Home » , , » Σχολιασμός μιας προκήρυξης και ένα κείμενο του Δ. Κουφοντίνα

Σχολιασμός μιας προκήρυξης και ένα κείμενο του Δ. Κουφοντίνα

Από giorgis , Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009 | 3:27 μ.μ.

Διαβάσαμε την προκήρυξη της «Σέχτας Επαναστατών», που δημοσιεύεται σήμερα στα «ΝΕΑ».

Πριν την σχολιάσουμε να επαναλάβουμε ότι το ένοπλο το θεωρούμε μέρος του κινήματος άσχετα αν δεν συμφωνούμε με την ατομική τρομοκρατία.
Επίσης ότι ότι δεν είναι ότι το καλύτερο να κάνεις κριτική απευθυνόμενος σε άτομα που επέλεξαν να αντισταθούν ένοπλα στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και αυτό είναι πιθανόν να έχει ως συνέπεια «ν΄ αποδεχτούμε το ενδεχόμενο της σύλληψης, ακόμα και της δολοφονίας μας (αφού δεν πρόκειται να παραδοθούμε έτσι απλά...), ως αποτέλεσμα της δράσης μας», όπως γράφουν και οι ίδιοι στην προκήρυξη τους.

Από κει και πέρα όμως δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε τα όσα ανιστόρητα και εκτός τόπου και χρόνου γράφουν.
Λεκτικοί ακροβατισμοί, εκφράσεις που ανακάλυψαν χωρίς κανένα νόημα (π.χ . Επαναστατική Αντιπολιτική) μέχρι την δικαίωση του Φουκογιάμα εντόπισαν αφού μας λένε ότι "Ζούμε λοιπόν «το τέλος των ιδεολογιών» όπως αναφέρει ο Φουκογιάμα".

Τα αστέρια της διανόησης της «Σέχτας Επαναστατών» χαρακτηρίζουν «γραφικές και ξεπερασμένες» τις απόψεις του μαρξισμού-λενινισμού και μας συνιστούν «να επαναπροσδιορίσουμε τη συνείδηση ως το βασικότερο όπλο του ένοπλου αγώνα».

Σε μια ασυνάρτητη γεμάτη πολιτική θολούρα παράγραφο γράφουν: «Απευθυνόμαστε σε όλους αυτούς που έχουν αυτοεξοριστεί απ΄ αυτήν την κοινωνία και τα ψεύτικα αγαθά της για να ανασυνθέσουμε το αντάρτικο πόλης που γύρω του θα συσπειρώνονται άνθρωποι που θα έχουν μια κοινή επαναστατική στράτευση, με αντισυμβατική γλώσσα, με αντιθεσμική πολιτιστική κουλτούρα, με αυτοοργανωμένη διαχείριση και αντισυμβατικό κοινωνικό διάγραμμα οριζόντιων σχέσεων».

«Οι παράνομες επαναστατικές οργανώσεις δεν είναι εργαλεία για τον κόσμο του μέλλοντος αλλά πρόταση ζωής για το σήμερα», τονίζουν στην προκήρυξη τους διαπιστώνοντας ότι «τελειώσαμε με τα ξεπερασμένα οράματα της λαϊκής βάσης και της εργατικής τάξης».

Κι αφού κάνουν αυτές τις βαθυστόχαστες αναλύσεις τους μας λένε ότι: «Ο υπέρτατος σχεδιασμός και το καθήκον ενός αντάρτη πόλης είναι να αποδιοργανώσει το εσωτερικό της χώρας του, να πλήξει την εθνική οικονομία, να κιβδηλώσει την δημόσια εξωτερική εικόνα και να δημιουργήσει διεθνή ανυποληψία, να αποσταθεροποιήσει το σύστημα και να προκαλέσει τον εθνικό διχασμό».

