Ἡ ἀμάθεια τοῦ λαοῦ ἀκόνισεν τόσον τὰ ἀρχιερατικὰ σπαθία, ὁποὺ κανεὶς δὲν τοὺς ἀντιστέκεται. Μ᾿ ἓν κατεβατὸν μὲ κατάρας, ὁποὺ ἡ πλέον διαβολικὴ διάθεσις φοβερωτέρας βέβαια δὲν ἤθελεν ἠμπορέσει νὰ ἐφεύρῃ, τὸ ὁποῖον ὀνομάζουσιν ἀφορισμόν, ἐκδύουσι καὶ πλουσίους καὶ πτωχούς. Καὶ ἂν πολλάκις μ᾿ ἕτερον κατεβατὸν μ᾿ εὐχάς, εὐλογίας καὶ συγχώρησιν, διαλύουσι τὸν ἀφορισθέντα, δι᾿ ἄλλο τέλος δὲν τὸ κάμνουσι, παρὰ διὰ νὰ ἠμπορέσωσι νὰ τὸν ξαναφορίσωσι. Ἐπειδὴ τὸν ἀφορισθέντα δὲν δύνανται νὰ τὸν ξαναφορίσωσι, ἂν πρῶτον δὲν τὸν συγχωρήσωσι. Μετὰ τὸν ἀφορισμόν, ὁποὺ εἶναι τὸ πρῶτον τους ἄρμα, ἕπονται οἱ ἁγιασμοὶ καὶ τὰ μνημόσυν. Καὶ τέλος πάντων, τὸ μεγαλείτερον κέρδος των εἶναι αἱ κληρονομίαι καὶ τὰ χαρίσματα. Ἂν εἰς αὐτὰ εὕρῃ ἀνθίστασιν, τότε εὐθὺς ἀφορίζει, δὲν δίδει τὴν ἄδειαν τῶν ἱερέων νὰ βαπτίσουν τὸ γεννηθὲν βρέφος, οὔτε νὰ θάψουν τὸν νεκρόν.
Ἀλλὰ ποῦ νὰ διηγηθῶ, ὅσα ἡ μιαρά των ψυχὴ ἐφευρίσκει! Φθάνει λοιπὸν νὰ ἠξεύρετε, ὅτι, ὅσα καὶ ἂν κάμνωσι, τὰ κάμνοσι διὰ χρημάτων, καὶ πληρώνοντάς τους τινὰς ἠμπορεῖ νὰ λάβῃ τὴν συγχώρησιν διὰ κάθε ἁμάρτημα. Τόσον ἐβαρβαρώθη καὶ οὐτιδανώθη ἡ κλάσις τῆς ἱερωσύνης τῶν Ἑλλήνων! Πρὸς τούτοις ὁ ἀρχιεπίσκοπος πωλεῖ τὰς ἐνορίας τῆς πόλεως οὗτινος ἱερέως θελήσῃ, καὶ ἔπειτα κάμνει ἀργὸν ἢ ἐξορεῖ ὅποιον θέλῃ ἀπὸ αὐτούς, καὶ ξαναπωλεῖ τὴν ἐνορίαν ἄλλου, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ τὸ ἴδιον ὕστερα ἀπ᾿ ὀλίγον. Κάθε τόσον τοὺς ζητεῖ δάνεια, καὶ ποτὲ δὲν τοὺς τὰ ἐπιστρέφει. Κανεὶς δὲν τολμεῖ νὰ ἀντισταθῇ εἰς τοὺς λόγους του, ἐπειδὴ εὐθὺς τὸν ἀφορίζει καὶ ἔπειτα τὸν ἐξορεῖ καὶ λαμβάνει τὴν περιουσίαν του. Καὶ οὗτος ἐστὶν ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον ἐνεργοῦσι τὰ ἡδύτατα ἐντάλματα τοῦ Χριστοῦ.
Πῶς ἆραγε ζῶσιν αὐτοὶ οἱ ἀρχιεπίσκοποι εἰς τὰς μητροπόλεις των καὶ ὁποῖαι εἰσὶ αἱ ἀρεταί των; Τρώγοσι καὶ πίνοσι ὡς χοῖροι. Κοιμῶνται δεκατέσσαρας ὥρας τὴν νύκτα καὶ δύο ὥρας μετὰ τὸ μεσημέρι. Λειτουργοῦσι δύο φορὰς τὸν χρόνον, καὶ ὅταν δὲν τρώγωσι, δὲν πίνωσι, δὲν κοιμῶνται, τότε κατεργάζονται τὰ πλέον ἀναίσχυντα καὶ οὐτιδανὰ ἔργα, ὁποὺ τινὰς ἠμπορεῖ νὰ στοχασθῇ. Καὶ οὕτως εἰς τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς τὴν ἰδίαν ἀκρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, καὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ τοῦ λαοῦ εἶναι πρὸς αὐτοὺς τόσοι ζέφυρες.
Ὁ χορὸς τῶν ἐπισκόπων ἐξακολουθεῖ μετὰ τοὺς ἀρχιεπισκόπους. Αὐτοί, πάλιν, εἶναι ἄλλοι λύκοι, ἴσως χειρότεροι ἀπὸ τοὺς πρώτους, ἐπειδὴ κυριεύουσι τοὺς χωρικοὺς καὶ ἰδιώτας. Ἀνεκδιήγητα εἶναι τὰ ἀνομήματά των καὶ ἡ σκληρότης των διαπερνᾶ κατὰ πολλὰ ἐκείνην τῆς ἰδίας παρδάλεως. Αὐτοὶ πέμπουσι τόσους ληστάς, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, εἰς τὰ χωρία τῆς ἐπισκοπῆς των, καὶ τοὺς δίδοσι τὸν τίτλον ἢ τοῦ πρωτοσυγκέλλου ἢ τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἢ ἄλλου τινὸς τάγματος, οἱ ὁποῖοι ἄλλο δὲν ἠξεύρουσι, παρὰ νὰ γράφουν ὀνόματα τῶν χριστιανῶν μὲ ὅλην τὴν ἀνορθογραφίαν, καὶ νὰ προφέρωσι τὸ «νὰ εἶσαι κατηραμένος», «νὰ ἔχῃς τὴν εὐχὴν» καὶ «δός μοι».
Αὐτοί, λοιπόν, περιφέρονται εἰς ὅλα τὰ χωρία τῆς ἐπισκοπῆς καὶ μὲ ἄκραν ἀσπλαγχνίαν ἐκδύουσι τοὺς πολλὰ ἀθώους χωριάτας, καὶ μάλιστα τὰς γυναῖκας. Ὅταν δὲν τοὺς εὑρίσκουσι χρήματα, τότε τίνος ἁρπάζουσι ἓν φόρεμα, τίνος ἓν ἐργαλεῖον τῆς γεωργικῆς, τίνος ἓν στολίδι τῆς γυναικός του, καὶ φθάνουσι νὰ τοὺς παίρνουσιν ἕως καὶ τὰ δοχεῖα τῶν φαγητῶν. Ἀπὸ ἄλλους πάλιν λαμβάνουσι τόσα κιλὰ σιτάρι ἢ τόσον κρασί. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, τοὺς γυμνώνουσι, καὶ ἔπειτα τοὺς εὐλογοῦσι καὶ φεύγουσι. Πολλάκις δὲ περιέρχεται ὁ ἴδιος ἐπίσκοπος εἰς τὰ χωρία, καὶ τότε πλέον ἀκολουθοῦν τὰ χειρότερα. Αὐτὸς ὁ ἀναίσχυντος καὶ βάρβαρος καὶ ἀμαθέστατος ἄνθρωπος, ἀφοῦ τρώγει δι᾿ ὅσας ἡμέρας μένει εἰς τὸ χωρίον ἀπὸ τὴν πτωχὴν κοινότητα, ἀφοῦ ἁρπάζει ὅσα περισσότερα δυνηθῇ, τότε ἀφορίζει ἕνα δύο, καὶ ἄλλους τόσους κάμνει παπάδες, καὶ ἔπειτα φεύγει.
Ὁ τρόπος δέ, μὲ τὸν ὁποῖον κρίνει ἄξιον, ἕνα χωριάτην, τῆς ἱερωσύνης, εἶναι ὁ ἀκόλουθος. Πρῶτον τοῦ ζητεῖ ἑκατόν, ἢ περισσότερα, ἢ ὀλιγότερα γρόσια, καὶ τὰ λαμβάνει, ἔπειτα τὸν ρωτᾶ, ἂν ἠξεύρῃ γράμματα, ἤτοι νὰ γράψῃ καὶ νὰ ἀναγνώσῃ, ὕστερον τοῦ φέρει τὸ Ψαλτήριον, καὶ αὐτὸς ἀναγινώσκει ἓν κατεβατόν, καὶ εὐθὺς τὸν κάμνει ἱερέα. Ἡ ἀμάθεια αὐτῶν τῶν ἱερέων εἶναι ἄκρα, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς οἱ περισσότεροι κατὰ συμβεβηκὸς ἀποκαθίστανται ἀρχιμανδρῖται, ἔπειτα δὲ κερδίζοντας, ἀγοράζουν ἐπισκοπάς, καὶ ἐξακολούθως γίνονται ἀρχιεπίσκοποι καὶ ὄχι ὀλίγας φορὰς πατριάρχαι. Ὅθεν, ὅλοι σχεδὸν οἱ ἀρχηγοὶ τῆς ἐκκλησίας κατάγονται ἀπὸ τὴν ἰδίαν ποταπότητα, καὶ οἱ περισσότεροι εἶναι ἀμαθέστατοι.
Μετὰ τῶν Ἐπισκόπων, λοιπόν, ἔρχονται ἐκεῖνοι οἱ πρωτοσύγκελλοι, οἱ ἀρχιμανδρῖται καὶ οἱ πνευματικοί, οἱ ὁποῖοι στέλλονται ἀπὸ τὰ μοναστήρια - δι᾿ ὧν κατωτέρω ρηθήσεται - μὲ κάποιας πανταχούσας. Αὐτοὶ εἶναι ἀναρίθμητοι, ἐπειδὴ δὲν εὑρίσκεται πόλις ἢ χωρίον, ὁποὺ νὰ μὴν φυλάττῃ ἢ ἕνα ἢ δύο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λαοκλέπτας, οἱ ὁποῖοι παρησιάζονται εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ ἀγοράζουν παρ᾿ αὐτοῦ τὴν ἄδειαν τοῦ κλεψίματος, καὶ ἔπειτα, μὲ ἄκραν αὐθάδειαν, ἀρχινοῦσιν ἀπὸ ὀσπίτιον εἰς ὀσπίτιον, νὰ ζητοῦσιν ἐλεημοσύνην, καὶ ἐκδύουσιν ἐξόχως τὰς γυναῖκας, ὅσον ἠμποροῦσι.
