Η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα ξεκινήσει κανονικά τον Σεπτέμβριο, όπως αρχικά έχει προγραμματιστεί, δήλωσε η υπουργός Παιδείας Ν. Κεραμέως, στην πρώτη συνάντηση (διαδικτυακή), με τους νέους Διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, παρουσία του Γενικού Γραμματέα Αλ. Κόπτση.
Προφανώς και η υπουργός αγνοεί τα στοιχειώδη. Πρώτα ότι δεν έχουν οριστεί οι «νέοι επιθεωρητές» που είναι οι Σύμβουλοι Εκπαίδευσης, οι Επόπτες Ποιότητας, αλλά και οι νέοι Διευθυντές Σχολείων. Για αυτό και ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας διευκρίνισε ότι όταν λέμε θα ξεκινήσει η αξιολόγηση εννοούμε ότι θα ετοιμαστεί η ηλεκτρονική πλατφόρμα και οι υπόλοιπες προκαταρκτικές διαδικασίες.
Το βασικότερο είναι ότι η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ δεν έχει εμπεδώσει τα στοιχειώδη από την ιστορία του εκπαιδευτικού κινήματος. Ούτε τα περσινά τους παθήματα έγιναν μαθήματα. Να τους θυμίσουμε ότι παρά τις αλλεπάλληλες εκφονιστικές εγκυκλίους, την τρομοκρατία, τις δικαστικές διώξεις, την ανελέητη προπαγάνδα ενάντια στους αγώνες των εκπαιδευτικών και τις αντιστάσεις στην «αξιολόγηση/αυτοαξιολόγηση» και την αξιοποίηση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας η «αξιολόγηση» είναι ο άταφος νεκρός της εκπαίδευσης. Εδώ και 40 χρόνια, από τος 1982 που καταργήθηκε ο θεσμός του Επιθεωρητή ουκ ολίγοι νόμοι και δεκάδες ΠΔ και εγκύκλιοι έχουν πεταχτεί από το εκπαιδευτικό κίνημα στο καλάθι των αχρήστων.
Οι προσπάθειες για τη «νέα αξιολόγηση», την «αυτοαξιολόγηση», αποτελούν τον πυρήνα των αναδιαρθώσεων της εκπαίδευσης, όπως σχεδιάζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον ΟΑΣΑ και το ΔΝΤ. Με στόχο τη νομιμοποίηση αφενός της μείωσης των σχολικών μονάδων μέσω του κλεισίματος-συγχώνευσης «αντιπαραγωγικών» σχολείων και αφετέρου την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών και τη διαμόρφωση συνθηκών άγριου ανταγωνισμού για να εξασφαλίσουν μαθητές και χρηματοδότηση. Στρατηγικός στόχος να οικοδομήσουν ένα πανοπτικό μοντέλο αξιολόγησης/αυτοαξιολόγησης που όλοι ελέγχουν όλους μέσα από άκρως ιεραρχικές και εξουσιαστικές σχέσεις. Επιδιώκει να μετατρέψει τους εκπαιδευτικούς σε «άβουλους και μοιραίους», «yes men», υπαλλήλους που πάσχοντας από μόνιμη οσφυοκαμψία ευθυγραμμίζονται με την εκπαιδευτική πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης και την επίσημη κρατική διδακτική.
Η Νταϊάν Ράβιτς, ιστορικός και υφυπουργός Παιδείας των ΗΠΑ της κυβέρνησης Τζ. Μπους έγραφε: «Σήμερα δεν πιστεύω πια πως η αξιολόγηση ή η επιλογή σχολείου μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης, όπως είχαμε ελπίσει. … Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση μετατράπηκε σε εφιάλτη για τα αμερικανικά σχολεία…. Η τρέχουσα έμφαση στην αξιολόγηση έχει δημιουργήσει στα σχολεία μια τιμωρητική ατμόσφαιρα. … Η εκπαιδευτική πολιτική που ακολουθούμε αναστατώνει τις κοινότητες, κατεδαφίζει σχολεία, εξαπατά τους μαθητές..»
Η αξιολόγηση/αυτοαξιολόγηση, συνδέεται με την «αποκέντρωση» και την «αυτονομία» επιδιώκοντας τον περιορισμό ή και την κατάργηση της χρηματοδότησης από το κράτος και ωθεί τα σχολεία στην αναζήτηση χορηγών για την κάλυψη πάγιων και έκτακτων αναγκών και καταργεί σταδιακά τον όποιο ενιαίο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Κατηγοριοποιεί τις σχολικές μονάδες σε καλές και κακές, ανάλογα με τους χορηγούς και τα χρήματα που εξοικονομεί η καθεμιά, προωθώντας την ανταγωνιστικότητα μεταξύ τους, για να επιλεγούν ελεύθερα από περισσότερους γονείς. Ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για ένα πιο φτωχό και διαφοροποιημένο περιεχόμενο σπουδών και αναλυτικό πρόγραμμα.
Οι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε δικαίωμα να αντισταθούν στον ασφυκτικό έλεγχο του νεο-επιθεωρητισμού, όπως διανθίζεται με τα μέτρα και τους δείκτες σύμφωνα με τα πρότυπα της «ελεύθερης αγοράς». Γιατί «ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί να καταπνίξει τη σκέψη του θα γίνει διπλά σκλάβος ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος να μορφώσει άλλους» (Δ. Γληνός). Έχουν χρέος να συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός μορφωτικού κοινωνικού κινήματος που θα διεκδικεί έναν «άλλο» ρόλο για τον εκπαιδευτικό και την εκπαίδευση. Για ένα σχολείο της ολόπλευρης γνώσης και μόρφωσης και όχι των δεξιοτήτων και της προετοιμασίας του φθηνού ευέλικτου εργατικού δυναμικού. Ένα σχολείο που ο εκπαιδευτικός θα εκπληρώνει το ρόλο του ως παιδαγωγός και όχι ως ιμάντας μεταφοράς πληροφοριών και καταγραφέας επιδόσεων.
Ο αγώνας αυτός χρειάζεται να ανοίξει το μέτωπο της αντιπαράθεσης στο σύνολο της αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση, περιλαμβάνοντας όλο το νομοθετικό πλαίσιο της αξιολόγησης και του 4823/21, τις εξετάσεις PISA, την τράπεζα θεμάτων, την ΕΒΕ, να υπερασπίσει τα σωματεία και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, τις απεργίες και τις συλλογικές διαδικασίες απέναντι στο ν. Χατζηδάκη.
* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος στο 3ο ΓΕΛ Κερατσινίου, μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Πειραιά, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
Δημοσίευση σχολίου