«Από ΄δω και πέρα θα σφραγίσουν τα λόγια μας με δεσμούς αίματος των εχθρών μας», συνεχίζουν και συμπληρώνουν: «Τώρα ξέρετε ποιος έχει σειρά... και η λίστα είναι μεγάλη κουφάλες, θα σας χτυπάμε χωρίς κανένα έλεος. Είναι η μεταφορά του ψυχολογικού και υπαρκτού φόβου στο στρατόπεδο των υπηρεσιών ασφαλείας του κράτους που αντιμάχονται τις δυνάμεις και τους σχηματισμούς της Επανάστασης».

Τα άτομα που απαρτίζουν την «Σέχτα Επαναστατών» πρέπει να ζουν σε μια εικονική πραγματικότητα.

Πώς αλλιώς να εξηγήσεις ότι έχουν φαντασιώσεις ότι με την δράση τους:
«Θα κάνουμε το κράτος ν΄ αποκλείσει τις επικίνδυνες περιοχές, οι μπάτσοι θα περιπολούν μέσα σε τεθωρακισμένα, στρατιώτες θα φυλάνε τις πλατείες, το ένδοξο σύμβολο του Ρarabellum 38 θα ξαναγυρίσει στις διαδηλώσεις ενώ αυτοί θα σπάνε πόρτες στα σπίτια για έρευνες εμείς θα τους σπάμε τα κεφάλια, οι αντάρτικες ομάδες θα οργανώσουν την νύχτα και ολόκληρος ο πληθυσμός των αστικών κέντρων θα συνηθίσει να ζει με τους μαύρους καπνούς στον αέρα απ΄ τις βόμβες και τους εμπρησμούς. Θέλουμε να θέσουμε σε ισχύ την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, τον εμφύλιο επαναστατικό πόλεμο».!!!!

Και επειδή τα μέλη της «Σέχτας Επαναστατών» στην προκήρυξη τους αναφέρονται στον Δημήτρη Κουφοντίνα να τους θυμίσουμε κάποιες απ’ τις απόψεις του: «Αριστερά σημαίνει συνδυασμός ειρηνικών και βίαιων αγώνων … Χρειάζεται πολλή σκέψη πριν από τη δράση και κυρίως να μην παίρνουμε τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα… . Η χώρα δεν βρίσκεται υπό ξένη κατοχή ώστε ο κάθε στρατιώτης του εχθρού να είναι και νόμιμος στόχος. Ούτε βρισκόμαστε σε φάση γενικευμένης επαναστατικής επίθεσης όπου ξεκαθαρίζουν οι ρόλοι».

Με την ευκαιρία θα συνιστούσαμε στα άτομα της «Σέχτας Επαναστατών» να διαβάσουν τις «23 Θέσεις για συζήτηση» που έθεσε ο Δημήτρης Κουφοντίνας για το ζήτημα της ένοπλης βίας. Τις παραθέτουμε. (Είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα "ΚΟΝΤΡΑ")



Δ. Κουφοντίνας: Η γενιά μας έδωσε τη δική της απάντηση στο παλιό ζήτημα της βίας


1. Αυτές είναι μερικές πρώτες σκέψεις συμβολή για την προώθηση του διαλόγου μέσα στους κόλπους του επαναστατικού κινήματος.
Η αναφορά μας είναι η αντάρτικη Αριστερά, ο χώρος του επαναστατικού μαρξισμού. Παράδοσή μας είναι οι παραδόσεις ολόκληρου του επαναστατικού κινήματος και όλων του των πλευρών. Ιστορία μας είναι όλη του η ιστορία. Θέση μας η συνέχιση του αγώνα με τα μέσα που καθορίζει κάθε φορά το κίνημα ανάλογα με τη συγκυρία. Θέση μας η αναγκαιότητα του ένοπλου αγώνα για το πέρασμα στον σοσιαλισμό, αναγκαιότητα την οποία επιβάλλει ο κοινωνικός αντίπαλος. Θέση μας η αναγκαιότητα, για τον σκοπό αυτόν, ενός πολιτικού εργαλείου που θα συναρθρώνει όλες τις συνιστώσες του κινήματος.