Τὸν τρόπον, ὁποὺ μεθοδεύονται, εἶναι ἄξιος γέλωτος ἐνταυτῷ καὶ δακρύων. Αὐτοὶ ἔχουσιν ἓν κιβωτίδιον γεμάτον ἀπὸ ἀνθρώπινα κόκκαλα καὶ κρανία ἀκέραια, τὰ ὁποῖα ἀσημώνοσι, καὶ ἔπειτα ὀνοματίζουσιν, ἄλλα μὲν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους καὶ ἄλλα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, δὲν ἀφίνουν ἅγιον, χωρὶς νὰ ἔχουν μέρος ἀπὸ τὰ κόκκαλά του. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κοκκαλοπωλητὰς ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ ὄρος τοῦ Ἄθους, ὁποὺ ὀνομάζουν Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἡ πηγὴ αὐτῶν τῶν καλογήρων.
Τὰ δὲ μοναστήρια αὐτὰ ἔχουσιν εἰς κάθε πολιτείαν ὑποστατικὰ καὶ ὀσπίτια, τὰ ὁποῖα καλοῦσι μετόχια καὶ τὰ κατοικοῦσιν αὐτοὶ οἱ περιηγηταί. Ἐκεῖ μετροῦσι τὰ κλεφθέντα χρήματα, διὰ νὰ λάβωσιν αὐτοὶ κρυφίως τὰ μισὰ καὶ τὰ λοιπὰ νὰ τὰ ὑπάγωσιν εἰς τὰ μοναστήριά των Αὐτὰ τὰ τέρατα λοιπόν, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν τοὺς ἐβγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους ἕνας ἀναστεναγμός, συνηθίζουν κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον εἰς τὴν ἀπάθειαν, καὶ φθάνουσιν εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὁπού, ὁ κόσμος καὶ ἂν χαλάσῃ, τίποτε δὲν τοὺς μέλει. Εἶναι δὲ κατήγοροι εἰς τὸ ἄκρον, καὶ ἂν εἰς καμμίαν πολιτείαν εὑρεθῇ τινάς, ἢ ἱερεύς, ἢ λαϊκός, νὰ εἶναι ὁπωσοῦν προκομμένος, αὐτοὶ τὸν ἔχουσι διὰ ἐχθρόν τους ἀθανάσιμον. Τότε περιφερόμενοι εἰς τὰ ὀσπίτια, εὐθὺς μὲ ἄκρον ὑποκριτικὸν τρόπον τὸν κακολογοῦσι, τὸν κηρύττουσιν εὐθὺς ἀνευλαβῆ καὶ ἄθεον. Ὁ μεγαλείτερος στοχασμός των εἶναι νὰ κρύπτωσι τὴν ἀμάθειάν των, καὶ διὰ τοῦτο ζητοῦσι πάντοτε νὰ συνομιλῶσι μὲ τὰς γυναῖκας.
Ὦ γλυκύτατε Ἰησοῦ! Ὦ δίκαιοι Ἀπόστολοι! Ὦ φιλόσοφοι Πατέρες! Ποῦ εἶσθε τὴν σήμερον, νὰ ἰδῆτε τοὺς ἀπογόνους σας, καὶ νὰ συγκλαύσητε, μαζὶ μὲ ὅσους τὴν ἀλήθειαν γνωρίζουσι, διὰ τὴν ἀθλιότητά τους; Ἐσεῖς ἐπαραγγείλετε τὴν νηστείαν, διὰ νὰ χαλινώσητε ὁπωσοῦν τοὺς γαστριμάργους, αὐτοὶ ἀναθεματίζουσι καὶ τοὺς ἀσθενεῖς, ὅταν κρεοφάγωσι. Ἐσεῖς ἐδιωρίσατε τὰς ἐλεημοσύνας, διὰ νὰ στερεώσητε τὴν ἀρετήν, αὐτοὶ δὲ ἁρπάζουσι καὶ ἀπὸ πλουσίους καὶ ἀπὸ πτωχούς, ὅσα περισσότερα δυνηθῶσι. Ἐσεῖς ἐνομοθετήσετε τὴν ἐξομολόγησιν, διὰ νὰ παρηγορῆτε τοὺς λυπημένους καὶ βασανισμένους, διὰ νὰ νουθετῆτε τοὺς χρείαν ἔχοντας καὶ ἀμαθεῖς, αὐτοὶ δὲ τὴν ἐνεργοῦσι διὰ μόνην περιέργειαν εἰς τὸ νὰ μάθωσιν τὰ ξένα πράγματα, καὶ ἔπειτα νὰ τὰ κοινολογοῦσι, ὄχι μόνον ὅταν τοὺς ὠφελῇ, ἀλλὰ ὅταν δὲν τοὺς βλάπτῃ. Ἐσεῖς ἐκηρύξατε τὴν ὁμόνοιαν, τὴν ἀδελφότητα, τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἐλευθερίαν, αὐτοὶ δὲ διδάσκουσι μὲ τὰ παραδείγματά των τοὐναντίον. Ἐσεῖς, τέλος πάντων, εἴχετε τὴν ἀρετὴν διὰ ὁδηγόν, αὐτοὶ ἔχουσι τὰ χρήματα.
Τί ἤθελεν εἰπεῖ, στοχάζεσθε, ὦ Ἕλληνες, ὁ Λόγος τῆς Σοφίας, ὁ ἡδύτατος Χριστός, εἰς αὐτοὺς τοὺς ὑπηρέτας του; Ὤ ! ἡ ἀπόφασίς του εἶναι φανερά, καὶ ἄμποτες οἱ ταλαίπωροι νὰ διορθωθοῦν ὁπωσοῦν, διὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν ἄφευκτον ποινὴν τῶν πλημμελημάτων των. Ποῖος δὲν βλέπει, ὦ Ἕλληνες, τὸν ἀφανισμόν, ὁποὺ εἰς τὴν Ἑλλάδα προξενεῖ τὴν σήμερον τὸ ἱερατεῖον;
Ἑκατὸν χιλιάδες, καὶ ἴσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζῶσιν ἀργοὶ καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ἵδρωτας τῶν ταλαιπώρων καὶ πτωχῶν Ἑλλήνων. Τόσαι ἑκατοντάδες μοναστήρια, ὁποὺ πανταχόθεν εὑρίσκονται, εἶναι τόσαι πληγαὶ εἰς τὴν πατρίδα, ἐπειδή, χωρὶς νὰ τὴν ὠφελήσουν εἰς τὸ παραμικρόν, τρώγοσι τοὺς καρπούς της καὶ φυλάττουσι τοὺς λύκους, διὰ νὰ ἁρπάζουν καὶ ξεσχίζουν τὰ ἀθῶα καὶ ἱλαρὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Ἰδού, ὦ Ἕλληνες, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ σημερινὴ ἀθλία καὶ φοβερὰ κατάστασις τοῦ ἑλληνικοῦ ἱερατείου, καὶ ἡ πρώτη αἰτία ὁποὺ ἀργοπορεῖ τὴν ἐλευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος.
Αὐτοί οἱ ἀμαθέστατοι, ἀφοῦ ἀκούσουν ἐλευθερίαν, τοὺς φαίνεται μία ἀθανάσιμος ἁμαρτία. Τί λοιπὸν διδάσκουσι τὸν ἁπλούστατον λαόν; Τί στοχάζεσθε νὰ λέγωσιν οἱ ἱεροκήρυκες ἐπ᾿ ἐκκλησίας; Φέρουσιν ἴσως τὰς παραβολὰς τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ νὰ παρακινήσωσιν τοὺς ἀκροατὰς εἰς τὴν ὁμόνοιαν; Ἐξηγοῦσιν ἴσως τὴν πρώτην καὶ μεγάλην ἐντολὴν τοῦ «Ἀγάπα τὸν πλησίον σου, ὡς ἑαυτόν»; Λέγουσιν ἴσως ποτέ, ποῖος εἶναι ὁ πλησίον καὶ ποῖος ὁ ξένος; Ἀναφέρουσι ποτὲ τὸ ρητόν: «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος»; Ἐξηγοῦσι ποτὲ τί ἐστὶ πατρίς; Λέγουσι πῶς καὶ πότε καὶ ποῖοι πρῶτον πρέπει νὰ τὴν βοηθήσουν; Φέρουσι ποτὲ τὰ παραδείγματα τοῦ Θεμιστοκλέους, τοῦ Ἀριστείδους, τοῦ Σωκράτους καὶ ἄλλων μυρίων ἐναρέτων καὶ σοφῶν; Μᾶς εἶπον ποτὲ ποῖοι ἦτον, καὶ πόθεν κατάγονται; Μᾶς ἀνέφερον ποτὲ πῶς διοικεῖται ὁ κόσμος καὶ ὁποία εἶναι ἡ καλλιτέρα διοίκησις; Μᾶς ἐξήγησαν ποτὲ τί ἐστὶ ἀρετή, καὶ ὁποῖα εἶναι τὰ μέσα διὰ νὰ τὴν ἀποκτήσῃ τινάς, καὶ πότε λάμπει ἡ ἀρετή; Καὶ ποῖος νὰ μᾶς τὰ εἰπῇ, ἂν δὲν τὰ λέγουσιν αὐτοί;
Φεῦ! βαβαὶ τῆς ἀθλιότητός μας! Οἱ ἱεροκήρυκες ἀρχινοῦν ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνην καὶ τελειώνουν εἰς τὴν νηστείαν. Πῶς θέλεις λοιπὸν νὰ ἐξυπνήσουν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν ὁμίχλην τῆς τυραννίας; Οἱ ἱεροκήρυκες, οἱ ὁποῖοι ἦτον εἰς χρέος νὰ τοὺς ἀποδείξωσι τὴν ἀλήθειαν, δὲν τὸ κάμνουσι. Ἀλλὰ τί ἀποκρίνονται αὐτοὶ οἱ φιλόζωοι καὶ αὐτόματοι ψευδοκήρυκες: «Ὁ Θεός, ἀδελφοί, μᾶς ἔδωσεν τὴν τυραννίαν ἐξ ἁμαρτιῶν μας, καὶ πρέπει, ἀδελφοί, νὰ τὴν ὑποφέρωμεν μὲ καλὴν καρδίαν καὶ χωρὶς γογγυσμόν, καὶ νὰ εὐχαριστηθῶμεν εἰς ὅ,τι κάμνει ὁ Θεός». Καὶ ὕστερα ἀπὸ τέτοια ξυλολογήματα λέγουσι καὶ τὸ ρητὸν «ὃν ἀγαπᾷ Κύριος, παιδεύει».
