Είμαι τα πρησμένα πόδια
της κοπέλας στο αλαντοπωλείο
Το δαρμένο απ’ τ’ αγιάζι
κορμί του εργάτη στη σκαλωσιά
Ένας μετατοπισμένος σπόνδυλος
στην πλάτη του αχθοφόρου
Δική μου η κούφια ανάσα
που παίρνουν τα σακάτικα πλεμόνια
του μαρμαρά και του μεταλλωρύχου
Τα φλογισμένα απ’ τη νύστα
μάτια του πατέρα μου,
που ανοίγουν πριν το ξυπνητήρι
από άγχος μην αργήσει στο γραφείο
Το βουβό κλάμα της κόρης μου
που κρυφοκαταπίνει τους λυγμούς της,
σαν τις προσβολές και τις ταπεινώσεις
του προϊσταμένου της στη βάρδια
Ενοχλεί τα ρουθούνια μου
η τσιγαρίλα στα μαλιά της σερβιτόρας,
και τα καίει η χλωρίνη
του κουβά της καθαρίστριας
Βυθίζω το κεφάλι μου
στη μαζεμένη πάπια της νοσοκόμας,
και το λούζω με καυσαέρια
πάνω σε μηχανάκι διανομέα
Και φτάνει. Ναι φτάνει!
να σταθώ μπροστά στον καθρέπτη μου,
και να χαθώ μέσα στον αντικατοπτρισμό
της νόμιμης, της ηθικής εργασίας μου
Για να γεμίσουν τα φρύδια μου
με χώμα από τη γη του Σουρινάμ
Αυτή που κάνει μια χαψιά
ολάκερο το κορμί του άντρα,
που βουτάει στα σπλάχνα της
για τα διαμάντια του αποικιοκράτη
Φρικτά τσούζουν τα σκέλια μου
σαν αυτά της εργάτριας του σεξ,
μετά από ακόμα μια νύχτα στη δουλειά
Κόμπος σφίγγει το λαιμό μου
καθώς σέρνω τα πόδια μου στο χαλί
που κομποδέσαν παιδικά δαχτυλάκια
Με σκάγια είναι γεμάτο
το είδωλο του κορμιού μου στον καθρέπτη
Σπορά από το μολύβι,
σωστό ξέρασμα της κάνης του τσιφλικά
πάνω στο τυραννισμένο μετανάστη
Και κάθε φορά που ανοίγω τον υπολογιστή,
σκιάζομαι από αυτή τη μαύρη σκιά
που βουτάει απ’ το παράθυρο μου στο κενό
όπως οι εσώκλειστοι στα ψηφιακά κολαστήρια της Κίνας
Αυτά είμαι λοιπόν, αυτά και άλλα τόσα
και πως αλήθεια να βρω τρόπο
να συγκρατήσω τα δάκρυα μου
που σαν ποτάμια ανεξέλεγκτα
κατακλύζουν τα μάτια μου
Δάκρυα!δάκρυα!δάκρυα!
Σαν αυτά που εσυ χύνεις
για τους απολυμένους, τους ανέργους
Σταμάτα πια να κλαίς για τους ανέργους τιποτένιε!
Βουρκώνουν άθλιε τα μάτια σου
για το δράμμα των πεθαμένων,
και μένουν ερμητικά κλειστά
μπροστά σε αυτό των ζωντανών
Στα δικά σου δάκρυα
βουτάνε την εργασία οι εκμεταλλευτές σου,
προκειμένου να τη βαφτίσουν κοινωνικό αγαθό
Δες γύρω σου
τη δυστυχία των μισθωτών σκλάβων,
και αφουγκράσου
τη ρημαγμένη των δούλων κοινωνία
πρωτού υμνήσεις την εργατικότητα
Πήγαινε να βρείς τον τραγόπαππα
που με δόλο σου είπε
ότι η αργία είναι η μητέρα κάθε κακίας,
και φώναξε μέσα στο αυτί του
μέχρι να του ματώσεις το τύμπανο
Η αργία είναι η μητέρα κάθε απόλαυσης!
Η αργία είναι η μητέρα κάθε απόλαυσης!