2. Σχετικά με την ορολογία: Στη συνέχεια, χρησιμοποιούμε κάποιους όρους, όπως πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση κ.α. που ίσως είναι αδόκιμοι σήμερα. Αυτό γίνεται για λόγους οικονομίας της συζήτησης, επειδή όσοι διαβάζουν αυτές τις γραμμές λίγο-πολύ τους γνωρίζουν, για ιστορικούς λόγους, επειδή αναφερόμαστε σε μια περίοδο όπου είχε γίνει η επεξεργασία και η ανάπτυξή τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται επανεξέτασή τους. Πολλές έννοιες χρειάζεται να επανεξεταστούν και να επανακαθοριστούν.

3. Σχετικά με τις λέξεις: Στον κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό οι λέξεις δεν είναι αθώες, δεν είναι ουδέτερες. Δεν μπορεί στη συζήτηση μέσα στο κίνημα να μιλάμε για «τρομοκρατία», είτε για ατομική τρομοκρατία είτε για αριστερή τρομοκρατία. Δεν ζούμε στη Ρωσία του 1905. Ζούμε στην εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», όπου η λέξη αυτή αποτελεί πολεμική έννοια της κυριαρχίας, βασικό πολιτικοϊδεολογικό της όπλο. Η χρήση της λοιπόν από τη μεριά δυνάμεων του κινήματος μάλλον σε έμμεση δήλωση νομιμοφροσύνης παραπέμπει.

4. Σχετικά με τον όρο «ένοπλο»: Παρότι βολικός και εύκολος, προτιμότερο είναι να αποφεύγεται. Γιατί είναι ασαφής και δημιουργεί σύγχυση. Συγχέεται με τον όρο αυτόν η ένοπλη πάλη με τις συγκεκριμένες μορφές ένοπλης πάλης που έλαβαν χώρα στη μεταπολιτευτική περίοδο.
Συγχέεται ο ένοπλος αγώνας με το αντάρτικο πόλης που είναι μια μέθοδος ένοπλου αγώνα. Επιπλέον, υπονοεί μια μιλιταριστική κατεύθυνση των αντάρτικων οργανώσεων, θεωρώντας δεδομένη τη φετιχοποίηση της βίας από τη μεριά τους. Τέλος, και πολύ σημαντικό, δεν περιλαμβάνει τις τάσεις εκείνες μέσα στο ρεύμα της επαναστατικής βίας που επιλέγουν ως μορφή την παρανομία, έχουν περιεχόμενο την αντιβία, αλλά δεν χρησιμοποιούν όπλα.

5. Από μια πλευρά του κινήματος υποστηρίχτηκε η άποψη ότι δεν μπορούμε να μιλάμε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα για αντάρτικο πόλης. Μάλιστα η άποψη αυτή προχώρησε ακόμη παραπέρα στη θέση ότι δεν υπήρξαν καν ένοπλες οργανώσεις. Η άποψη αυτή δεν αποφεύγει τις συγχύσεις του σημείου (4.) όπως και άλλες ακόμη, βάζει όμως πολλά ζητήματα στα οποία επιβάλλεται να επανέλθουμε, απαντώντας αναλυτικά με άλλη ευκαιρία.

Εδώ θα αναφερθούμε στη (σωστή) αφετηρία της: Πράγματι, στη μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη πύκνωση των ενεργειών, δεν υπήρξε συνεχής κλιμάκωση και ανέβασμα του επιπέδου τους, δεν υπήρξε δράση που να ανταποκρίνεται σε καταστάσεις οξυμένου εμφυλίου πολέμου. Αντίθετα, υπήρξε κατανομή των ψηλού επιπέδου ενεργειών μέσα στο σύνολο της δράσης, εναλλαγή «μικρών» και «μεγάλων» ενεργειών, υπήρξε, για να μην μακρηγορούμε, οικονομία της βίας. Αυτό αποτέλεσε συνειδητή επιλογή η οποία ανταποκρινόταν στις συνθήκες της περιόδου και δεν ήταν θέμα επάρκειας δυνάμεων. (Η άλλη, σωστή, διαπίστωση περί μη διεύρυνσης σε μέλη είναι άλλης τάξης ζήτημα, που θα συζητηθεί άλλοτε, έχει όμως και σχέση με την επιλογή αυτή).

