Συμπληρώνοντας τους σχολιασμούς του Β.Κ για τους δυο σπουδαρχίδηδες -με την έννοια της λέξης που δίνει ο Μπαμπινιώτης στο γενικό λεξικό του- οι οποίοι ενοχλήθηκαν και ειρωνεύτηκαν την χρησιμοποίηση της λέξεις "γυναικοκτονία", φιλοξενήστε τα παρακάτω:
Η κ. Κατερίνα Στεργίδου γράφει στον λογαριασμό της στο f/b:
Έχω πέσει πάνω σε καμιά δεκαριά άρθρα (κακοπροαίρετα και καλοπροαίρετα) που περιγράφουν τη γυναικοκτονία ως νεολογισμό. Για όσες-ους κολλάνε σε κάτι λεπτομέρειες, αξίζει να αναφέρουμε ότι ως περιγραφική έννοια η γυναικοκτονία εμφανίζεται ήδ το 1801 από τον John Corry στο A Satirical View of London at the Commencement of the Nineteenth Century ως λέξη που περιγράφει την δολοφονία μιας γυναίκας.
Στην τρίτη έκδοση του βιβλίου The Confessions of an Unexecuted Femicide του William MacNish, που εκδίδεται το 1827 εντοπίζουμε ξανά τον όρο. Πρόκειται για τις αναμνήσεις ενός γυναικοκτόνου.
Επίσης σύμφωνα με το The Oxford English Dictionary (έκδοση 1989), το 1848, ο όρος συμπεριλαμβάνεται στο Wharton's Law Lexicon (Bλέπε φωτό που συνοδεύει το post).
Φυσικά η γυναικοκτονία είναι ένας από τους ορισμούς του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα ενώ μας είναι γνωστές και οι φεμινίστριες Diana Russel και Carol Orlock που καταγράφονται ως οι πρώτες που χρησιμοποιούν τη λέξη γυναικοκτονία (femicide) δίνοντάς της πολιτικό περιεχόμενο τη δεκαετία του ’70.
Με αφορμή τα παραπάνω ο γνωστός ιστορικός και μεταφραστής Νίκος Σκοπλάκης συμπληρώνει:
Παρακινημένος από την ανάρτηση της Κατερίνας αποφάσισα να γράψω δυο τρία πράγματα που ξέρω για τη λέξη féminicide, γυναικοκτόνος, όπως συναντάται στα γαλλικά ως επιθετικός προσδιορισμός και ουσιαστικοποιημένο επίθετο. Η λέξη, για την οποία στο μεγάλο λεξικό Robert του 2014 υπάρχει συνοπτικό λήμμα, χρησιμοποιείται στον γαλλικό τύπο και τη γαλλική γραμματεία από τα τέλη της δεκαετίας του 1820. Είναι η εποχή κατά την οποία στον παρισινό τύπο αφθονούν και διαβάζονται βουλιμικά τα “κοινωνικά”, τα λεγόμενα faits divers, όπου οι δολοφονίες γυναικών δεν είναι καθόλου σπάνιο θέμα. Είναι η εποχή που προετοιμάζει, μεταξύ άλλων, και μια λογοτεχνία, η οποία επιδιώκει με ιδιαίτερο ζήλο να αρθρώνει τις λέξεις που πηγάζουν από την κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα, ακόμα και κυρίως από την παθογένειά της· τις λέξεις που θα γίνουν υλικό για τα γαλλικά του Μπαλζάκ και του Ευγενίου Σύη (μεταξύ πολλών άλλων).
Η λέξη féminicide, λοιπόν, εντοπίζεται συχνότατα σε τέτοια ρεπορτάζ του γαλλικού τύπου, ιδίως από το 1850 κι έπειτα, για να περιγράψει δολοφόνους γυναικών από ερωτικούς συντρόφους, πατεράδες κι αδερφούς, προαγωγούς, εκμεταλλευτές κάθε είδους, στρατιώτες, βιαστές. Η λέξη féminicide συνυπάρχει και συμπληρώνει μια πολύ παλιότερη λέξη, τη λέξη uxoricide, που περιγράφει τον συζυγοκτόνο, με λατινική ρίζα, καθώς η λέξη uxor δηλώνει τη σύζυγο (“τη γαμετή γυνή”, που ’γραφε ο Κουμανούδης), αλλά κι εν γένει τη γυναίκα.
