Τον είδα για πρώτη φορά ένα Σάββατο πηγαίνοντας στο συνηθισμένο σουπερ-μάρκετ που πηγαίνω πάντα. Ήταν ένα σώμα σκεπασμένο πίσω από δυο σκουπιδοτενεκέδες που σχημάτιζαν ένα γάμα. Οι άλλες δυο πλευρές από το «σπιτάκι του» ήταν δυο τοίχοι που ανήκαν στο σουπερ-μάρκετ.
Προσπέρασα σκεφτόμενη πως είναι ένας ακόμα άστεγος και η μόνη περιέργειά μου ήταν πως δεν είχα ξαναδεί κάποιον άστεγο στη γειτονιά μου. Δεν μένω στο κέντρο κι ακόμα δεν είχαμε δει ανθρώπους να κοιμούνται στο δρόμο. Σκέφτηκα πως μπορεί να είναι και κάποιος τυχαίος απόκληρος της ζωής που βρήκε μια γωνιά να κοιμηθεί εκεί ένα βράδυ.
Μετά από λίγες μέρες πηγαίνοντας ξανά στο ίδιο σημείο, τον είδα πάλι εκεί. Αυτή τη φορά ήταν ξύπνιος κι εικόνα που είδα μπροστά μου με άφησε άφωνη. Ήταν ένας άνθρωπος περίπου στα 55, καλοβαλμένος, φόραγε ένα τζιν κι ένα πουλόβερ πεντακάθαρα, φρεσκοξυρισμένος και φρεσκολουσμένος, είχε κάνει ένα καφάσι καρέκλα και καθόταν εκεί πίσω από τους σκουπιδοτενεκέδες πίνοντας ένα καφέ και διαβάζοντας μια εφημερίδα.
Έριξα μια ματιά γρήγορη στο σπιτάκι του και είδα πως σε μια γωνιά ήταν ένα άλλο καφάσι που επάνω είχε ένα καμινέτο, δυο δοχεία (πιθανά ζάχαρη και καφέ) ένα μπρίκι, λίγο πιο εκεί ήταν μια βαλίτσα και λίγο πιο εκεί μια μεγάλη κούτα γεμάτη βιβλία. Ναι αυτό ήταν πρωτόγνωρο. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος? Τι έκανε εκεί? Για μια στιγμή γοητεύτηκα. Ήθελα να πιστεύω πως είναι ένας μποέμ τύπος που έφτυσε τους πάντες και τα πάντα και του αρέσει να είναι ελεύθερος. Κι έχει πάρει μαζί του ότι χρειαζόταν τίποτα περισσότερο.
Άρχισα να φτιάχνω ένα παραμύθι στο μυαλό μου που το γούσταρα πολύ, έβλεπα έναν άστεγο που κοιμάται στους σκουπιδοτενεκέδες και δεν μου ενέπνεε κανένα συναίσθημα μιζέριας. Ήταν τόσο αρχοντικός και διαφορετικός στην όψη από ότι είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε.
Η προσγείωση έγινε όταν έμαθα από τη γειτονιά ποιος ήταν. Τραπεζικό θύμα. Χωρίς σπίτι πια, με μια επιχείρηση που έβαλε λουκέτο, με μια σύζυγο και παιδιά που τράβηξαν για αλλού μετά το φαλιμέντο. Δυο χρόνια άνεργος πλέον, κάποιος που τα είχε χάσει όλα αλλά όχι τη δύναμή του να ζει. Δεν είχε σαλτάρει από κανένα μπαλκόνι, δεν είχε κλέψει, δεν είχε σκοτώσει. Όπως το είχα φανταστεί είχε πάρει ότι στη ζωή του ήταν απαραίτητο ακόμα για να ζήσει. Ένα στρώμα, ένα καμινέτο, ένα μπρίκι, τα βιβλία του και μια βαλίτσα με μερικά ρούχα.
