υπήρχαν αντιστασιακές οργανώσεις από τις τάξεις των οποίων μπορούσε να παλέψει και να αγωνιστεί για το διώξιμο των κατακτητών και την απελευθέρωση του νησιού και της πατρίδας.
Έτσι, το 1943, οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και ένα μήνα αργότερα έγινε μέλος του ΚΚΕ.
Κέντρο της δικής του ομάδας ήταν ο Φιλοτεχνικός Όμιλος Μυτιλήνης (Φ.Ο.Μ.), που πίσω απ΄ τις καλλιτεχνικές του εκδηλώσεις κάλυπτε όλες τις αντιστασιακές τους δραστηριότητες. Πρόεδρος του Φ.Ο.Μ. εκείνη την περίοδο ήταν ο Πάνος Βελόνης, παλιός κομμουνιστής που υπηρέτησε και τον ερασιτεχνικό αθλητισμό ως προπονητής ομάδων. Το σωματείο αυτό, εξαιτίας της προοδευτικής του δράσης, ήταν το πρώτο που διέλυσαν οι μεταδεκεμβριανές κυβερνήσεις.
Οργανώθηκε αρχικά σε μια τριάδα και αργότερα έγινε υπεύθυνος της τριάδας Λαγκάδας. Στόχος τους ήταν η παρακολούθηση των συνεργατών των Γερμανών, η καθημερινή διάδοση του δελτίου ειδήσεων του Λονδίνου και της Μόσχας, το μοίρασμα προκηρύξεων κλπ.
Ο ίδιος αφηγείται:
«Είχα προσωπική εντολή να παρακολουθώ ένα απόσπασμα γερμανικό το οποίο κάθε βράδυ γύρω στις δέκα ανέβαινε στο Κρυονέρι που λέμε, έξω από τη Λαγκάδα ένα νερό, στις φυλακές από κάτω, και στήνανε ενέδρα. Κι έπρεπε να τους παρακολουθώ μη τυχόν πλησίαζαν Έλληνες εκεί τα βράδια και ποιοι».
Πριν ακόμα από την απελευθέρωση πολλοί αντιστασιακοί έκρυβαν όπλα κυρίως στα βουνά, διαβλέποντας ότι ντόπια και ξένη αντίδραση δε θα άφηναν το λαό να χαρεί τη μεγάλη του νίκη και να χτίσει τη Λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα.
«Λίγες μέρες πριν να φύγουν οι Γερμανοί πήγαμε και κρύψαμε όπλα, με τον πατέρα μου. Τα είχαμε στο πάτωμα ή στο ταβάνι, δε θυμάμαι, και μου λέει ο πατέρας μου, «Τα πράγματα είναι σκούρα, Γιώργο», και τα πήραμε και ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού της Λαγκάδας, τη σημερινή οδό Αεροπόρου Γιαναρέλλη, πήγαμε στο τσιφλίκι του Κουρτζή, στη θέση «Αΐ Νικόλας», αντίκρυ από την Παγανή, όπου υπήρχε μια σπηλιά που την ξέραμε και μπήκαμε μέσα με ένα φαναράκι κι έκρυψα τα όπλα».
Όταν έφυγαν οι Γερμανοί από τη Λέσβο, κατατάχτηκε στην Εθνική Πολιτοφυλακή με το βαθμό του λοχία και υπηρέτησε ως γραμματέας του Ανώτερου Διοικητή Νήσων Αιγαίου Σοφοκλή Βουρνάζου, παλιού βενιζελικού αξιωματικού, φίλου του πατέρα του.
Χαρακτηριστική είναι η εξιστόρηση του για τα γεγονότα που προηγήθηκαν του ιστορικού Go Back:
«Διοικητής ήταν ο Κώστας Γάκας, συμβολαιογράφος από τη Γέρα, και υπασπιστής Ανωτέρας Διοικήσεως ο δάσκαλος Πάτροκλος Ταλέλης από τα Μυστεγνά. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1944, που ήρθε η αρμάδα των Μαύρων (σ.σ. Εγγλέζοι), ήμουν υπαξιωματικός νυχτερινής υπηρεσίας στο Μέγαρο της Διοίκησης. Χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν ο επιλοχίας Παφλιωτέλης από τη Θερμή και μου λέει: «Σύντροφε Γιώργο αυτή τη στιγμή έξω από το λιμάνι βλέπω πολλά φώτα, έχουν φτάσει πολλά πλοία».
Αμέσως τρέχω απάνω στο κτίριο Διοικήσεως, όπου μένανε καμιά δεκαριά πολιτοφύλακες. Ένας από αυτούς ήταν ο Αντώνης Κουταλέλης από την Αγιάσο, μικρός στην ηλικία, που τον είχε ο Βουρνάζος ως αγγελιοφόρο - ταχυδρόμο. Τον έστειλα να ειδοποιήσει τον Διοικητή.
Ο Βουρνάζος στο μεταξύ είχε δει τα καράβια με τα κιάλια του από το μπαλκόνι του σπιτιού του και είχε πάρει το δρόμο και κατέβαινε. Μόλις ήρθε στη Διοίκηση, του λέω τα καθέκαστα κι αυτός μου είπε ότι πρόκειται για απόπειρα ανοιχτής επέμβασης ξένων στρατευμάτων και με διέταξε να ειδοποιήσω αμέσως τον Ευλαμπίου, διοικητή του ΕΛΑΣ, και το Γώγο (σ.σ. γραμματέας της περιοχής Αιγαίου του ΚΚΕ). Κι έτσι ξεκίνησε η μεγαλειώδης κινητοποίηση του λεσβιακού λαού, το θρυλικό Go Back».
Μετά τη διάλυση του θεσμού της Λαϊκής Πολιτοφυλακής, που πρόσφερε πολλά μέσα στους λίγους μήνες της κυριαρχίας της Εθνικής ΕΑΜικής Αντίστασης στη Λέσβο, ο Γιώργος Σκούφος ανέλαβε πρώτος Γραμματέας της ΚΟΒ Λαγκάδας του ΚΚΕ.
Δημοσίευση σχολίου