Ετσι, αυστηρά εννοιολογικά μιλώντας, μπορούμε να πούμε για επιλογή παραμονής, κατά κύριο λόγο, στην πρώτη φάση του αντάρτικου, την ένοπλη προπαγάνδα. Ομως, η πρώτη φάση του αντάρτικου είναι κι αυτή αντάρτικο και μάλιστα το «σωστό» αντάρτικο, γιατί ανταποκρίνεται στις πραγματικές ελληνικές συνθήκες. Και φυσικά, υπήρξαν δομημένες οργανώσεις και μάλιστα όχι μόνο δύο. Οι οργανώσεις είναι ζωντανοί οργανισμοί και η μικρότερη είτε μεγαλύτερη χρονική διάρκειά τους δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν.

6. Η γένεση των μεταπολιτευτικών αντάρτικων οργανώσεων είναι ιστορικό φαινόμενο, έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική πραγματικότητα, έχει πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση. Αποτελεί την προσπάθεια μιας γενιάς να δώσει τη δική της απάντηση στο παλιό ερώτημα της πολιτικής βίας, μέσα στις τοτινές συνθήκες, μετά την εξάντληση του τριτοδιεθνιστικού μοντέλου. Και αποτελεί τμήμα των παγκόσμιων αναζητήσεων, καρπό του παγκόσμιου επαναστατικού κύματος εκείνης της εποχής που προκάλεσε επαναστάσεις και εξεγέρσεις, ξεσήκωσε αντάρτικα στην ύπαιθρο και στην πόλη, κυρίως στη Λατινική Αμερική, άλλα και στις μητροπόλεις, ενώ έδωσε νέα πνοή στα, ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, αντάρτικα της Ιρλανδίας και της Βασκίας.

7. Το περιβάλλον των αντάρτικων οργανώσεων είναι το μεγάλο αντιπολιτευτικό ρεύμα λαϊκής και επαναστατικής βίας. Ενα ρεύμα που νομιμοποιείται από τα πρόσφατα ιστορικά γεγονότα και εξελίξεις στη χώρα και τον ρόλο του ιμπεριαλισμού σε αυτές, καθώς και από τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες. Ενα ρεύμα που τροφοδοτείται από τον ριζοσπαστισμό και την ανάπτυξη των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων καθώς και την συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η Αριστερά σε όλο της σχεδόν το εύρος δεν ανταποκρίνεται στον ιστορικό της ρόλο να εκπροσωπήσει αποτελεσματικά τα θύματα της εκμετάλλευσης και καταπίεσης και γι' αυτό είναι ανίκανη να δώσει πολιτική διέξοδο στους αγώνες. Πρόκειται για ένα ρεύμα που αρνείται την αστική νομιμότητα και επιλέγει μη νόμιμες μορφές με περιεχόμενο αντιβίας. Η επιλογή του είναι λογική συνεπαγωγή της θέσης ότι, αφού ο στόχος της αταξικής κοινωνίας υπερβαίνει την αστική νομιμότητα, και τα μέσα θα υπερβαίνουν την νομιμότητα επίσης. Επιδίωξη των συνειδητών δυνάμεων του ρεύματος είναι, μέσω της συνδυασμένης δράσης, η δημιουργία και διεύρυνση χώρων αντιεξουσίας.