Ήταν πεντακάθαρος, φρεσκοξυρισμένος και καλοβαλμένος ακόμα γιατί υπήρχαν δυο τρεις φίλοι που του παραχωρούσαν το μπάνιο τους όταν είχε ανάγκη και τον φίλευαν ένα κουτί καφέ, ζάχαρη κι ένα πιάτο φαί. Του είχαν προτείνει να του δώσουν κι ένα δωμάτιο να μείνει αλλά η περηφάνια του δεν τον άφηνε. Ήδη το κέρασμα τον έκανε να ντρέπεται. Ίσως το προηγούμενό του σπίτι να ήταν κάποια άλλη γωνία πιο εκεί δεν ξέρω.
Κάποια στιγμή δεν τον είδα πια. Μπορεί το σουπερ-μάρκετ να του έκανε... έξωση...
Ίσως βρέθηκε τελικά με άλλες άστεγες ψυχές στο φυσικό τους χώρο, το κέντρο της μεγάλης πόλης. Εκεί που όλα χωράνε κι όλα αλέθονται. Εκεί που υπάρχει το περιθώριο των σελίδων της «καθώς πρέπει» ζωής.
Αυτό που μου έμεινε βαθιά μέσα μου ήταν πως αυτός ο άνθρωπος που ποτέ δεν έμαθα το όνομά του, ήταν προάγγελος χιλιάδων άλλων που θα ακολουθήσουν πολύ συντομότερα από ότι πιστεύουμε. Ζωές που θα ανατραπούν σε μια νύχτα. Άνθρωποι που θα ξυπνήσουν από το μαλακό στρωματάκι τους στα σκαλιά κάποιας πλατείας. Άνθρωποι που θα ακουμπάνε το καφέ τους πάνω σε ένα καφάσι σουπερ μάρκετ και θα προστατεύονται από ένα σκουπιδοτενεκέ που μέχρι πρότινος δεν πλησίαζαν γιατί βρώμαγε...
Οι περισσότεροι από εμάς δεν ξέρουμε καν τι θα πει εξαθλίωση. Τι θα πει πείνα. Τι θα πει να σβήνεις αβοήθητος, να μην έχεις ελπίδα καμιά. Δεν χωράει στο μυαλό της πλειοψηφίας η εικόνα του κάτοικου του πεζοδρομίου να παίρνει τη δική τους μορφή. Ίσως και γι΄αυτό δεν φοβούνται όσο θα έπρεπε. Ακούμε γύρω μας λέξεις. Απλά λέξεις. Άνεργος, άστεγος, απελπισμένος, όλα αυτά τα «α» είναι για πολλούς λέξεις. Για άλλους η πραγματικότητα.
Η μεγάλη μάζα μέχρι πρόσφατα ήταν παρθένα , μόλις τώρα τη ξεπαρθενιάζουν, μόλις τώρα τη γκαστρώνουν με όλα αυτά που τόσα χρόνια τα ήξερε μόνο σαν....λέξεις.
Εκείνο το περιθώριο το ακυβέρνητο και αόρατο στον υπόλοιπο κόσμο, έχει δικούς του κανόνες και δοκιμασίες για σάρκες διαφορετικής αντοχής, για μυαλά άλλης διάστασης, για ψυχές που κατοικούν σε άγνωστα κελιά. Πόσοι είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε πίσω από το σκουπιδοτενεκέ, πόσοι μπορούμε να περάσουμε μια παγερή νύχτα στο δρόμο σκεπασμένοι με χαρτόκουτα? Πόσοι μπορούμε να επιβιώσουμε από το τίποτα?
Πρέπει να ομολογήσω πως πολλές εικόνες ανθρώπων περιθωριακών που γνώρισα στη ζωή μου, μου έχουν μείνει για πάντα, γιατί η εικόνα τους με κράταγε ξύπνια. Πολλές φορές μάλιστα, κοιτάζοντας χιλιάδες ανθρώπους κούφιους, τρελαμένους μέσα στο καθωσπρεπισμό τους με χιλιάδες παραμύθια να στολίζουν ένα κόσμο παραφουσκωμένο με ψέματα, ανθρώπους πεθαμένους στην ουσία αλλά που νόμιζαν πως είναι ζωντανοί, ένοιωθα μια περίεργη οικειότητα με εκείνες τις άλλες τις χαμένες ψυχές κι όταν πλησίαζα είδα πολλές φορές πως αυτές οι ψυχές δεν ήταν χαμένες αλλά ελεύθερες επί τέλους....