Ράψε πια το άκριτο στόμα σου
που παπαγαλίζει αδιάκοπα τα εμέσματα των εκμεταλλευτών σου,
πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή,
πως πρέπει να σέβεσαι το ψωμί που τρώς,
και πως δε δαγκώνεις το χέρι που σε ταϊζει
Το κόβεις απ’ τη μασχάλη!
Το κόβεις απ’ τη μασχάλη!
Θαυμάζεις ανόητε την πειθαρχία,
την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία
Ότι δηλαδή χρειάζεται,
προκειμένου να διαιωνίζεται το χάλι σου
Κάθε σου λέξη και καρφί,
κάθε σου σκέψη και δηλητήριο
για το βασανισμένο αδερφό σου
Αλλά κι’ εσυ επαναστάτη της αριστεράς,
των κινημάτων μαχητή και της φωτιάς συντρόφι,
‘ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ’ γράφουν τα πανό σου,
εκεί που κάποτε έγραφαν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Και ξεχνάς, ναι ξεχνάς!
πως από το ‘Η εργασία απελευθερώνει’ του Άουσβιτς,
μέχρι το σταχανοβισμό των κολχόζ,
είναι μισό τσιγάρο δρόμος
Ξεχνάς πως η σκληρή δουλειά
είναι η τροφή και το στήριγμα κάθε τυραννίας
Η λήθη φίλε μου,
η λήθη και η καταραμένη λησμονιά,
είναι η πρώτη προϋπόθεση
για να συνεχίζεται η βρωμιά,
η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο
Στέρησε τους τη λήθη!
Βάλε μπροστά της ενα άλφα στερητικό,
κλείστο σε κύκλο πύρινο και πολέμα
Πολέμα για την αλήθεια ρε!
Π. (αναγνώστης του blog)
της κοπέλας στο αλαντοπωλείο
Το δαρμένο απ’ τ’ αγιάζι
κορμί του εργάτη στη σκαλωσιά
Ένας μετατοπισμένος σπόνδυλος
στην πλάτη του αχθοφόρου
Δική μου η κούφια ανάσα
που παίρνουν τα σακάτικα πλεμόνια
του μαρμαρά και του μεταλλωρύχου
Τα φλογισμένα απ’ τη νύστα
μάτια του πατέρα μου,
που ανοίγουν πριν το ξυπνητήρι
από άγχος μην αργήσει στο γραφείο
Το βουβό κλάμα της κόρης μου
που κρυφοκαταπίνει τους λυγμούς της,
σαν τις προσβολές και τις ταπεινώσεις
του προϊσταμένου της στη βάρδια
Ενοχλεί τα ρουθούνια μου
η τσιγαρίλα στα μαλιά της σερβιτόρας,
και τα καίει η χλωρίνη
του κουβά της καθαρίστριας
Βυθίζω το κεφάλι μου
στη μαζεμένη πάπια της νοσοκόμας,
και το λούζω με καυσαέρια
πάνω σε μηχανάκι διανομέα
Και φτάνει. Ναι φτάνει!
να σταθώ μπροστά στον καθρέπτη μου,
και να χαθώ μέσα στον αντικατοπτρισμό
της νόμιμης, της ηθικής εργασίας μου
Για να γεμίσουν τα φρύδια μου
με χώμα από τη γη του Σουρινάμ
Αυτή που κάνει μια χαψιά
ολάκερο το κορμί του άντρα,
που βουτάει στα σπλάχνα της
για τα διαμάντια του αποικιοκράτη
Φρικτά τσούζουν τα σκέλια μου
σαν αυτά της εργάτριας του σεξ,
μετά από ακόμα μια νύχτα στη δουλειά
Κόμπος σφίγγει το λαιμό μου
καθώς σέρνω τα πόδια μου στο χαλί
που κομποδέσαν παιδικά δαχτυλάκια
Με σκάγια είναι γεμάτο
το είδωλο του κορμιού μου στον καθρέπτη
Σπορά από το μολύβι,
σωστό ξέρασμα της κάνης του τσιφλικά
πάνω στο τυραννισμένο μετανάστη
Και κάθε φορά που ανοίγω τον υπολογιστή,
σκιάζομαι από αυτή τη μαύρη σκιά
που βουτάει απ’ το παράθυρο μου στο κενό
όπως οι εσώκλειστοι στα ψηφιακά κολαστήρια της Κίνας
Αυτά είμαι λοιπόν, αυτά και άλλα τόσα
και πως αλήθεια να βρω τρόπο
να συγκρατήσω τα δάκρυα μου
που σαν ποτάμια ανεξέλεγκτα
κατακλύζουν τα μάτια μου
Δάκρυα!δάκρυα!δάκρυα!