8. Το ρεύμα αυτό απορρίπτει την πεπατημένη, του εξαντλημένου ήδη προηγούμενου μοντέλου, πειραματίζεται αναζητώντας νέους δρόμους, τους δικούς του δρόμους, ψάχνει τις δικές του λύσεις στα παλιά άλυτα προβλήματα, δοκιμάζει με φαντασία, πρωτοβουλία και δημιουργικότητα άλλου είδους πρακτικές. Πρόκειται για ένα ρεύμα πολύμορφο και πολυποίκιλο, που το διατρέχουν τάσεις, κάθετα, χωρίς να ταυτίζεται απαραίτητα τάση και οργάνωση, αλλά και οριζόντια. Δεν μπορεί να γίνει τώρα γεωγραφία του ρεύματος. Υπάρχουν γραπτά, σίγουρα λίγα και ελλιπή λόγω της ιδιαιτερότητας του χώρου αλλά και της σύμφυτης απέχθειας κάποιων τάσεων, όπως και συντρόφων όλων λίγο-πολύ των τάσεων, στα κείμενα, αλλά δυστυχώς και στη θεωρία. Υπάρχουν ωστόσο οι πράξεις που οδηγούν σε συμπεράσματα.

9. Πολύ συνοπτικά θα αναφερθώ στην τάση στην οποία ανήκω και στα γενικά χαρακτηριστικά του σχεδίου της, στην καθαρή του μορφή. Εδώ, το αντάρτικο πόλης δεν είναι επιδίωξη αυτή καθαυτήν, δεν επιδιώκεται η βία για τη βία. Η βία δεν είναι απλώς μέσο απόδοσης λαϊκής δικαιοσύνης και τρομοκράτησης των αστών. Στόχος δεν είναι τα σαμποτάζ ή η αντίσταση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Η τάση αυτή έχει σοσιαλιστικό σχέδιο και στρατηγική λαϊκής εξουσίας.

10. Θεωρεί ότι ο ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός θα γίνει μόνο επαναστατικά, αναπόφευκτα με ένοπλο αγώνα, επειδή αυτόν μας τον επιβάλλει ο κοινωνικός αντίπαλος, όπως το έχει δείξει η ιστορία.
Το αντάρτικο πόλης είναι μια μέθοδος ένοπλου αγώνα, μια τακτική που ανάγεται στην αρχή του στρατηγικού σχεδίου του ένοπλου αγώνα. Οταν μιλάμε για ένοπλο λαό δεν εννοούμε απλώς την κατάργηση των ειδικευμένων ένοπλων τμημάτων, αλλά για κατοχή της ισχύος από τους εργαζόμενους, την αποκέντρωσή της, την αυτοδιαχείριση, για διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, μέσα σε ένα γενικό πολιτικό σχέδιο. Μιλάμε για μια πολιτική μορφή που μόνο τα γενικά της χαρακτηριστικά περιγράφουμε, μια πολιτική μορφή, όπως αυτή που κατά τον Μαρξ ανακαλύφθηκε από την Κομμούνα, με την οποία μπορεί να επιτευχθεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας.

11. Ο ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός δεν μπορεί παρά να είναι έργο της κινητοποιημένης και οργανωμένης κοινωνίας. Η δράση του αντάρτικου πόλης δεν μπορεί να νοηθεί σε αντίθεση με τη λαϊκή κινητοποίηση, ανεξάρτητα και αποκομμένα από αυτήν. Αν δεν υπάρχει λαϊκή στήριξη στο αντάρτικο σχέδιο, αναπόφευκτα αυτό οδηγείται στην αποτυχία. Ο αγώνας δεν μπορεί να είναι καθαρά στρατιωτικός. Χρειάζεται να είναι πολιτικοστρατιωτικός.

12. Η ίδια η αντάρτικη οργάνωση προς τα μέσα δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικοστρατιωτική. Να έχει, να προσπαθήσει να έχει και να διατηρήσει, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας που επαγγέλεται. Δεν μπορεί να έχει χαρακτηριστικά εξειδικευμένου καταμερισμού εργασίας, δεν μπορεί να υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτούς που αποφασίζουν και αυτούς που δρουν. Δεν μπορούν να υπάρχουν, όπως έλεγαν οι Ιταλοί σύντροφοι που κάτι ήξεραν παραπάνω, «ιερές αγελάδες».