Ὦ ἄνθρωποι, ὄντως βάρβαροι, χυδαῖοι καὶ ἐχθροὶ φανεροὶ τῆς πατρίδος μας καὶ τοῦ ἰδίου Χριστοῦ, πῶς ἐννοεῖτε ἔτζι ἀνάποδα αὐτὸ τὸ ρητόν, καὶ κάμνετε μὲ τὴν ἀμάθειάν σας καὶ τινὰς νὰ βλασφημῶσι; Δὲν καταλαμβάνετε, ἀνόητοι, ὅτι τὸ «παιδεύω», εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἐννοεῖ ποτὲ μὲν τὸ «διδάσκω», ποτὲ δὲ τὸ «τιμωρῶ», καὶ ὅτι εἰς αὐτὸ τὸ ρητὸν ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ ἐννοῇ τὸ «διδάσκω»; Καὶ οὕτως ὁ πατήρ, ἐπειδὴ ἀγαπᾶ τὸν υἱόν του, τὸν διδάσκει, ἤτοι τὸν παιδεύει. Ἀλλ᾿ ἂς τὸ ἐξηγήσωμεν κατὰ τὸ λεξικὸν τῆς ἀμαθείας, καὶ νὰ εἰπῶμεν, ὅτι τιμωρεῖ ἕνας ὅποιον ἀγαπᾷ. Ἀλλά, διατί τὸν τιμωρεῖ; Βέβαια, διὰ νὰ τὸν διορθώσῃ ἀπὸ τὰ σφάλματά του καὶ νὰ τὸν καταστήσῃ χρηστοηθῆ καὶ ἐνάρετον. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ νὰ νομισθῇ παιδεία πρὸς τὸ καλὸν ἡ τυραννία, ἡ ὁποία, ὡς ἀνωτέρω ἀπεδείχθη, εἶναι ἐχθρὰ πάσης ἀρετῆς καὶ πρόξενος πάσης κακίας; Πῶς, χυδαῖοι, δὲν τὸ βλέπετε, μόνον ἐκφωνεῖτε ὅ,τι σᾶς ἔλθῃ εἰς τὴν ἐνθύμησιν, χωρὶς νὰ στοχασθῆτε, ὅτι εἰς τοιαύτας ὑποθέσεις ἡ παραμικρὰ κακοεξήγησις φέρει ἀνεκδιήγητα καὶ πολυάριθμα κακὰ εἰς τοὺς ἀκροατάς;
Ἴσως ὅμως τὸ λέγετε πρὸς παρηγορίαν; Ὤ, κακὸν χρόνον νὰ ἔχητε καὶ ἐσεῖς καὶ ἡ παρηγορία σας! Αὐτὴ εἶναι χειροτέρα ἀπὸ τὴν ἰδίαν αἰτίαν τῆς θλίψεως, καὶ εἰς ἄλλο δὲν χρησιμεύει, παρὰ εἰς τὸ νὰ καταστῇ τοὺς Ἕλληνας πάντοτε ἀξίους παρηγορίας. Ἐσεῖς φωνάζετε μὲ ἄκραν ἡσυχίαν καὶ λέγετε: «Ἀγαπητοί, ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσεν τὴν ὀθωμανικὴν τυραννίαν, διὰ νὰ μᾶς τιμωρήσῃ διὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, καὶ παιδεύοντάς μας εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ μετὰ θάνατον ἀπὸ τὴν αἰώνιον κόλασιν». Ὦ ἐχθροὶ τῆς ἀληθείας, τουτέστι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Δὲν βλέπετε, ὁπού, μὲ αὐτὴν τὴν κακήν σας καὶ ἄτοπον παρηγορίαν, ὑποχρεώνετε τοὺς Ἕλληνας, ἀντὶς νὰ μισήσουν τὴν τυραννίαν καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, ἐξ ἐναντίας νὰ τὴν ἀγαπῶσι, καὶ μάλιστα, νὰ νομίζωνται εὐτυχεῖς, πιστεύοντες ἀπὸ ἁπλότητά των, ὅτι παιδεύονται εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, διὰ νὰ ἀποκτήσουν τὸν παράδεισον; Ποῖος Ἐσκαριώτης σᾶς ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν, νὰ προφέρητε τοιαύτην παρηγορίαν, ὅταν δὲν ἠξεύρετε νὰ τὴν ἐξηγήσητε, ὦ ἀναίσχυντοι; Τὰ ἁμαρτήματα, ἴσως, παιδεύονται μὲ ἄλλα ἁμαρτήματα, ὦ ἄφρονες; Δὲν στοχάζεσθε, πόσον ἀτιμεῖτε καὶ τὸν ἑαυτόν σας καὶ τὴν Ἐκκλησίαν μὲ τοὺς παραλογισμούς σας;
Ὅτι ἡ τυραννία εἶναι μισητὴ καὶ ἀπὸ τὸν θεὸν καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅτι εἶναι κακόν, ποῖος δὲν τὸ ἠξεύρει; Πῶς ἐσεῖς λοιπὸν τὴν παρασταίνετε σχεδόν - σχεδόν, ὡς ἕνα καλὸν εἰς τοὺς Ἕλληνας; Ποῖος φίλος παρηγορεῖ τὸν φίλον του διὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του, πρὶν ἀπεθάνῃ; Καὶ ἐσεῖς, ὁποὺ ὀνομάζεσθε ὑπερασπισταὶ καὶ φίλοι τῆς ἀνθρωπότητος, παρηγορεῖτε τοὺς Ἕλληνες, ὡσὰν νὰ εἶχαν χάσει τὴν πατρίδα των, καὶ τοὺς νομίζετε ὡσὰν τοὺς Ἑβραίους; Τί ἄλλο λέγουσιν οἱ φίλοι ἑνὸς υἱοῦ, ὁποὺ ἔχει τὸν πατέρα του ἄρρωστον, εἰμὴ ὅτι νὰ ἐλπίζῃ, νὰ κράξῃ ἰατρούς, καὶ νὰ προσπαθήσῃ νὰ τὸν ἰατρεύσῃ; Διατί καὶ ἐσεῖς δὲν λέγετε τὰ ἴδια πρὸς τοὺς Ἕλληνας διὰ τὴν ἀσθενῆ πατρίδα των, ἀλλὰ συμβουλεύετε ὅλον τὸ ἐναντίον ἀπ᾿ ὅ,τι τὸ εὐαγγέλιον παραγγέλλει; Ἐσεῖς οὐχί, οὐχί! δὲν εἶσθε ποιμένες, οὔτε ὁδηγοὶ τοῦ φωτός, ἀλλὰ λύκοι, καὶ ἡ καθέδρα τοῦ σκότους εἶσθε, ὦ ψεῦσται καὶ ὑποκριταί. Ἕως πότε ἡ ἀμάθεια θέλει καλύπτει τὴν μιαράν σας ψυχὴν μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ὑποκρισίας;
Φεῦ! Ἴσως τινὰς ἀπὸ αὐτοὺς πάλιν ἀποκριθῇ, ὅτι «πῶς νὰ κηρύξωμεν ἐπ᾿ ἄμβωνος τὰ τοιαῦτα; Δὲν δυνάμεθα, φοβούμεθα». Ἔ! δοῦλε ἄπιστε τῆς ἐκκλησίας, δὲν ἀπαρνήθης ἴσως ἐσὺ τὸν κόσμον, ὅταν ἐνδύθης τὸ φόρεμα τῆς ἱερωσύνης; Δὲν ἔταξες ἴσως ἐσύ, ψεῦστα καὶ πλάνε, νὰ θυσιάσῃς τὴν ψυχήν σου διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν προβάτων σου; Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ζητῶ τόσον ἀπὸ τὴν δειλήν σου ψυχήν! Καὶ ἐπειδὴ ἐσὺ δὲν τολμεῖς ἐπ᾿ ἄμβωνος νὰ λαλήσῃς τὴν ἀλήθειαν, καθὼς προφασίζεσαι, εἰπέ την κἂν κατὰ μόνας τῶν τόσων καὶ τόσων, ὁποὺ ἐξομολογεῖς, δίδαξέ τους τὸ ἀνθρώπινον εἶναι, δίδαξέ τους τὴν ἀληθῆ πίστιν τῶν χριστιανῶν, μάθε τους ὁποίων εἶναι ἀπόγονοι, ἀπόδειξόν τους πόσων κακῶν πρόξενος εἶναι ἡ τυραννία, καὶ παῦσον μίαν φορὰν ἀπὸ τὴν μονοτονίαν καὶ ταυτολογίαν.
Μὴν λέγῃς πάντοτε καὶ ὅλων τὰ ἴδια, πάντοτε νηστείαν καὶ ἐλεημοσύνην. Μὴν ὁμοιάζῃς ἐκείνους τοὺς ἀμαθεῖς ἰατρούς, ὁποὺ εἰς κάθε ἀρρωστίαν διορίζουν τὸ ἴδιον ἰατρικόν. Ἐνθυμήσου μίαν φορὰν διὰ πάντα, ὅτι ὁ Χριστὸς σοῦ παραγγέλλει νὰ ἰατρεύσῃς τὰς ψυχὰς τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ δὲν σοῦ διορίζει τὰ ἴδια μέσα διὰ ὅλους. Εἰπὲ τοῦ πλησίου νὰ δώσῃ ἐλεημοσύνην, ἀλλ᾿ εἰπὲ καὶ τοῦ πτωχοῦ, ὅτι ἡ πτωχεία δὲν εἶναι ἀτιμία. Μὴν οὐτιδανώνετε τὰς ἁπλὰς ψυχὰς τῶν γλυκυτάτων μου Ἑλλήνων μὲ τὰς μωρολογίας σας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ κακή μας τύχη σᾶς ἐπολλαπλασίασε, καὶ εἶσθε καὶ τόσον ἀμαθεῖς, προσπαθήσετε κἂν νὰ μὴν βλάπτετε, ἂν δὲν δύνεσθε νὰ ὠφελῆτε, τοὺς ταλαιπώρους χριστιανούς.