Το κοινωνικοπολιτικό σημαίνον féminicide δεν εξοβελίζει το κατά πολύ παλιότερο uxoricide, αλλά καλύπτει την ανάγκη μιας πιο επεξεργασμένης προβληματικής· περιγράφει με ακρίβεια όλους εκείνους που δολοφονούν γυναίκες και κορίτσια (όπως, επίσης, και άλλες γυναίκες που συνεργούν σε τέτοια εγκλήματα ή τα διαπράττουν λ.χ. μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον). Στα τέλη Οκτωβρίου του 1887, στην εφημερίδα “Le Rappel”, ένας άνδρας σχολιογράφος, ο Grif, δυσφορεί διότι κάποιοι συνάδελφοί του επιμένουν να αναφέρουν τον γυναικοκτόνο ως… homicide, που αφορούσε, υποτίθεται, γενικά τον ανθρωποκτόνο, αλλά συγχρόνως διατηρούσε έντονα το σημασιολογικό φορτίο του ανδροκτόνου.
Ο γιατρός και ιστορικός των ηθών, ο Γκιστάβ Ζοζέφ Αλφόνς Βιτκοσκί, αναφέρεται ρητά σε γυναικοκτόνους, féminicides, στο βιβλίο του με τίτλο “Tetoniana. Les seins à l’église” (1907), που αφορά τη σχέση της καθολικής εκκλησίας με το γυναικείο στήθος και άλλους συμβολισμούς εχθρικών θηλυκοτήτων. Σε ένα από τα αποσπάσματα, ο συγγραφέας κάνει ρητή αναφορά σε μια κατηγορία εκκλησιαστικών ανδρών, τους “féminicides ou poursuivis pour avoir dépecé leur maîtresse” (“γυναικοκτόνους ή δικασμένους επειδή διαμέλισαν την ερωμένη τους”). Καταγράφω εδώ κι άλλο ένα παράδειγμα, από τον Νοέμβριο του 1923, στο εικονογραφημένο περιοδικό “Excelsior”: Σε ρεπορτάζ για τον δολοφόνο μιας μπακάλισσας (τη σκότωσε επειδή νόμισε ότι τον στραβοκοίταξε), διαβάζουμε ότι ο εν λόγω “ρωτήθηκε για τα κίνητρα αυτού του γυναικοκτονικού παροξυσμού” (“interrogé sur les motifs de l’accès de fureur féminicide”).
Με σαφέστατα πολιτική χροιά βρίσκουμε τη λέξη féminicide σε ένα ρεπορτάζ για το δικαίωμα των γυναικών στη δικηγορία, από την εφημερίδα “La Petite Presse”, στις αρχές Οκτωβρίου 1899: Εκεί γίνεται λόγος για έναν υπερσυντηρητικό μισογύνη που θεωρούσε σκάνδαλο και μόνο τη σχετική συζήτηση· “ο γυναικοκτόνος ρήτορας δεν πτοήθηκε” (“l’orateur féminicide ne se laissa pas intimider”) διαβάζουμε στη συνέχεια.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει οτιδήποτε καταπιέζει, εκφοβίζει, περιορίζει τις γυναίκες, ακόμα και ενδυματολογικά. Λ.χ.: Στο βιβλίο της με τίτλο “Οι γυναίκες του κόσμου” (“Les femmes du monde”, 1876), η Μπασομόν (φιλολογικό ψευδώνυμο) γράφει πως “θα δούμε την ωραία γενιά που θα βγει από τους γυναικοκτόνους κορσέδες της” (“Nous verrons la belle génération qui sortira de ses corsets féminicides”). Σε ένα παλιότερο ρεπορτάζ, από τον Οκτώβριο του 1863, στην εφημερίδα “Le Monde illustré”, καταγράφεται “η χαλάρωση του γυναικοκτόνου κορσέ” (“le relâchement du lacet féminicide”).
Όπως έχει πάμπολλες φορές επισημανθεί, η (γλωσσική) ιστορία των εννοιολογικών χρήσεων είναι και μια histoire pragmatique, μια “πραγματιστική ιστορία”. Από αυτή την άποψη είναι πολύ χαρακτηριστικό που στην ελληνική κοινωνία πολλοί μπορούν να σηκώσουν, διεκδικώντας, μάλιστα, πεισμωδώς και συχνά αδόκιμα, τις αρχαίες “συνέχειές” της, λέξεις περί αντροφονιάδων και ανδροφόνων (και “γυναικών ανδροφόνων” για να πάμε στην εποχή του Πινδάρου), μπορούν να προσαρμόσουν αμάσητο κάθε “νεολογισμό” για γκάτζετ, τζιπ, μιλφ, αλλά δεν αντέχουν να εντάσσεται σε κοινή χρήση οποιαδήποτε λέξη λέει τη γυναικοκτονία, γυναικοκτονία και τον γυναικοκτόνο, γυναικοκτόνο. Πολύ χαρακτηριστικό».
Δημοσίευση σχολίου