13. Η αρχική φάση ανάπτυξης του αντάρτικου πόλης στη μεταπολιτευτική περίοδο ξεκινά με βάση την αντίληψη που κωδικοποίησε ο Τσε στη φράση ότι δεν χρειάζεται πάντοτε να περιμένουμε να συγκεντρωθούν όλες οι επαναστατικές συνθήκες, ο επαναστατικός πυρήνας μπορεί να τις δημιουργήσει. Το πρώτο μισό της φράσης λέει ότι χρειάζεται να υπάρχουν κάποιες ελάχιστες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες – οι οποίες υπήρχαν. Το δεύτερο ότι η ίδια η επαναστατική δράση μπορεί να επιταχύνει ή να δημιουργήσει, δρώντας ως καταλύτης, τις συνθήκες που λείπουν: Τόσο τις υποκειμενικές, κυρίως τη συνειδητοποίηση ότι οι ισχυροί δεν είναι άτρωτοι, ότι μπορεί και να ηττηθούν. Οσο και τις αντικειμενικές, κυρίως την όξυνση της κρίσης των από πάνω.

14. Παρένθεση πρώτη. Η αναφορά σε αδρές γραμμές, και στην «καθαρή» του μορφή, στο σχέδιο, τις τάσεις, αποκομμένα από τις άλλες τάσεις του ρεύματος της αντιβίας, όπως και από τις άλλες συνιστώσες του κινήματος, γίνεται για λόγους μεθόδου. Το κίνημα αποτελείται από διάφορες συνιστώσες, με διαφορετικές ιεραρχήσεις και θεματικές, το ζητούμενο είναι η συνάρθρωσή τους μέσα από την ανάπτυξη του αγώνα. Δεν είμαστε το Κόμμα, οι Φωτισμένοι και Εκλεκτοί, ούτε η συσπείρωση των δυνάμεων του κινήματος θα γίνει κάτω απ’ τις φτερούγες μας, ούτε η κοινωνική απελευθέρωση θα είναι αποτέλεσμα της δικής μας δράσης. Ο ανταγωνισμός με τις άλλες δυνάμεις είναι, για την ακρίβεια: είναι απαραίτητο να είναι, έξω απ’ τη λογική μας.

15. Παρένθεση δεύτερη. Μας κατηγορούν για φετιχοποίηση της βίας. Δεν θα ασχοληθούμε τώρα με την κριτική από τη μεριά της «σύγχρονης» Αριστεράς που φετιχοποιεί τη μη βία (για την ακρίβεια: τη νομιμότητα, επειδή και η μη βία εμπεριέχει βία), ούτε από τη μεριά αυτών που περιμένουν τη θαυματουργή, χωρίς καμιά προετοιμασία, εμφάνιση του λαϊκού στρατού τη νύχτα της μεγάλης εφόδου. Οσον αφορά την κριτική από τη μεριά δυνάμεων του επαναστατικού κινήματος, αυτή είναι διπλά άδικη. Πρώτον, γιατί αγνοούν ότι έχουμε ρητά ξεκαθαρίσει ότι η βία δεν είναι πανάκεια, ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις άλλες μορφές πάλης, ότι χρειάζεται συνδυασμός.
Και δεύτερον, γιατί αγνοούν τις προσπάθειες των αντάρτικων οργανώσεων στον «ανοιχτό» λεγόμενο τομέα, τόσο από αντάρτικές οργανώσεις άλλων χωρών, όσο και εδώ. Η κριτική φαίνεται να είναι σωστή όταν περιορίζεται στην πτωτική φάση του αντάρτικου. Τότε όμως το σχέδιο αυτό δεν λειτουργεί πλέον και η πρακτική υπακούει σε άλλη λογική.