Παύσατε, τέλος πάντων, ἀπὸ τὴν λύσσαν τῆς φιλαργυρίας, διὰ νὰ ἀξιωθῆτε τῆς αἰωνίου μακαριότητος τοὐναντίον δέ, τὸ ἴδιον Εὐαγγέλιον καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες σᾶς προμηνύουν τὴν αἰώνιον κόλασιν, καὶ ἀλλοίμονον εἰς ἐσᾶς, καὶ εἰς τόσους ὁποὺ ἐξ αἰτίας σας τιμωροῦνται εἰς τὴν γῆν. Ἀλλ᾿ ἴσως ὄχι ἀργά, θέλει σᾶς δώσουν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι τὸν ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης σας κολάσεως, μὲ τὴν ἐκδίκησιν ὁποὺ ἐναντίον σας θέλει κάμωσι μόνοι των.
Ὦ ἀδελφοί μου Ἕλληνες, ἴσως δὲν καταλαμβάνετε πόσην δύναμιν ἔχουσι τὰ λόγια τῶν καλογήρων καὶ τῶν πνευματικῶν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἁπλουστάτων ἀκροατῶν. Πόσον ὀγληγορώτερα ἠθέλαμεν ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸν ζυγόν, ἂν οἱ πνευματικοὶ δὲν ἦτον ἀμαθεῖς, καθὼς εἶναι, καὶ ἂν ἐδίδασκον εἰς τὴν ἐξομολόγησιν μὲ γλυκὰ λόγια τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν ἀρετήν, τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν ὁμόνοιαν, καὶ ὅλα τὰ μέσα τῆς ἀνθρωπίνης εὐτυχίας. Ἀλλὰ πῶς νὰ φωτίσουν οἱ ἐσκοτισμένοι καὶ νὰ διδάξουν οἱ ἀμαθεῖς; Ἂς σιωπήσουν τὸ λοιπόν, ἂν δὲν ἠξεύρουν τί νὰ εἰποῦν.
Καὶ ἐσεῖς, ὦ ἐπίσκοποι καὶ ἀρχιεπίσκοποι, παύσατε, διὰ ὄνομα τοῦ θεοῦ, παύσατε πλέον ἀπὸ τὸ νὰ χειροτονήσετε ἱερεῖς, καὶ μή, φοβούμενοι νὰ πτωχύνῃ ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ ὑπηρέτας, τὴν γεμίζετε ἀπὸ ἀναξιωτάτους σκλάβους. Παύσατε ἀπὸ τὸ νὰ ἁρπάζητε πλέον, διότι ὅσα ἔχετε σᾶς φθάνουν νὰ ζήσητε ὡς ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ. Μάλιστα δὲ σύ, ὦ πατριάρχα, ὁποὺ ὡς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας σέβεσαι παρὰ πάντων καὶ τιμᾶσαι, προσπάθησον νὰ διορθώσῃς τὰ κακά, ὁποὺ ἐπροξένησεν ἡ ἀμέλειά σου. Ἔκλεξον ἀρχιερεῖς τοὺς σοφοὺς καὶ ἐναρέτους, καταδάφισον ὅλα τὰ μοναστήρια, διὰ νὰ ὀλιγοστεύσῃς τὰ βάρη τοῦ λαοῦ, διόρθωσον μερικὰς συνηθείας τῆς θρησκείας, ὁποὺ τὴν σήμερον φανερῶς βλάπτουσι κατὰ πολλὰ τοὺς χριστιανούς.
Ὑποχρέωσε ὅλους τοὺς καλογήρους, νὰ ὑπάγουν νὰ σπουδάξουν εἰς τὰ σχολεῖα καὶ νὰ μεταχειρισθοῦν ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὁποὺ ἐξοδεύουσι εἰς τὸ νὰ περιφέρωνται ἀπὸ ὀσπίτιον εἰς ὀσπίτιον, εἰς τὴν μελέτην τῶν σοφῶν τῆς ἐκκλησίας καὶ εἰς τὸν ὀρθὸν λόγον. Πρόσταξε νὰ μένουν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων εἰς τὰς ἐκκλησίας καὶ νὰ μὴν ἀποκαταστῶνται εἶδος ἐμπορίου. Ἐμπόδισε τὰ θαύματα, διὰ νὰ ἐξαλείψῃς τὴν δεισιδαιμονίαν. Μὴν στοχάζεσαι νὰ φανῇς ἀνευλαβὴς εἰς τὸν Θεὸν διὰ τοῦτο, ἐπειδὴ ἡ μεγαλειότης Του εἶναι ἄκρα καὶ ἀκατάληπτος· ἡ κτίσις τοῦ Παντὸς εἶναι ἀρκετὴ νὰ ἀποδείξῃ κάθε ἀνθρώπου τὴν παντοδυναμίαν Του, χωρὶς νὰ ἔχῃ χρείαν ἀπὸ τὰ ψευδολογήματα τῶν καλογήρων . Ἤ, τέλος πάντων, ἂν παντάπασιν δὲν ἠμπορέσῃς νὰ τὰ ἐξαλείψῃς, σμίκρυνε κἂν τὸν ἀριθμόν των καὶ τὴν ἀναίσχυντον καὶ βάρβαρον κατάχρησιν, ὁποὺ οἱ καλόγηροι τῶν μοναστηρίων ἔκαμαν.
Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἐκκλησίας τὰς γυναῖκας, ἤτοι τὰς καλογραίας, διὰ νὰ ὀλιγοστεύσουν τὰ ἁμαρτήματα τῶν καλογήρων. Καὶ κάμε, τέλος πάντων, μίαν φορὰν τὸ χρέος σου, διὰ νὰ φανῇς πιστὸς δοῦλος καὶ ἐπίτροπος ἀληθὴς τοῦ Χριστοῦ. Τότε τὸ ἱερατεῖον, ὁποὺ σήμερον ὁ φιλόσοφος καὶ ἐνάρετος κατηγορεῖ καὶ ἀποστρέφεται, θέλει σέβεται καὶ ἐπαινεῖται. Τότε, θέλει ἀποκατασταθῆ ἡ εὐτυχία καὶ ἡ παρηγορία τῶν πιστῶν, ὄχι δὲ ἡ μάστιξ καὶ ἡ λύπη. Καὶ τότε τέλος πάντων - ὁποὺ εἶναι τὸ ἀναγκαιότερον - ἡ τυραννία θέλει ἀδυνατίσει, καὶ πολλὰ εὐκολώτερα θέλει λάμψει εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸ εὐαγὲς ἄστρον τῆς ἐλευθερίας.
Ναί, πατριάρχα, ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, πνευματικοὶ καὶ ἁπαξάπαντες Ἕλληνες ἀγαπητοί μου, ὁποὺ τὸ ἔνδυμα τῆς ἱερωσύνης φέρετε, μὴν ἀδημονήσετε ἀπὸ τοὺς λόγους μου, ὁποὺ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πατριωτικὴ ἀγάπη μου μοὶ ὑπαγόρευσεν. Συγχωρήσατέ με πρὸς τούτοις, ἂν οὕτως σᾶς φανῇ εὔλογον, διὰ τὴν τόλμην καὶ θάρρος, μὲ τὸ ὁποῖον σᾶς ὡμίλησα, καὶ κάμετε μὲ τὸ παράδειγμά σας, νὰ σιωπήσῃ εἰς τὸ ἑξῆς κάθε χριστιανὸς ἀπὸ τὸ νὰ σᾶς συμβουλεύῃ. Μὴν καταδέχεσθε πλέον νὰ σᾶς κράζουν προδότας καὶ λαοπλάνους. Ἐγκαλιασθῆτε τὴν ἀρετήν. Τιμήσετε τοὺς τόσους καὶ τόσους ἐναρέτους ἱερεῖς, ὁποὺ ἡ πολυτέλεια τῶν θρόνων σας ἀπεδίωξεν εἰς τὰς ἐρημίας. Καλέσετε τὴν ἀξιότητα εἰς τὴν διοίκησιν, καί, ἐν ἑνὶ λόγῳ, εἶσθε εἰς τὸ ἑξῆς ἐκεῖνο ὁποὺ τάζετε νὰ εἶσθε.
Ἐσεῖς δέ, ὦ ἐνάρετοι καὶ σεβάσμιοι ἄνδρες, ἂν καὶ ἀναγνώσετε ποτὲ τοῦτον μου τὸν λόγον, παρακαλῶ σας θερμῶς, νὰ μὴν ὑποψιάσητε εἰς ἐμένα οὔτε ἀνευλάβειαν, οὔτε κακοήθειαν. Ὁ ζῆλος τῆς πατρίδος μου, ὁ ἔρως τῆς ἐλευθερίας, καὶ ἡ ἐλεεινὴ σημερινὴ κατάστασις τῶν Ἑλλήνων τὸν ἔγραψαν διὰ μέσον μου. Ἐγώ, βέβαια, ἂν δὲν ἐγνώριζα καὶ ἐμμέσως καὶ ἀμέσως πολλοὺς ἐναρέτους σοφοὺς ἱερεῖς καὶ ἀληθεῖς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἤθελα ἀρχίσει ποτὲ νὰ γράψω. Ἔγραψα, διότι ἐλπίζω τὸ περισσότερον ἀπὸ ἐσᾶς. Ἔγραψα, ἐπειδὴ ὅλος μου ὁ σκοπὸς εἶναι πρὸς τὸ καλὸν τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία, ἀγκαλὰ καὶ βεβυθισμένη εἰς τόσα κακά, φυλάττει ὅμως πάντοτε πολυτίμους θησαυροὺς εἰς τὸν κόλπον της, καὶ ἐσεῖς εἶσθε ἐκεῖνοι.