Σαν αυτά που εσυ χύνεις
για τους απολυμένους, τους ανέργους
Σταμάτα πια να κλαίς για τους ανέργους τιποτένιε!
Βουρκώνουν άθλιε τα μάτια σου
για το δράμμα των πεθαμένων,
και μένουν ερμητικά κλειστά
μπροστά σε αυτό των ζωντανών
Στα δικά σου δάκρυα
βουτάνε την εργασία οι εκμεταλλευτές σου,
προκειμένου να τη βαφτίσουν κοινωνικό αγαθό
Δες γύρω σου
τη δυστυχία των μισθωτών σκλάβων,
και αφουγκράσου
τη ρημαγμένη των δούλων κοινωνία
πρωτού υμνήσεις την εργατικότητα
Πήγαινε να βρείς τον τραγόπαππα
που με δόλο σου είπε
ότι η αργία είναι η μητέρα κάθε κακίας,
και φώναξε μέσα στο αυτί του
μέχρι να του ματώσεις το τύμπανο
Η αργία είναι η μητέρα κάθε απόλαυσης!
Η αργία είναι η μητέρα κάθε απόλαυσης!
Ράψε πια το άκριτο στόμα σου
που παπαγαλίζει αδιάκοπα τα εμέσματα των εκμεταλλευτών σου,
πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή,
πως πρέπει να σέβεσαι το ψωμί που τρώς,
και πως δε δαγκώνεις το χέρι που σε ταϊζει
Το κόβεις απ’ τη μασχάλη!
Το κόβεις απ’ τη μασχάλη!
Θαυμάζεις ανόητε την πειθαρχία,
την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία
Ότι δηλαδή χρειάζεται,
προκειμένου να διαιωνίζεται το χάλι σου
Κάθε σου λέξη και καρφί,
κάθε σου σκέψη και δηλητήριο
για το βασανισμένο αδερφό σου
Αλλά κι’ εσυ επαναστάτη της αριστεράς,
των κινημάτων μαχητή και της φωτιάς συντρόφι,
‘ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ’ γράφουν τα πανό σου,
εκεί που κάποτε έγραφαν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Και ξεχνάς, ναι ξεχνάς!
πως από το ‘Η εργασία απελευθερώνει’ του Άουσβιτς,
μέχρι το σταχανοβισμό των κολχόζ,
είναι μισό τσιγάρο δρόμος
Ξεχνάς πως η σκληρή δουλειά
είναι η τροφή και το στήριγμα κάθε τυραννίας
Η λήθη φίλε μου,
η λήθη και η καταραμένη λησμονιά,
είναι η πρώτη προϋπόθεση
για να συνεχίζεται η βρωμιά,
η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο
Στέρησε τους τη λήθη!
Βάλε μπροστά της ενα άλφα στερητικό,
κλείστο σε κύκλο πύρινο και πολέμα
Πολέμα για την αλήθεια ρε!
Π. (αναγνώστης του blog)
+ σχόλια + 1 σχόλια
αφου θελεις τετοια κατασταση που ΕΣΥ λες πως ειναι ελευθερια, γιατι δεν πας να ζησεις στον αμαζονιο ή στην παπουα νεα γουινεα με τους ιθαγενεις που ζουν οπως ΕΣΥ θεωρεις ελευθερα.. διοτι καταλαβαινεις πως αν ολοι λειτουργουσαμε οπως προτεινεις δεν θα ειχαμε αγαθα περα απο τα ελευθερα στη φυση για αυτο σου προτεινα τους ιθαγενεις παραπανω.
Δημοσίευση σχολίου