16. Το αρχικό στάδιο του αντάρτικου είναι η ένοπλη προπαγάνδα. Διεξάγεται στο συμβολικό πεδίο, σε χαμηλά επίπεδα σύγκρουσης. Αυτό είναι ανεξάρτητο από το «ύψος» των ενεργειών, περισσότερο σημαντικό είναι το «είδος» των ενεργειών και η συγκυρία. Το επίπεδο όξυνσης της σύγκρουσης χρειάζεται να είναι ελεγχόμενο, με την πρωτοβουλία να παραμένει στη δική μας πλευρά, ανάλογο με τις δυνατότητες απάντησης τόσο απ’ τον αντάρτικο πυρήνα όσο και από τη μεριά του κινήματος. Κρίσιμο σημείο είναι να μην υπερβαίνει το επίπεδο κατανόησης για την αναγκαιότητά του από τις λαϊκές δυνάμεις. Επιδίωξη της δράσης είναι το ανέβασμα της ταξικής συνείδησης και λαϊκή κινητοποίηση, το άνοιγμα και η διεύρυνση χώρων αντιεξουσίας, η δημιουργία και ωρίμανση των συνθηκών για την επαναστατική πάλη και τον ένοπλο λαό. Και όχι βέβαια η υποκατάστασή του και η μετατροπή του σε παθητικό θεατή. Θεατή μάλιστα μιας εντεινόμενης και αναπαραγόμενης σύγκρουσης ερήμην του. Σκοπός δεν είναι η δημιουργία μερικών δεκάδων ή έστω εκατοντάδων συνειδητοποιημένων και αποφασισμένων επαναστατών στη βάση μιας μπλανκιστικής λογικής.

17. Το μεταπολιτευτικό αντάρτικο πόλης ακολουθεί τον δικό του ελληνικό δρόμο, με τακτική οικονομίας της βίας, παραμένοντας κατά κύριο λόγο στη φάση της ένοπλης προπαγάνδας.

18. Η χρονική περίοδος της δράσης του είναι αρκετά εκτεταμένη. Στην περίοδο αυτή συντελούνται βαθιές αλλαγές στην τεχνολογία, αλλάζει το παραγωγικό παράδειγμα, ο καπιταλισμός δείχνει απρόσμενη ζωτικότητα. Ακολουθούν αλλαγές στην κοινωνικοθεσμική σφαίρα, αναβαθμίζεται ο ρόλος των ΜΜΕ, διογκώνεται ο καταναλωτισμός, αυξάνεται η ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης. Κυριαρχεί η συναίνεση, εντείνεται η ενσωμάτωση, φθίνουν οι κοινωνικές αντιστάσεις. Καταρρέει το ανατολικό μπλοκ, υποχωρεί το κίνημα παγκόσμια. Το κίνημα μπαίνει σε κατάσταση κρίσης, αδυνατεί να παρακολουθήσει τις αλλαγές, απαντά στα νέα προβλήματα με τις ίδιες παλιές μεθόδους.

19. Η βαθιά αλλαγή του αντικειμενικού πλαισίου όπου δρα και η αντάρτικη ομάδα απαιτεί να γίνει ριζική επανεξέταση του σχεδίου και αναπροσαρμογή της οργανωτικής δομής. Η αδυναμία επανεξέτασης είναι αυτή που καθορίζει την εξέλιξη.

20. Οι αντάρτικές οργανώσεις δεν αποτελούν απομονωμένες και αδιαπέραστες νησίδες σε έναν ωκεανό ενσωμάτωσης, ήττας και παραίτησης. Οι αλλαγές γίνονται αργά, αδιόρατα, μπορεί να εκδηλώνονται με αποστρατείες, μπορεί να εκδηλώνονται αρνητικά σε μια κρίσιμη στιγμή.