Ναί, σεβάσμιοι πατέρες, μὴν ἀπελπισθῆτε διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς Ἑλλάδος. Μὴν σᾶς τρομάξῃ τὸ μέσον. Ὁ καιρὸς ἤγγικεν, καὶ ἡ Ἑλλὰς ζητεῖ ἀπὸ τὸ ἱερατεῖον τὴν ἀρχὴν τῆς ἐλευθερώσεώς της. Προετοιμάσατε τὰς ψυχὰς τῶν χριστιανῶν εἰς τὸ νὰ ἀναστηθῶσι ἀπὸ τὸν βόρβορον τῆς δουλείας, διὰ νὰ δοξασθῆτε καὶ ἐν τῇ Ἑλλάδι καὶ ἐν τῷ οὐρανῷ. Μὴν νομίσετε, πρὸς τούτοις, ὡς τέλος, ἀλλ᾿ ὡς ἀρχὴν τοῦ σκοποῦ μου τὸ παρὸν βιβλιάριον.
Ἐσεῖς δέ, ὦ εὐλαβέστατοι ἱερεῖς, ὁποὺ καὶ τὸ πολύτιμον φόρεμα τῆς διδασκαλίας ἔχετε, καὶ εἰς τὰ σχολεῖα τοὺς νέους διδάσκετε, μὴν ἀμελήσητε καὶ διὰ φωνῆς, καὶ διὰ γραμμάτων, ἀπὸ τὸ νὰ ἀνοίξητε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν Ἑλλήνων. Ἐσεῖς ἔχετε διὰ τοιοῦτον τέλος τὰ ἀναγκαιότερα μέσα, τὴν ἀρετὴν λέγω καὶ τὴν σοφίαν. Γράψατε καὶ πλατύτερα καὶ σαφέστερα τὴν ἀλήθειαν ἀπ᾿ ὅ,τι ἐγὼ ἔκαμα, καὶ μὴν ἀμφιβάλλετε, ὅτι ἐντὸς ὀλίγου ἡ πατρίς μας θέλει δοξάσει τὰ ὀνόματά σας, καὶ οἱ Ἕλληνες δὲν θέλει φανῶσιν ἀγνώμονες εἰς τὰς χάριτάς σας.
Ἀκροασθῆτε τὰς συμβουλὰς τοῦ νέου Ἱπποκράτους, τοῦ ἐναρέτου φιλοσόφου Ἕλληνος, τοῦ ἐν Παρισίοις, λέγω, κυρίου Κοραῆ. Μιμηθῆτε τὸν ἀξιάγαστον καὶ ἀληθῆ ἱερέα καὶ ὀπαδὸν τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἐν Κερκύρᾳ, λέγω, κὺρ Παπ᾿ Ἀνδρέα. Ἐκριζώσατε τὴν δεισιδαιμονίαν καὶ τὴν ἀμάθειαν μαζί, καὶ θυσιάσατε, ἂν ἡ χρεία τὸ καλῇ, κάθε μερικόν σας καλὸν διὰ τὸ καλὸν τῆς κοινότητος.
Ἀλλά, εἰς τί ὁ πατριωτικὸς ἐνθουσιασμός μου μὲ παρακινεῖ! Ἐγὼ νὰ νουθετήσω τὰ ὑποκείμενά σας; Ἔ, μὴ γένοιτο! Ἐσεῖς πολλὰ καλὰ γνωρίζετε τὸ χρέος σας, καὶ ἐλπίζω ὀγλήγορα νὰ τὸ βεβαιωθῶ ἐμπράκτως.
Ἰδοὺ λοιπόν, ὦ Ἕλληνες, ὁποὺ ἀρκετῶς ἀπεδείχθη, πόσον τὸ σημερινὸν ἑλληνικὸν ἱερατεῖον ἐμποδίζει καὶ κρύπτει τὴν ὁδὸν τῆς ἐλευθερώσεως τῶν Ἑλλήνων, καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ πρώτη καὶ μεγαλειτέρα αἰτία, ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον εὑρισκόμεθα ὑπὸ τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας. Μετ᾿ αὐτῆς δὲ ἀκολουθεῖ ἡ δευτέρα αἰτία, ἡ ὁποία, ἂν καὶ δὲν κατέχῃ τὸν πρῶτον τόπον, δὲν εἶναι ὅμως ὀλιγότερον ἐπιζήμιος εἰς τὴν Ἑλλάδα, καθὼς θέλω προσπαθήσει νὰ ἀποδείξω. Αὕτη δὲ εἶναι, ὡς προεῖπον, ἡ ἀπουσία τῶν ἀξιωτέρων ὑποκειμένων τῆς Ἑλλάδος.
Για την αντιγραφή Κώστας Μ.
Ἀλλὰ ποῦ νὰ διηγηθῶ, ὅσα ἡ μιαρά των ψυχὴ ἐφευρίσκει! Φθάνει λοιπὸν νὰ ἠξεύρετε, ὅτι, ὅσα καὶ ἂν κάμνωσι, τὰ κάμνοσι διὰ χρημάτων, καὶ πληρώνοντάς τους τινὰς ἠμπορεῖ νὰ λάβῃ τὴν συγχώρησιν διὰ κάθε ἁμάρτημα. Τόσον ἐβαρβαρώθη καὶ οὐτιδανώθη ἡ κλάσις τῆς ἱερωσύνης τῶν Ἑλλήνων! Πρὸς τούτοις ὁ ἀρχιεπίσκοπος πωλεῖ τὰς ἐνορίας τῆς πόλεως οὗτινος ἱερέως θελήσῃ, καὶ ἔπειτα κάμνει ἀργὸν ἢ ἐξορεῖ ὅποιον θέλῃ ἀπὸ αὐτούς, καὶ ξαναπωλεῖ τὴν ἐνορίαν ἄλλου, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ τὸ ἴδιον ὕστερα ἀπ᾿ ὀλίγον. Κάθε τόσον τοὺς ζητεῖ δάνεια, καὶ ποτὲ δὲν τοὺς τὰ ἐπιστρέφει. Κανεὶς δὲν τολμεῖ νὰ ἀντισταθῇ εἰς τοὺς λόγους του, ἐπειδὴ εὐθὺς τὸν ἀφορίζει καὶ ἔπειτα τὸν ἐξορεῖ καὶ λαμβάνει τὴν περιουσίαν του. Καὶ οὗτος ἐστὶν ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον ἐνεργοῦσι τὰ ἡδύτατα ἐντάλματα τοῦ Χριστοῦ.
Πῶς ἆραγε ζῶσιν αὐτοὶ οἱ ἀρχιεπίσκοποι εἰς τὰς μητροπόλεις των καὶ ὁποῖαι εἰσὶ αἱ ἀρεταί των; Τρώγοσι καὶ πίνοσι ὡς χοῖροι. Κοιμῶνται δεκατέσσαρας ὥρας τὴν νύκτα καὶ δύο ὥρας μετὰ τὸ μεσημέρι. Λειτουργοῦσι δύο φορὰς τὸν χρόνον, καὶ ὅταν δὲν τρώγωσι, δὲν πίνωσι, δὲν κοιμῶνται, τότε κατεργάζονται τὰ πλέον ἀναίσχυντα καὶ οὐτιδανὰ ἔργα, ὁποὺ τινὰς ἠμπορεῖ νὰ στοχασθῇ. Καὶ οὕτως εἰς τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς τὴν ἰδίαν ἀκρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, καὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ τοῦ λαοῦ εἶναι πρὸς αὐτοὺς τόσοι ζέφυρες.
Ὁ χορὸς τῶν ἐπισκόπων ἐξακολουθεῖ μετὰ τοὺς ἀρχιεπισκόπους. Αὐτοί, πάλιν, εἶναι ἄλλοι λύκοι, ἴσως χειρότεροι ἀπὸ τοὺς πρώτους, ἐπειδὴ κυριεύουσι τοὺς χωρικοὺς καὶ ἰδιώτας. Ἀνεκδιήγητα εἶναι τὰ ἀνομήματά των καὶ ἡ σκληρότης των διαπερνᾶ κατὰ πολλὰ ἐκείνην τῆς ἰδίας παρδάλεως. Αὐτοὶ πέμπουσι τόσους ληστάς, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, εἰς τὰ χωρία τῆς ἐπισκοπῆς των, καὶ τοὺς δίδοσι τὸν τίτλον ἢ τοῦ πρωτοσυγκέλλου ἢ τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἢ ἄλλου τινὸς τάγματος, οἱ ὁποῖοι ἄλλο δὲν ἠξεύρουσι, παρὰ νὰ γράφουν ὀνόματα τῶν χριστιανῶν μὲ ὅλην τὴν ἀνορθογραφίαν, καὶ νὰ προφέρωσι τὸ «νὰ εἶσαι κατηραμένος», «νὰ ἔχῃς τὴν εὐχὴν» καὶ «δός μοι».
Αὐτοί, λοιπόν, περιφέρονται εἰς ὅλα τὰ χωρία τῆς ἐπισκοπῆς καὶ μὲ ἄκραν ἀσπλαγχνίαν ἐκδύουσι τοὺς πολλὰ ἀθώους χωριάτας, καὶ μάλιστα τὰς γυναῖκας. Ὅταν δὲν τοὺς εὑρίσκουσι χρήματα, τότε τίνος ἁρπάζουσι ἓν φόρεμα, τίνος ἓν ἐργαλεῖον τῆς γεωργικῆς, τίνος ἓν στολίδι τῆς γυναικός του, καὶ φθάνουσι νὰ τοὺς παίρνουσιν ἕως καὶ τὰ δοχεῖα τῶν φαγητῶν. Ἀπὸ ἄλλους πάλιν λαμβάνουσι τόσα κιλὰ σιτάρι ἢ τόσον κρασί. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, τοὺς γυμνώνουσι, καὶ ἔπειτα τοὺς εὐλογοῦσι καὶ φεύγουσι. Πολλάκις δὲ περιέρχεται ὁ ἴδιος ἐπίσκοπος εἰς τὰ χωρία, καὶ τότε πλέον ἀκολουθοῦν τὰ χειρότερα. Αὐτὸς ὁ ἀναίσχυντος καὶ βάρβαρος καὶ ἀμαθέστατος ἄνθρωπος, ἀφοῦ τρώγει δι᾿ ὅσας ἡμέρας μένει εἰς τὸ χωρίον ἀπὸ τὴν πτωχὴν κοινότητα, ἀφοῦ ἁρπάζει ὅσα περισσότερα δυνηθῇ, τότε ἀφορίζει ἕνα δύο, καὶ ἄλλους τόσους κάμνει παπάδες, καὶ ἔπειτα φεύγει.
Ὁ τρόπος δέ, μὲ τὸν ὁποῖον κρίνει ἄξιον, ἕνα χωριάτην, τῆς ἱερωσύνης, εἶναι ὁ ἀκόλουθος. Πρῶτον τοῦ ζητεῖ ἑκατόν, ἢ περισσότερα, ἢ ὀλιγότερα γρόσια, καὶ τὰ λαμβάνει, ἔπειτα τὸν ρωτᾶ, ἂν ἠξεύρῃ γράμματα, ἤτοι νὰ γράψῃ καὶ νὰ ἀναγνώσῃ, ὕστερον τοῦ φέρει τὸ Ψαλτήριον, καὶ αὐτὸς ἀναγινώσκει ἓν κατεβατόν, καὶ εὐθὺς τὸν κάμνει ἱερέα. Ἡ ἀμάθεια αὐτῶν τῶν ἱερέων εἶναι ἄκρα, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς οἱ περισσότεροι κατὰ συμβεβηκὸς ἀποκαθίστανται ἀρχιμανδρῖται, ἔπειτα δὲ κερδίζοντας, ἀγοράζουν ἐπισκοπάς, καὶ ἐξακολούθως γίνονται ἀρχιεπίσκοποι καὶ ὄχι ὀλίγας φορὰς πατριάρχαι. Ὅθεν, ὅλοι σχεδὸν οἱ ἀρχηγοὶ τῆς ἐκκλησίας κατάγονται ἀπὸ τὴν ἰδίαν ποταπότητα, καὶ οἱ περισσότεροι εἶναι ἀμαθέστατοι.
Μετὰ τῶν Ἐπισκόπων, λοιπόν, ἔρχονται ἐκεῖνοι οἱ πρωτοσύγκελλοι, οἱ ἀρχιμανδρῖται καὶ οἱ πνευματικοί, οἱ ὁποῖοι στέλλονται ἀπὸ τὰ μοναστήρια - δι᾿ ὧν κατωτέρω ρηθήσεται - μὲ κάποιας πανταχούσας. Αὐτοὶ εἶναι ἀναρίθμητοι, ἐπειδὴ δὲν εὑρίσκεται πόλις ἢ χωρίον, ὁποὺ νὰ μὴν φυλάττῃ ἢ ἕνα ἢ δύο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λαοκλέπτας, οἱ ὁποῖοι παρησιάζονται εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ ἀγοράζουν παρ᾿ αὐτοῦ τὴν ἄδειαν τοῦ κλεψίματος, καὶ ἔπειτα, μὲ ἄκραν αὐθάδειαν, ἀρχινοῦσιν ἀπὸ ὀσπίτιον εἰς ὀσπίτιον, νὰ ζητοῦσιν ἐλεημοσύνην, καὶ ἐκδύουσιν ἐξόχως τὰς γυναῖκας, ὅσον ἠμποροῦσι.
Τὸν τρόπον, ὁποὺ μεθοδεύονται, εἶναι ἄξιος γέλωτος ἐνταυτῷ καὶ δακρύων. Αὐτοὶ ἔχουσιν ἓν κιβωτίδιον γεμάτον ἀπὸ ἀνθρώπινα κόκκαλα καὶ κρανία ἀκέραια, τὰ ὁποῖα ἀσημώνοσι, καὶ ἔπειτα ὀνοματίζουσιν, ἄλλα μὲν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους καὶ ἄλλα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, δὲν ἀφίνουν ἅγιον, χωρὶς νὰ ἔχουν μέρος ἀπὸ τὰ κόκκαλά του. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κοκκαλοπωλητὰς ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ ὄρος τοῦ Ἄθους, ὁποὺ ὀνομάζουν Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἡ πηγὴ αὐτῶν τῶν καλογήρων.
Τὰ δὲ μοναστήρια αὐτὰ ἔχουσιν εἰς κάθε πολιτείαν ὑποστατικὰ καὶ ὀσπίτια, τὰ ὁποῖα καλοῦσι μετόχια καὶ τὰ κατοικοῦσιν αὐτοὶ οἱ περιηγηταί. Ἐκεῖ μετροῦσι τὰ κλεφθέντα χρήματα, διὰ νὰ λάβωσιν αὐτοὶ κρυφίως τὰ μισὰ καὶ τὰ λοιπὰ νὰ τὰ ὑπάγωσιν εἰς τὰ μοναστήριά των Αὐτὰ τὰ τέρατα λοιπόν, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν τοὺς ἐβγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους ἕνας ἀναστεναγμός, συνηθίζουν κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον εἰς τὴν ἀπάθειαν, καὶ φθάνουσιν εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὁπού, ὁ κόσμος καὶ ἂν χαλάσῃ, τίποτε δὲν τοὺς μέλει. Εἶναι δὲ κατήγοροι εἰς τὸ ἄκρον, καὶ ἂν εἰς καμμίαν πολιτείαν εὑρεθῇ τινάς, ἢ ἱερεύς, ἢ λαϊκός, νὰ εἶναι ὁπωσοῦν προκομμένος, αὐτοὶ τὸν ἔχουσι διὰ ἐχθρόν τους ἀθανάσιμον. Τότε περιφερόμενοι εἰς τὰ ὀσπίτια, εὐθὺς μὲ ἄκρον ὑποκριτικὸν τρόπον τὸν κακολογοῦσι, τὸν κηρύττουσιν εὐθὺς ἀνευλαβῆ καὶ ἄθεον. Ὁ μεγαλείτερος στοχασμός των εἶναι νὰ κρύπτωσι τὴν ἀμάθειάν των, καὶ διὰ τοῦτο ζητοῦσι πάντοτε νὰ συνομιλῶσι μὲ τὰς γυναῖκας.
Ὦ γλυκύτατε Ἰησοῦ! Ὦ δίκαιοι Ἀπόστολοι! Ὦ φιλόσοφοι Πατέρες! Ποῦ εἶσθε τὴν σήμερον, νὰ ἰδῆτε τοὺς ἀπογόνους σας, καὶ νὰ συγκλαύσητε, μαζὶ μὲ ὅσους τὴν ἀλήθειαν γνωρίζουσι, διὰ τὴν ἀθλιότητά τους; Ἐσεῖς ἐπαραγγείλετε τὴν νηστείαν, διὰ νὰ χαλινώσητε ὁπωσοῦν τοὺς γαστριμάργους, αὐτοὶ ἀναθεματίζουσι καὶ τοὺς ἀσθενεῖς, ὅταν κρεοφάγωσι. Ἐσεῖς ἐδιωρίσατε τὰς ἐλεημοσύνας, διὰ νὰ στερεώσητε τὴν ἀρετήν, αὐτοὶ δὲ ἁρπάζουσι καὶ ἀπὸ πλουσίους καὶ ἀπὸ πτωχούς, ὅσα περισσότερα δυνηθῶσι. Ἐσεῖς ἐνομοθετήσετε τὴν ἐξομολόγησιν, διὰ νὰ παρηγορῆτε τοὺς λυπημένους καὶ βασανισμένους, διὰ νὰ νουθετῆτε τοὺς χρείαν ἔχοντας καὶ ἀμαθεῖς, αὐτοὶ δὲ τὴν ἐνεργοῦσι διὰ μόνην περιέργειαν εἰς τὸ νὰ μάθωσιν τὰ ξένα πράγματα, καὶ ἔπειτα νὰ τὰ κοινολογοῦσι, ὄχι μόνον ὅταν τοὺς ὠφελῇ, ἀλλὰ ὅταν δὲν τοὺς βλάπτῃ. Ἐσεῖς ἐκηρύξατε τὴν ὁμόνοιαν, τὴν ἀδελφότητα, τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἐλευθερίαν, αὐτοὶ δὲ διδάσκουσι μὲ τὰ παραδείγματά των τοὐναντίον. Ἐσεῖς, τέλος πάντων, εἴχετε τὴν ἀρετὴν διὰ ὁδηγόν, αὐτοὶ ἔχουσι τὰ χρήματα.
Τί ἤθελεν εἰπεῖ, στοχάζεσθε, ὦ Ἕλληνες, ὁ Λόγος τῆς Σοφίας, ὁ ἡδύτατος Χριστός, εἰς αὐτοὺς τοὺς ὑπηρέτας του; Ὤ ! ἡ ἀπόφασίς του εἶναι φανερά, καὶ ἄμποτες οἱ ταλαίπωροι νὰ διορθωθοῦν ὁπωσοῦν, διὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν ἄφευκτον ποινὴν τῶν πλημμελημάτων των. Ποῖος δὲν βλέπει, ὦ Ἕλληνες, τὸν ἀφανισμόν, ὁποὺ εἰς τὴν Ἑλλάδα προξενεῖ τὴν σήμερον τὸ ἱερατεῖον;
Ἑκατὸν χιλιάδες, καὶ ἴσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζῶσιν ἀργοὶ καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ἵδρωτας τῶν ταλαιπώρων καὶ πτωχῶν Ἑλλήνων. Τόσαι ἑκατοντάδες μοναστήρια, ὁποὺ πανταχόθεν εὑρίσκονται, εἶναι τόσαι πληγαὶ εἰς τὴν πατρίδα, ἐπειδή, χωρὶς νὰ τὴν ὠφελήσουν εἰς τὸ παραμικρόν, τρώγοσι τοὺς καρπούς της καὶ φυλάττουσι τοὺς λύκους, διὰ νὰ ἁρπάζουν καὶ ξεσχίζουν τὰ ἀθῶα καὶ ἱλαρὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Ἰδού, ὦ Ἕλληνες, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ σημερινὴ ἀθλία καὶ φοβερὰ κατάστασις τοῦ ἑλληνικοῦ ἱερατείου, καὶ ἡ πρώτη αἰτία ὁποὺ ἀργοπορεῖ τὴν ἐλευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος.
Αὐτοί οἱ ἀμαθέστατοι, ἀφοῦ ἀκούσουν ἐλευθερίαν, τοὺς φαίνεται μία ἀθανάσιμος ἁμαρτία. Τί λοιπὸν διδάσκουσι τὸν ἁπλούστατον λαόν; Τί στοχάζεσθε νὰ λέγωσιν οἱ ἱεροκήρυκες ἐπ᾿ ἐκκλησίας; Φέρουσιν ἴσως τὰς παραβολὰς τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ νὰ παρακινήσωσιν τοὺς ἀκροατὰς εἰς τὴν ὁμόνοιαν; Ἐξηγοῦσιν ἴσως τὴν πρώτην καὶ μεγάλην ἐντολὴν τοῦ «Ἀγάπα τὸν πλησίον σου, ὡς ἑαυτόν»; Λέγουσιν ἴσως ποτέ, ποῖος εἶναι ὁ πλησίον καὶ ποῖος ὁ ξένος; Ἀναφέρουσι ποτὲ τὸ ρητόν: «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος»; Ἐξηγοῦσι ποτὲ τί ἐστὶ πατρίς; Λέγουσι πῶς καὶ πότε καὶ ποῖοι πρῶτον πρέπει νὰ τὴν βοηθήσουν; Φέρουσι ποτὲ τὰ παραδείγματα τοῦ Θεμιστοκλέους, τοῦ Ἀριστείδους, τοῦ Σωκράτους καὶ ἄλλων μυρίων ἐναρέτων καὶ σοφῶν; Μᾶς εἶπον ποτὲ ποῖοι ἦτον, καὶ πόθεν κατάγονται; Μᾶς ἀνέφερον ποτὲ πῶς διοικεῖται ὁ κόσμος καὶ ὁποία εἶναι ἡ καλλιτέρα διοίκησις; Μᾶς ἐξήγησαν ποτὲ τί ἐστὶ ἀρετή, καὶ ὁποῖα εἶναι τὰ μέσα διὰ νὰ τὴν ἀποκτήσῃ τινάς, καὶ πότε λάμπει ἡ ἀρετή; Καὶ ποῖος νὰ μᾶς τὰ εἰπῇ, ἂν δὲν τὰ λέγουσιν αὐτοί;
Φεῦ! βαβαὶ τῆς ἀθλιότητός μας! Οἱ ἱεροκήρυκες ἀρχινοῦν ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνην καὶ τελειώνουν εἰς τὴν νηστείαν. Πῶς θέλεις λοιπὸν νὰ ἐξυπνήσουν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν ὁμίχλην τῆς τυραννίας; Οἱ ἱεροκήρυκες, οἱ ὁποῖοι ἦτον εἰς χρέος νὰ τοὺς ἀποδείξωσι τὴν ἀλήθειαν, δὲν τὸ κάμνουσι. Ἀλλὰ τί ἀποκρίνονται αὐτοὶ οἱ φιλόζωοι καὶ αὐτόματοι ψευδοκήρυκες: «Ὁ Θεός, ἀδελφοί, μᾶς ἔδωσεν τὴν τυραννίαν ἐξ ἁμαρτιῶν μας, καὶ πρέπει, ἀδελφοί, νὰ τὴν ὑποφέρωμεν μὲ καλὴν καρδίαν καὶ χωρὶς γογγυσμόν, καὶ νὰ εὐχαριστηθῶμεν εἰς ὅ,τι κάμνει ὁ Θεός». Καὶ ὕστερα ἀπὸ τέτοια ξυλολογήματα λέγουσι καὶ τὸ ρητὸν «ὃν ἀγαπᾷ Κύριος, παιδεύει».
Ὦ ἄνθρωποι, ὄντως βάρβαροι, χυδαῖοι καὶ ἐχθροὶ φανεροὶ τῆς πατρίδος μας καὶ τοῦ ἰδίου Χριστοῦ, πῶς ἐννοεῖτε ἔτζι ἀνάποδα αὐτὸ τὸ ρητόν, καὶ κάμνετε μὲ τὴν ἀμάθειάν σας καὶ τινὰς νὰ βλασφημῶσι; Δὲν καταλαμβάνετε, ἀνόητοι, ὅτι τὸ «παιδεύω», εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἐννοεῖ ποτὲ μὲν τὸ «διδάσκω», ποτὲ δὲ τὸ «τιμωρῶ», καὶ ὅτι εἰς αὐτὸ τὸ ρητὸν ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ ἐννοῇ τὸ «διδάσκω»; Καὶ οὕτως ὁ πατήρ, ἐπειδὴ ἀγαπᾶ τὸν υἱόν του, τὸν διδάσκει, ἤτοι τὸν παιδεύει. Ἀλλ᾿ ἂς τὸ ἐξηγήσωμεν κατὰ τὸ λεξικὸν τῆς ἀμαθείας, καὶ νὰ εἰπῶμεν, ὅτι τιμωρεῖ ἕνας ὅποιον ἀγαπᾷ. Ἀλλά, διατί τὸν τιμωρεῖ; Βέβαια, διὰ νὰ τὸν διορθώσῃ ἀπὸ τὰ σφάλματά του καὶ νὰ τὸν καταστήσῃ χρηστοηθῆ καὶ ἐνάρετον. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ νὰ νομισθῇ παιδεία πρὸς τὸ καλὸν ἡ τυραννία, ἡ ὁποία, ὡς ἀνωτέρω ἀπεδείχθη, εἶναι ἐχθρὰ πάσης ἀρετῆς καὶ πρόξενος πάσης κακίας; Πῶς, χυδαῖοι, δὲν τὸ βλέπετε, μόνον ἐκφωνεῖτε ὅ,τι σᾶς ἔλθῃ εἰς τὴν ἐνθύμησιν, χωρὶς νὰ στοχασθῆτε, ὅτι εἰς τοιαύτας ὑποθέσεις ἡ παραμικρὰ κακοεξήγησις φέρει ἀνεκδιήγητα καὶ πολυάριθμα κακὰ εἰς τοὺς ἀκροατάς;
Ἴσως ὅμως τὸ λέγετε πρὸς παρηγορίαν; Ὤ, κακὸν χρόνον νὰ ἔχητε καὶ ἐσεῖς καὶ ἡ παρηγορία σας! Αὐτὴ εἶναι χειροτέρα ἀπὸ τὴν ἰδίαν αἰτίαν τῆς θλίψεως, καὶ εἰς ἄλλο δὲν χρησιμεύει, παρὰ εἰς τὸ νὰ καταστῇ τοὺς Ἕλληνας πάντοτε ἀξίους παρηγορίας. Ἐσεῖς φωνάζετε μὲ ἄκραν ἡσυχίαν καὶ λέγετε: «Ἀγαπητοί, ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσεν τὴν ὀθωμανικὴν τυραννίαν, διὰ νὰ μᾶς τιμωρήσῃ διὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, καὶ παιδεύοντάς μας εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ μετὰ θάνατον ἀπὸ τὴν αἰώνιον κόλασιν». Ὦ ἐχθροὶ τῆς ἀληθείας, τουτέστι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Δὲν βλέπετε, ὁπού, μὲ αὐτὴν τὴν κακήν σας καὶ ἄτοπον παρηγορίαν, ὑποχρεώνετε τοὺς Ἕλληνας, ἀντὶς νὰ μισήσουν τὴν τυραννίαν καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, ἐξ ἐναντίας νὰ τὴν ἀγαπῶσι, καὶ μάλιστα, νὰ νομίζωνται εὐτυχεῖς, πιστεύοντες ἀπὸ ἁπλότητά των, ὅτι παιδεύονται εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, διὰ νὰ ἀποκτήσουν τὸν παράδεισον; Ποῖος Ἐσκαριώτης σᾶς ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν, νὰ προφέρητε τοιαύτην παρηγορίαν, ὅταν δὲν ἠξεύρετε νὰ τὴν ἐξηγήσητε, ὦ ἀναίσχυντοι; Τὰ ἁμαρτήματα, ἴσως, παιδεύονται μὲ ἄλλα ἁμαρτήματα, ὦ ἄφρονες; Δὲν στοχάζεσθε, πόσον ἀτιμεῖτε καὶ τὸν ἑαυτόν σας καὶ τὴν Ἐκκλησίαν μὲ τοὺς παραλογισμούς σας;
Ὅτι ἡ τυραννία εἶναι μισητὴ καὶ ἀπὸ τὸν θεὸν καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅτι εἶναι κακόν, ποῖος δὲν τὸ ἠξεύρει; Πῶς ἐσεῖς λοιπὸν τὴν παρασταίνετε σχεδόν - σχεδόν, ὡς ἕνα καλὸν εἰς τοὺς Ἕλληνας; Ποῖος φίλος παρηγορεῖ τὸν φίλον του διὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του, πρὶν ἀπεθάνῃ; Καὶ ἐσεῖς, ὁποὺ ὀνομάζεσθε ὑπερασπισταὶ καὶ φίλοι τῆς ἀνθρωπότητος, παρηγορεῖτε τοὺς Ἕλληνες, ὡσὰν νὰ εἶχαν χάσει τὴν πατρίδα των, καὶ τοὺς νομίζετε ὡσὰν τοὺς Ἑβραίους; Τί ἄλλο λέγουσιν οἱ φίλοι ἑνὸς υἱοῦ, ὁποὺ ἔχει τὸν πατέρα του ἄρρωστον, εἰμὴ ὅτι νὰ ἐλπίζῃ, νὰ κράξῃ ἰατρούς, καὶ νὰ προσπαθήσῃ νὰ τὸν ἰατρεύσῃ; Διατί καὶ ἐσεῖς δὲν λέγετε τὰ ἴδια πρὸς τοὺς Ἕλληνας διὰ τὴν ἀσθενῆ πατρίδα των, ἀλλὰ συμβουλεύετε ὅλον τὸ ἐναντίον ἀπ᾿ ὅ,τι τὸ εὐαγγέλιον παραγγέλλει; Ἐσεῖς οὐχί, οὐχί! δὲν εἶσθε ποιμένες, οὔτε ὁδηγοὶ τοῦ φωτός, ἀλλὰ λύκοι, καὶ ἡ καθέδρα τοῦ σκότους εἶσθε, ὦ ψεῦσται καὶ ὑποκριταί. Ἕως πότε ἡ ἀμάθεια θέλει καλύπτει τὴν μιαράν σας ψυχὴν μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ὑποκρισίας;
Φεῦ! Ἴσως τινὰς ἀπὸ αὐτοὺς πάλιν ἀποκριθῇ, ὅτι «πῶς νὰ κηρύξωμεν ἐπ᾿ ἄμβωνος τὰ τοιαῦτα; Δὲν δυνάμεθα, φοβούμεθα». Ἔ! δοῦλε ἄπιστε τῆς ἐκκλησίας, δὲν ἀπαρνήθης ἴσως ἐσὺ τὸν κόσμον, ὅταν ἐνδύθης τὸ φόρεμα τῆς ἱερωσύνης; Δὲν ἔταξες ἴσως ἐσύ, ψεῦστα καὶ πλάνε, νὰ θυσιάσῃς τὴν ψυχήν σου διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν προβάτων σου; Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ζητῶ τόσον ἀπὸ τὴν δειλήν σου ψυχήν! Καὶ ἐπειδὴ ἐσὺ δὲν τολμεῖς ἐπ᾿ ἄμβωνος νὰ λαλήσῃς τὴν ἀλήθειαν, καθὼς προφασίζεσαι, εἰπέ την κἂν κατὰ μόνας τῶν τόσων καὶ τόσων, ὁποὺ ἐξομολογεῖς, δίδαξέ τους τὸ ἀνθρώπινον εἶναι, δίδαξέ τους τὴν ἀληθῆ πίστιν τῶν χριστιανῶν, μάθε τους ὁποίων εἶναι ἀπόγονοι, ἀπόδειξόν τους πόσων κακῶν πρόξενος εἶναι ἡ τυραννία, καὶ παῦσον μίαν φορὰν ἀπὸ τὴν μονοτονίαν καὶ ταυτολογίαν.