Δεν φοβάμαι να κοιμηθώ σε ένα παγκάκι αν χρειαστεί, ούτε να τυλιχτώ με ένα χαρτόκουτο αν κάνει κρύο, έχω αφήσει εδώ και χρόνια την αντίληψη πως είμαι η κορωνίδα της δημιουργίας, το κέντρο του κόσμου, εκείνη που τα δικαιούται όλα και δεν υποχρεώνεται για τίποτα σε κάποιο σκουπιδοτενεκέ μια νύχτα που κατάλαβα γιατί τα ρούχα με στένευαν τόσο πολύ ενώ τα είχα πληρώσει τόσο ακριβά, αλλά σας λέω πως χιλιάδες άνθρωποι δεν θα μπορέσουν να το κάνουν. Θα πεθάνουν πριν καν το σκεφτούν. Θα γεμίσουν τρόμο εκεί έξω στη νύχτα. Χιλιάδες παιδιά θα γίνουν έρμαια ανώμαλων καταστάσεων και χιλιάδες καθώς πρέπει πολίτες θα γίνουν χειρότερα θηρία κι από εκείνα που είχαν μάθει να φοβούνται...
Δεν τον θέλετε αυτό το κόσμο. Δεν είναι κινηματογραφικό παραμύθι όπου ο καλός επιβιώνει πολεμώντας δαίμονες κι αγγέλους. Στην αληθινή νύχτα του πολιτισμού που καταρρέει, του πολιτισμού που μένει χωρίς είδωλα, χωρίς θεούς, και μετράει τι ήταν τελικά αληθινό κάτω από τα εφήμερα φτιασίδια , κρύβεται το κακό στην αυθεντική του μορφή. Εκείνο που υπάρχει χωρίς δικαιολογίες και περιστάσεις. Εκεί πηδάνε κωλόγεροι παιδάκια αμούστακα, εκεί μανάδες βγάζουν στο σφυρί τις κόρες, εκεί μαχαιρώνονται για μια στάλα πρέζα, εκεί αμούστακα παιδιά σκοτώνουν για δυο μπίρες, εκεί ξενυχτάει όλη η διαστροφή και η στυγνότητα της ανθρώπινης φύσης. Υπάρχουν κι οι άγγελοι της νύχτας, λίγοι, διασκορπισμένοι, μια τελευταία ελπίδα για το όνειρο που χάνεται στα σκατά αλλά δεν μπορούν να τους βοηθήσουν όλους...
Αυτός είναι ο κόσμος που θα δώσουν σαν εναλλακτική στις στρατιές των δυστυχισμένων που ετοιμάζουν.
Πολλά από αυτά τα κτήνη, μπορούν να νοιώσουν ηδονή μόνο αν δουν τα πλήθη να σέρνονται για να τα κοιτάνε από το ρετιρέ του ουρανοξύστη τους. Η επέκταση της δυστυχίας μας είναι η προέκταση της κενότητάς τους. Κρίμα σε εκείνους τους ενδιάμεσους που συνδιαλέγονται με τα θηρία και δεν έχουν πάρει χαμπάρι τι κρύβεται πίσω από τη μάσκα. Γιατί πιστεύω πως είναι πολλοί που νομίζουν πως τα πράγματα είναι όπως ήταν πέρυσι ή πριν πέντε ή δέκα χρόνια. Δεν έχουν πάρει χαμπάρι ούτε ποιους εξυπηρετούν ούτε που θα τη φτάσουν την ανθρωπότητα.
Υπάρχουν αγαθιάρηδες τεχνοκράτες που νομίζουν ακόμα πως το παιχνίδι είναι απλά πολιτικο-οικονομικό. Δεν είναι. Τώρα πια είναι όλοι οι αρχέγονοι φόβοι του ανθρώπου θα γίνουν πραγματικότητα. Δεν είναι η πρώτη φορά που θα συμβεί πάνω στη γη κανείς όμως δεν ξέρει αν θα είναι η τελευταία...
Αλλά όλο αυτό δεν θέλετε να το ζήσετε. Ανασυνταχθείτε σύντομα γιατί ούτε μπορεί καν να υποπτευθεί το μυαλό των «ανεπτυγμένων και φιλήσυχων πολιτών» πόσο βαθιά μπορεί να είναι η τρύπα του λαγού.
Εγώ φρόντισα να μην ξεχάσω κάτι που διηγιόταν η μάνα μου.
«Κι ήταν τόση η πείνα μου που πόναγα φριχτά. Δίπλα μου είχα σωριαστεί μερικά κορμιά σκελετωμένα και τους παίρνανε οι σκουπιδιάρηδες. Και τότε είδα μια σταφίδα κολλημένη στο δρόμο. Κι έσκυψα τη ξεκόλλησα και την έφαγα. Ήταν η τυχερή μου μέρα, γιατί με μια κολλημένη σταφίδα ίσως κρατιόμουν άλλη μια μέρα ζωντανή» (Δεκέμβρης του 41, Αθήνα)
Φρόντισα επίσης να θυμάμαι και κάτι άλλο. Ήμουν πολύ νέα και άκουσα μια συζήτηση από δυο μεσήλικες κύριους στο διπλανό τραπέζι σε ένα καφέ. Είχαν ακούσει πως μίλαγα άλλη γλώσσα και νόμιζαν πως δεν καταλαβαίνω τη δικιά τους. Πέρναγαν κάτι μικρά κοριτσάκια (του δημοτικού πιθανότατα) και εντελώς φυσικά ο ένας γύρισε και είπε στον άλλον... «να γαμάς τέτοιο κωλαράκι ε?» και χασκογέλασαν.
Θυμάμαι πάντα πως ίσως κάποια στιγμή χρειαστεί να φάω σκατά για να επιβιώσω.
Και το σπουδαιότερο θυμάμαι πάντα πως μέσα μου δεν θα υπάρξει κανένας οίκτος όταν θα χρειαστεί να πατήσω κάτω εκείνους τους δυο που έπιναν το καφεδάκι αμέριμνοι.
Όλοι οι άνθρωποι στρατιώτες είμαστε. Από την ώρα που γεννιόμαστε. Απλά υπάρχουν εποχές που είμαστε στα μετόπισθεν και άλλες που χρειάζεται να περάσουμε στη πρώτη γραμμή. Αλίμονο σε εκείνους που πίστεψαν πως ο πόλεμος έχει τελειώσει.
(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πράγματα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική....)
Αναδημοσίευση από vasiliskos2.blogspot.com
Προσπέρασα σκεφτόμενη πως είναι ένας ακόμα άστεγος και η μόνη περιέργειά μου ήταν πως δεν είχα ξαναδεί κάποιον άστεγο στη γειτονιά μου. Δεν μένω στο κέντρο κι ακόμα δεν είχαμε δει ανθρώπους να κοιμούνται στο δρόμο. Σκέφτηκα πως μπορεί να είναι και κάποιος τυχαίος απόκληρος της ζωής που βρήκε μια γωνιά να κοιμηθεί εκεί ένα βράδυ.
Μετά από λίγες μέρες πηγαίνοντας ξανά στο ίδιο σημείο, τον είδα πάλι εκεί. Αυτή τη φορά ήταν ξύπνιος κι εικόνα που είδα μπροστά μου με άφησε άφωνη. Ήταν ένας άνθρωπος περίπου στα 55, καλοβαλμένος, φόραγε ένα τζιν κι ένα πουλόβερ πεντακάθαρα, φρεσκοξυρισμένος και φρεσκολουσμένος, είχε κάνει ένα καφάσι καρέκλα και καθόταν εκεί πίσω από τους σκουπιδοτενεκέδες πίνοντας ένα καφέ και διαβάζοντας μια εφημερίδα.
Έριξα μια ματιά γρήγορη στο σπιτάκι του και είδα πως σε μια γωνιά ήταν ένα άλλο καφάσι που επάνω είχε ένα καμινέτο, δυο δοχεία (πιθανά ζάχαρη και καφέ) ένα μπρίκι, λίγο πιο εκεί ήταν μια βαλίτσα και λίγο πιο εκεί μια μεγάλη κούτα γεμάτη βιβλία. Ναι αυτό ήταν πρωτόγνωρο. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος? Τι έκανε εκεί? Για μια στιγμή γοητεύτηκα. Ήθελα να πιστεύω πως είναι ένας μποέμ τύπος που έφτυσε τους πάντες και τα πάντα και του αρέσει να είναι ελεύθερος. Κι έχει πάρει μαζί του ότι χρειαζόταν τίποτα περισσότερο.
Άρχισα να φτιάχνω ένα παραμύθι στο μυαλό μου που το γούσταρα πολύ, έβλεπα έναν άστεγο που κοιμάται στους σκουπιδοτενεκέδες και δεν μου ενέπνεε κανένα συναίσθημα μιζέριας. Ήταν τόσο αρχοντικός και διαφορετικός στην όψη από ότι είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε.
Η προσγείωση έγινε όταν έμαθα από τη γειτονιά ποιος ήταν. Τραπεζικό θύμα. Χωρίς σπίτι πια, με μια επιχείρηση που έβαλε λουκέτο, με μια σύζυγο και παιδιά που τράβηξαν για αλλού μετά το φαλιμέντο. Δυο χρόνια άνεργος πλέον, κάποιος που τα είχε χάσει όλα αλλά όχι τη δύναμή του να ζει. Δεν είχε σαλτάρει από κανένα μπαλκόνι, δεν είχε κλέψει, δεν είχε σκοτώσει. Όπως το είχα φανταστεί είχε πάρει ότι στη ζωή του ήταν απαραίτητο ακόμα για να ζήσει. Ένα στρώμα, ένα καμινέτο, ένα μπρίκι, τα βιβλία του και μια βαλίτσα με μερικά ρούχα.
Ήταν πεντακάθαρος, φρεσκοξυρισμένος και καλοβαλμένος ακόμα γιατί υπήρχαν δυο τρεις φίλοι που του παραχωρούσαν το μπάνιο τους όταν είχε ανάγκη και τον φίλευαν ένα κουτί καφέ, ζάχαρη κι ένα πιάτο φαί. Του είχαν προτείνει να του δώσουν κι ένα δωμάτιο να μείνει αλλά η περηφάνια του δεν τον άφηνε. Ήδη το κέρασμα τον έκανε να ντρέπεται. Ίσως το προηγούμενό του σπίτι να ήταν κάποια άλλη γωνία πιο εκεί δεν ξέρω.
Κάποια στιγμή δεν τον είδα πια. Μπορεί το σουπερ-μάρκετ να του έκανε... έξωση...
Ίσως βρέθηκε τελικά με άλλες άστεγες ψυχές στο φυσικό τους χώρο, το κέντρο της μεγάλης πόλης. Εκεί που όλα χωράνε κι όλα αλέθονται. Εκεί που υπάρχει το περιθώριο των σελίδων της «καθώς πρέπει» ζωής.
Αυτό που μου έμεινε βαθιά μέσα μου ήταν πως αυτός ο άνθρωπος που ποτέ δεν έμαθα το όνομά του, ήταν προάγγελος χιλιάδων άλλων που θα ακολουθήσουν πολύ συντομότερα από ότι πιστεύουμε. Ζωές που θα ανατραπούν σε μια νύχτα. Άνθρωποι που θα ξυπνήσουν από το μαλακό στρωματάκι τους στα σκαλιά κάποιας πλατείας. Άνθρωποι που θα ακουμπάνε το καφέ τους πάνω σε ένα καφάσι σουπερ μάρκετ και θα προστατεύονται από ένα σκουπιδοτενεκέ που μέχρι πρότινος δεν πλησίαζαν γιατί βρώμαγε...
Οι περισσότεροι από εμάς δεν ξέρουμε καν τι θα πει εξαθλίωση. Τι θα πει πείνα. Τι θα πει να σβήνεις αβοήθητος, να μην έχεις ελπίδα καμιά. Δεν χωράει στο μυαλό της πλειοψηφίας η εικόνα του κάτοικου του πεζοδρομίου να παίρνει τη δική τους μορφή. Ίσως και γι΄αυτό δεν φοβούνται όσο θα έπρεπε. Ακούμε γύρω μας λέξεις. Απλά λέξεις. Άνεργος, άστεγος, απελπισμένος, όλα αυτά τα «α» είναι για πολλούς λέξεις. Για άλλους η πραγματικότητα.