21. Γνωρίζαμε ότι μόνο η θέληση και οι επιθυμίες δεν μπορούν να καθορίσουν την κίνηση της κοινωνίας. Αντιλαμβανόμασταν ότι μπροστά στην αποτελεσματική καπιταλιστική αναδιάρθρωση το σχέδιο χρειαζόταν να διαφοροποιηθεί. Υπήρχε ωστόσο η θέληση, αντιλαμβανόμασταν ως ανάγκη, να παραμείνει ένας περιορισμένος έστω χώρος ένοπλης αντιεξουσίας, να παραμείνει ένα μετερίζι ιδεολογικού πολέμου που θα αποκαλύπτει την κρυμμένη ταξική πραγματικότητα, να αναδεικνύεται η ανάγκη και η δυνατότητα πραγματικής δράσης. Να παραμείνει μια συμβολική επαναστατική παρουσία και στους χαλεπούς καιρούς, που να κρατά αναμμένη τη φλόγα.


22. Η δική μας γενιά έδωσε τη δική της απάντηση στο παλιό ζήτημα της πολιτικής βίας. Μένει στη νέα γενιά, αφού αναλύσει και κριτικάρει, να ψάξει, να πειραματιστεί, να βρει τον δικό της δρόμο. Κάθε εμπειρία του κινήματος είναι μια ξεχωριστή εμπειρία και γι' αυτό δεν μπορεί να επαναληφθεί.
Ωστόσο, κάθε ξεχωριστή εμπειρία είναι τμήμα αναπόσπαστο της μεγάλης εμπειρίας του επαναστατικού κινήματος, μέρος της ιστορίας και της συνέχειάς του. Γι' αυτό το κίνημα οφείλει να μελετήσει τις αιτίες που οδηγούν στην εξάντληση της κάθε εμπειρίας, αιτίες που έχουν να κάνουν τόσο με τις αλλαγές στο γενικό πλαίσιο, όσο και με την υστέρηση ανασχεδιασμού. Να μην σταθεί στις εύκολες απαντήσεις, στις μεμονωμένες ατομικές περιπτώσεις, στην αστυνομική αντίληψη της Ιστορίας.

Ατομικές ευθύνες βεβαίως και υπάρχουν· στάσεις ήδη έχουν καταγραφεί, όπως και τα αντίστοιχα πολιτικά αποτελέσματα της κάθε στάσης και θέσης. Ομως αυτά δεν μπορούν να εξηγήσουν τα πράγματα.
Απαιτείται μελέτη των αιτιών που οδήγησαν αναγκαία στην εξάντληση του συγκεκριμένου «μεταπολιτευτικού» μοντέλου αυτής της μεθόδου ένοπλης πάλης. Αιτίες που χρειάζεται να αναζητηθούν, καταρχήν στο γενικό αντικειμενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. Μόνο έτσι θα υπάρχει μια γερή βάση για την ανίχνευση των νέων δρόμων, των νέων απαντήσεων στα παλιά ερωτήματα, που θα παίρνουν υπόψη τις βαθιές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην κοινωνία και θα τολμήσουν τις βαθιές αλλαγές που απαιτούνται στην σκέψη, στις μορφές οργάνωσης και στη δράση.

23. Το κίνημα χρειάζεται να κάνει τους λογαριασμούς του με την ιστορία του. Τμήμα του παρελθόντός του είναι και οι πολιτικοί κρατούμενοι που έγιναν τέτοιοι από τη συμμετοχή τους σε μια μορφή του κινήματος ή επειδή το κράτος τους υπέδειξε ως τέτοιους για να υπηρετήσει τους «αντιτρομοκρατικούς» σχεδιασμούς του. Το ζήτημα των πολιτικών κρατούμενων το κίνημα οφείλει να το αντιμετωπίσει από πολιτική άποψη. Δεν μπορεί παρά να αποτελέσει τμήμα της γενικότερης πολιτικής δουλειάς της κάθε συνιστώσας του. Αλλά και οι ίδιοι οι πολιτικοί κρατούμενοι, όπως και οι πρώην πολιτικοί κρατούμενοι επίσης, οφείλουν να συμμετέχουν στην πολιτική δουλειά. Αν το κίνημα δεν το κάνει, αν και οι ίδιοι οι πολιτικοί κρατούμενοι δεν το κάνουν, θα έχουμε προσφέρει άλλη μια νίκη στον αντίπαλο.
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger