Σύμφωνα με τα στοιχεία από τα εθνικά αρχεία των ΗΠΑ, θυγατρική της εταιρείας κατασκεύαζε βομβαρδιστικά που έπλητταν συμμαχικές νηοπομπές και όχι μόνο. Πριν τον πόλεμο, τον Αύγουστο του 1933, λίγους μήνες μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία, ο συνταγματάρχης Sosthenes Behn, ιδρυτής και τότε CEO της ΙΤΤ, συναντήθηκε με τον Χίτλερ.
Ενώ η ναζιστική τρομοκρατία είχε εξαπλωθεί σε όλη την Γερμανία, οι "επενδυτές" της αμερικάνικης ΙΤΤ συνέχιζαν να εφοδιάζουν την ναζιστική πολεμική μηχανή, που προετοιμαζόταν για το μεγάλο μακελειό. Ταυτόχρονα, συνέχιζαν τις "δουλειές" και στην "πατρίδα" τους, στις ΗΠΑ.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η εταιρεία προχώρησε σε νέα "επένδυση": Μέσω θυγατρικής της ("C.Lorenz AG") αγόρασε μεγάλο μερίδιο μετοχών της εταιρείας "Focke-Wulf AG" η οποία τροφοδοτούσε με βομβαρδιστικά την Λουτβάφε.
Ενώ ο πόλεμος μαινόταν, ο Behn ταξίδεψε από την Νέα Υόρκη για τη Βέρνη, με σκοπό τη βελτίωση του ναζιστικού συστήματος πληροφοριών και των τηλεκατευθυνόμενων βομβών που έπλητταν το Λονδίνο. Τα "Focke-Wulfs" (με εξοπλισμό της ΙΤΤ) δεν βομβάρδιζαν μόνο άμαχο πληθυσμό αλλά χρησιμοποιήθηκαν και ενάντια σε αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα. To "Focke-Wulf 190" ήταν βασικό μαχητικό της ναζιστικής πολεμικής αεροπορίας και ένα από αυτά με την πιο μαζική παραγωγή.
Οι ναζί το διατήρησαν μέχρι το τέλος του πολέμου. Δηλαδή η ΙΤΤ εφοδίαζε τους ναζί με όπλα που σκότωναν στρατιώτες της χώρας της. Την ίδια στιγμή η εταιρεία πουλούσε τον εξοπλισμό της και στους Αμερικανούς. Και δεν ήταν μόνο τα μαχητικά-βομβαρδιστικά. Η ΙΤΤ εφοδίαζε τους ναζί-μέσα στον πόλεμο-με συστήματα τηλεπικοινωνιών, ραντάρ, συναγερμούς προειδοποίησης για αεροπορικές επιδρομές κ.α.
Η εταιρεία έκλεισε και συμφωνία με την οποία παρείχε 30.000 πυροσωλήνες κάθε μήνα για το πυροβολικό των ναζί το οποίο επίσης σκότωνε (και) Αμερικανούς στρατιώτες. Υπήρξαν και εκτιμήσεις ότι θυγατρικές της ΙΤΤ χρηματοδοτούσαν απευθείας των αρχιναζί χασάπη Χάινριχ Χίμλερ (αρχηγό των SS και της Γκεστάπο) στην διάρκεια του πολέμου έτσι ώστε η εταιρεία να "προστατέψει τις επενδύσεις" της στην ναζιστική Γερμανία.
Όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε κανείς απο την εταιρεία μετά τον πόλεμο αλλά η ΙΤΤ διεκδίκησε και πήρε, αποζημίωση 27 εκατομμυρίων δολαρίων για καταστροφές εγκαταστάσεων της στην ναζιστική Γερμανία από συμμαχικούς βομβαρδισμούς!
Τα 5 εκατομμύρια ήταν αποζημίωση για συγκεκριμένες εγκαταστάσεις των "Focke-Wulf"για τα οποία η εταιρεία πήρε αποζημίωση με την αιτιολογία ότι ήταν "ιδιοκτησία αμερικάνικων συμφερόντων"!
Η ΙΤΤ, αξιοποιώντας διασυνδέσεις της με αστούς πολιτικούς, ΜΜΕ και φυσικά και τις "ανεξάρτητες αρχές" έθαψε την πραγματική ιστορία της. Μετά τον πόλεμο, η εταιρεία συνέχισε τις "επενδύσεις" στην Λατινική Αμερική. Στην Χιλή, χρηματοδότησε με 350.000 δολάρια τον δεξιό επιχειρηματία και αντίπαλο του Αλιέντε στις εκλογές του 1970.
Όπως αποκαλύφθηκε, οι "διαμεσολαβητές" στην "χρηματοδότηση" είχαν προταθεί από την CIA. Mετά την εκλογή του Αλιέντε, η εταιρεία συμμετείχε σε συζητήσεις με την CIA για "δημιουργία οικονομικού χάους" στην Χιλή ώστε να ανατραπεί η κυβέρνηση κ.α και γενικότερα πρωτοστάτησε στις προσπάθειες ανατροπής του Αλιέντε, με συνεχείς πιέσεις προς την κυβέρνηση και τις υπηρεσίες των ΗΠΑ για να επιβληθούν οικονομικές κυρώσεις κ.α.
Η συνεργασία της ΙΤΤ με τους ναζί δεν ήταν "μεμονωμένο περιστατικό". Η "Standard Oil", η "Ford", η ΙΒΜ, η "General Motors", η Coca-Cola (που έφτιαξε και το "αναψυκτικό των ναζί", την Fanta για να συνεχίσει να "επενδύει" στην Γερμανία), η τράπεζα "Chase" (ακόμα και μετά το Περλ Χάρμπορ έκλεινε δουλειές εκατομμυρίων στο κατεχόμενο Παρίσι με τους φασίστες) ,ο JD Rockefeller, το εκδοτικό συγκρότημα του R.Hearst (από τα μεγαλύτερα στις ΗΠΑ) κ.α όπως και πολλές Ευρωπαϊκές εταιρείες έκαναν δουλειές με τους ναζί.
Όπως έλεγε ο Μπρεχτ: "Όποιος δε θέλει να εγκαταλείψει την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, όχι μόνο δε θ’ απαλλαγεί από το φασισμό αλλά θα τον χρειάζεται".
Ο φασισμός δεν είναι "τρέλα", έργο, "παρανοϊκών".
Ο φασισμός είναι καπιταλισμός.
* Ένα ενδιαφέρον βιβλίο με πολλά στοιχεία για τον ρόλο των εταιρειών των ΗΠΑ και τους ναζί στον πόλεμο είναι το "Trading With the Enemy" (Charles Higham, 1983).
Πηγή: Praxis Review - twitter
Δημοσίευση σχολίου