Η μεγάλη μάζα μέχρι πρόσφατα ήταν παρθένα , μόλις τώρα τη ξεπαρθενιάζουν, μόλις τώρα τη γκαστρώνουν με όλα αυτά που τόσα χρόνια τα ήξερε μόνο σαν....λέξεις.
Εκείνο το περιθώριο το ακυβέρνητο και αόρατο στον υπόλοιπο κόσμο, έχει δικούς του κανόνες και δοκιμασίες για σάρκες διαφορετικής αντοχής, για μυαλά άλλης διάστασης, για ψυχές που κατοικούν σε άγνωστα κελιά. Πόσοι είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε πίσω από το σκουπιδοτενεκέ, πόσοι μπορούμε να περάσουμε μια παγερή νύχτα στο δρόμο σκεπασμένοι με χαρτόκουτα? Πόσοι μπορούμε να επιβιώσουμε από το τίποτα?
Πρέπει να ομολογήσω πως πολλές εικόνες ανθρώπων περιθωριακών που γνώρισα στη ζωή μου, μου έχουν μείνει για πάντα, γιατί η εικόνα τους με κράταγε ξύπνια. Πολλές φορές μάλιστα, κοιτάζοντας χιλιάδες ανθρώπους κούφιους, τρελαμένους μέσα στο καθωσπρεπισμό τους με χιλιάδες παραμύθια να στολίζουν ένα κόσμο παραφουσκωμένο με ψέματα, ανθρώπους πεθαμένους στην ουσία αλλά που νόμιζαν πως είναι ζωντανοί, ένοιωθα μια περίεργη οικειότητα με εκείνες τις άλλες τις χαμένες ψυχές κι όταν πλησίαζα είδα πολλές φορές πως αυτές οι ψυχές δεν ήταν χαμένες αλλά ελεύθερες επί τέλους....
Δεν φοβάμαι να κοιμηθώ σε ένα παγκάκι αν χρειαστεί, ούτε να τυλιχτώ με ένα χαρτόκουτο αν κάνει κρύο, έχω αφήσει εδώ και χρόνια την αντίληψη πως είμαι η κορωνίδα της δημιουργίας, το κέντρο του κόσμου, εκείνη που τα δικαιούται όλα και δεν υποχρεώνεται για τίποτα σε κάποιο σκουπιδοτενεκέ μια νύχτα που κατάλαβα γιατί τα ρούχα με στένευαν τόσο πολύ ενώ τα είχα πληρώσει τόσο ακριβά, αλλά σας λέω πως χιλιάδες άνθρωποι δεν θα μπορέσουν να το κάνουν. Θα πεθάνουν πριν καν το σκεφτούν. Θα γεμίσουν τρόμο εκεί έξω στη νύχτα. Χιλιάδες παιδιά θα γίνουν έρμαια ανώμαλων καταστάσεων και χιλιάδες καθώς πρέπει πολίτες θα γίνουν χειρότερα θηρία κι από εκείνα που είχαν μάθει να φοβούνται...
Δεν τον θέλετε αυτό το κόσμο. Δεν είναι κινηματογραφικό παραμύθι όπου ο καλός επιβιώνει πολεμώντας δαίμονες κι αγγέλους. Στην αληθινή νύχτα του πολιτισμού που καταρρέει, του πολιτισμού που μένει χωρίς είδωλα, χωρίς θεούς, και μετράει τι ήταν τελικά αληθινό κάτω από τα εφήμερα φτιασίδια , κρύβεται το κακό στην αυθεντική του μορφή. Εκείνο που υπάρχει χωρίς δικαιολογίες και περιστάσεις. Εκεί πηδάνε κωλόγεροι παιδάκια αμούστακα, εκεί μανάδες βγάζουν στο σφυρί τις κόρες, εκεί μαχαιρώνονται για μια στάλα πρέζα, εκεί αμούστακα παιδιά σκοτώνουν για δυο μπίρες, εκεί ξενυχτάει όλη η διαστροφή και η στυγνότητα της ανθρώπινης φύσης. Υπάρχουν κι οι άγγελοι της νύχτας, λίγοι, διασκορπισμένοι, μια τελευταία ελπίδα για το όνειρο που χάνεται στα σκατά αλλά δεν μπορούν να τους βοηθήσουν όλους...
Αυτός είναι ο κόσμος που θα δώσουν σαν εναλλακτική στις στρατιές των δυστυχισμένων που ετοιμάζουν.
Πολλά από αυτά τα κτήνη, μπορούν να νοιώσουν ηδονή μόνο αν δουν τα πλήθη να σέρνονται για να τα κοιτάνε από το ρετιρέ του ουρανοξύστη τους. Η επέκταση της δυστυχίας μας είναι η προέκταση της κενότητάς τους. Κρίμα σε εκείνους τους ενδιάμεσους που συνδιαλέγονται με τα θηρία και δεν έχουν πάρει χαμπάρι τι κρύβεται πίσω από τη μάσκα. Γιατί πιστεύω πως είναι πολλοί που νομίζουν πως τα πράγματα είναι όπως ήταν πέρυσι ή πριν πέντε ή δέκα χρόνια. Δεν έχουν πάρει χαμπάρι ούτε ποιους εξυπηρετούν ούτε που θα τη φτάσουν την ανθρωπότητα.
Υπάρχουν αγαθιάρηδες τεχνοκράτες που νομίζουν ακόμα πως το παιχνίδι είναι απλά πολιτικο-οικονομικό. Δεν είναι. Τώρα πια είναι όλοι οι αρχέγονοι φόβοι του ανθρώπου θα γίνουν πραγματικότητα. Δεν είναι η πρώτη φορά που θα συμβεί πάνω στη γη κανείς όμως δεν ξέρει αν θα είναι η τελευταία...
Αλλά όλο αυτό δεν θέλετε να το ζήσετε. Ανασυνταχθείτε σύντομα γιατί ούτε μπορεί καν να υποπτευθεί το μυαλό των «ανεπτυγμένων και φιλήσυχων πολιτών» πόσο βαθιά μπορεί να είναι η τρύπα του λαγού.
Εγώ φρόντισα να μην ξεχάσω κάτι που διηγιόταν η μάνα μου.
«Κι ήταν τόση η πείνα μου που πόναγα φριχτά. Δίπλα μου είχα σωριαστεί μερικά κορμιά σκελετωμένα και τους παίρνανε οι σκουπιδιάρηδες. Και τότε είδα μια σταφίδα κολλημένη στο δρόμο. Κι έσκυψα τη ξεκόλλησα και την έφαγα. Ήταν η τυχερή μου μέρα, γιατί με μια κολλημένη σταφίδα ίσως κρατιόμουν άλλη μια μέρα ζωντανή» (Δεκέμβρης του 41, Αθήνα)
Φρόντισα επίσης να θυμάμαι και κάτι άλλο. Ήμουν πολύ νέα και άκουσα μια συζήτηση από δυο μεσήλικες κύριους στο διπλανό τραπέζι σε ένα καφέ. Είχαν ακούσει πως μίλαγα άλλη γλώσσα και νόμιζαν πως δεν καταλαβαίνω τη δικιά τους. Πέρναγαν κάτι μικρά κοριτσάκια (του δημοτικού πιθανότατα) και εντελώς φυσικά ο ένας γύρισε και είπε στον άλλον... «να γαμάς τέτοιο κωλαράκι ε?» και χασκογέλασαν.
Θυμάμαι πάντα πως ίσως κάποια στιγμή χρειαστεί να φάω σκατά για να επιβιώσω.
Και το σπουδαιότερο θυμάμαι πάντα πως μέσα μου δεν θα υπάρξει κανένας οίκτος όταν θα χρειαστεί να πατήσω κάτω εκείνους τους δυο που έπιναν το καφεδάκι αμέριμνοι.
Όλοι οι άνθρωποι στρατιώτες είμαστε. Από την ώρα που γεννιόμαστε. Απλά υπάρχουν εποχές που είμαστε στα μετόπισθεν και άλλες που χρειάζεται να περάσουμε στη πρώτη γραμμή. Αλίμονο σε εκείνους που πίστεψαν πως ο πόλεμος έχει τελειώσει.
(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πράγματα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική....)
Αναδημοσίευση από vasiliskos2.blogspot.com
Δημοσίευση σχολίου