Μὴν λέγῃς πάντοτε καὶ ὅλων τὰ ἴδια, πάντοτε νηστείαν καὶ ἐλεημοσύνην. Μὴν ὁμοιάζῃς ἐκείνους τοὺς ἀμαθεῖς ἰατρούς, ὁποὺ εἰς κάθε ἀρρωστίαν διορίζουν τὸ ἴδιον ἰατρικόν. Ἐνθυμήσου μίαν φορὰν διὰ πάντα, ὅτι ὁ Χριστὸς σοῦ παραγγέλλει νὰ ἰατρεύσῃς τὰς ψυχὰς τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ δὲν σοῦ διορίζει τὰ ἴδια μέσα διὰ ὅλους. Εἰπὲ τοῦ πλησίου νὰ δώσῃ ἐλεημοσύνην, ἀλλ᾿ εἰπὲ καὶ τοῦ πτωχοῦ, ὅτι ἡ πτωχεία δὲν εἶναι ἀτιμία. Μὴν οὐτιδανώνετε τὰς ἁπλὰς ψυχὰς τῶν γλυκυτάτων μου Ἑλλήνων μὲ τὰς μωρολογίας σας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ κακή μας τύχη σᾶς ἐπολλαπλασίασε, καὶ εἶσθε καὶ τόσον ἀμαθεῖς, προσπαθήσετε κἂν νὰ μὴν βλάπτετε, ἂν δὲν δύνεσθε νὰ ὠφελῆτε, τοὺς ταλαιπώρους χριστιανούς.
Παύσατε, τέλος πάντων, ἀπὸ τὴν λύσσαν τῆς φιλαργυρίας, διὰ νὰ ἀξιωθῆτε τῆς αἰωνίου μακαριότητος τοὐναντίον δέ, τὸ ἴδιον Εὐαγγέλιον καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες σᾶς προμηνύουν τὴν αἰώνιον κόλασιν, καὶ ἀλλοίμονον εἰς ἐσᾶς, καὶ εἰς τόσους ὁποὺ ἐξ αἰτίας σας τιμωροῦνται εἰς τὴν γῆν. Ἀλλ᾿ ἴσως ὄχι ἀργά, θέλει σᾶς δώσουν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι τὸν ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης σας κολάσεως, μὲ τὴν ἐκδίκησιν ὁποὺ ἐναντίον σας θέλει κάμωσι μόνοι των.
Ὦ ἀδελφοί μου Ἕλληνες, ἴσως δὲν καταλαμβάνετε πόσην δύναμιν ἔχουσι τὰ λόγια τῶν καλογήρων καὶ τῶν πνευματικῶν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἁπλουστάτων ἀκροατῶν. Πόσον ὀγληγορώτερα ἠθέλαμεν ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸν ζυγόν, ἂν οἱ πνευματικοὶ δὲν ἦτον ἀμαθεῖς, καθὼς εἶναι, καὶ ἂν ἐδίδασκον εἰς τὴν ἐξομολόγησιν μὲ γλυκὰ λόγια τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν ἀρετήν, τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν ὁμόνοιαν, καὶ ὅλα τὰ μέσα τῆς ἀνθρωπίνης εὐτυχίας. Ἀλλὰ πῶς νὰ φωτίσουν οἱ ἐσκοτισμένοι καὶ νὰ διδάξουν οἱ ἀμαθεῖς; Ἂς σιωπήσουν τὸ λοιπόν, ἂν δὲν ἠξεύρουν τί νὰ εἰποῦν.
Καὶ ἐσεῖς, ὦ ἐπίσκοποι καὶ ἀρχιεπίσκοποι, παύσατε, διὰ ὄνομα τοῦ θεοῦ, παύσατε πλέον ἀπὸ τὸ νὰ χειροτονήσετε ἱερεῖς, καὶ μή, φοβούμενοι νὰ πτωχύνῃ ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ ὑπηρέτας, τὴν γεμίζετε ἀπὸ ἀναξιωτάτους σκλάβους. Παύσατε ἀπὸ τὸ νὰ ἁρπάζητε πλέον, διότι ὅσα ἔχετε σᾶς φθάνουν νὰ ζήσητε ὡς ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ. Μάλιστα δὲ σύ, ὦ πατριάρχα, ὁποὺ ὡς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας σέβεσαι παρὰ πάντων καὶ τιμᾶσαι, προσπάθησον νὰ διορθώσῃς τὰ κακά, ὁποὺ ἐπροξένησεν ἡ ἀμέλειά σου. Ἔκλεξον ἀρχιερεῖς τοὺς σοφοὺς καὶ ἐναρέτους, καταδάφισον ὅλα τὰ μοναστήρια, διὰ νὰ ὀλιγοστεύσῃς τὰ βάρη τοῦ λαοῦ, διόρθωσον μερικὰς συνηθείας τῆς θρησκείας, ὁποὺ τὴν σήμερον φανερῶς βλάπτουσι κατὰ πολλὰ τοὺς χριστιανούς.
Ὑποχρέωσε ὅλους τοὺς καλογήρους, νὰ ὑπάγουν νὰ σπουδάξουν εἰς τὰ σχολεῖα καὶ νὰ μεταχειρισθοῦν ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὁποὺ ἐξοδεύουσι εἰς τὸ νὰ περιφέρωνται ἀπὸ ὀσπίτιον εἰς ὀσπίτιον, εἰς τὴν μελέτην τῶν σοφῶν τῆς ἐκκλησίας καὶ εἰς τὸν ὀρθὸν λόγον. Πρόσταξε νὰ μένουν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων εἰς τὰς ἐκκλησίας καὶ νὰ μὴν ἀποκαταστῶνται εἶδος ἐμπορίου. Ἐμπόδισε τὰ θαύματα, διὰ νὰ ἐξαλείψῃς τὴν δεισιδαιμονίαν. Μὴν στοχάζεσαι νὰ φανῇς ἀνευλαβὴς εἰς τὸν Θεὸν διὰ τοῦτο, ἐπειδὴ ἡ μεγαλειότης Του εἶναι ἄκρα καὶ ἀκατάληπτος· ἡ κτίσις τοῦ Παντὸς εἶναι ἀρκετὴ νὰ ἀποδείξῃ κάθε ἀνθρώπου τὴν παντοδυναμίαν Του, χωρὶς νὰ ἔχῃ χρείαν ἀπὸ τὰ ψευδολογήματα τῶν καλογήρων . Ἤ, τέλος πάντων, ἂν παντάπασιν δὲν ἠμπορέσῃς νὰ τὰ ἐξαλείψῃς, σμίκρυνε κἂν τὸν ἀριθμόν των καὶ τὴν ἀναίσχυντον καὶ βάρβαρον κατάχρησιν, ὁποὺ οἱ καλόγηροι τῶν μοναστηρίων ἔκαμαν.
Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἐκκλησίας τὰς γυναῖκας, ἤτοι τὰς καλογραίας, διὰ νὰ ὀλιγοστεύσουν τὰ ἁμαρτήματα τῶν καλογήρων. Καὶ κάμε, τέλος πάντων, μίαν φορὰν τὸ χρέος σου, διὰ νὰ φανῇς πιστὸς δοῦλος καὶ ἐπίτροπος ἀληθὴς τοῦ Χριστοῦ. Τότε τὸ ἱερατεῖον, ὁποὺ σήμερον ὁ φιλόσοφος καὶ ἐνάρετος κατηγορεῖ καὶ ἀποστρέφεται, θέλει σέβεται καὶ ἐπαινεῖται. Τότε, θέλει ἀποκατασταθῆ ἡ εὐτυχία καὶ ἡ παρηγορία τῶν πιστῶν, ὄχι δὲ ἡ μάστιξ καὶ ἡ λύπη. Καὶ τότε τέλος πάντων - ὁποὺ εἶναι τὸ ἀναγκαιότερον - ἡ τυραννία θέλει ἀδυνατίσει, καὶ πολλὰ εὐκολώτερα θέλει λάμψει εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸ εὐαγὲς ἄστρον τῆς ἐλευθερίας.
Ναί, πατριάρχα, ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, πνευματικοὶ καὶ ἁπαξάπαντες Ἕλληνες ἀγαπητοί μου, ὁποὺ τὸ ἔνδυμα τῆς ἱερωσύνης φέρετε, μὴν ἀδημονήσετε ἀπὸ τοὺς λόγους μου, ὁποὺ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πατριωτικὴ ἀγάπη μου μοὶ ὑπαγόρευσεν. Συγχωρήσατέ με πρὸς τούτοις, ἂν οὕτως σᾶς φανῇ εὔλογον, διὰ τὴν τόλμην καὶ θάρρος, μὲ τὸ ὁποῖον σᾶς ὡμίλησα, καὶ κάμετε μὲ τὸ παράδειγμά σας, νὰ σιωπήσῃ εἰς τὸ ἑξῆς κάθε χριστιανὸς ἀπὸ τὸ νὰ σᾶς συμβουλεύῃ. Μὴν καταδέχεσθε πλέον νὰ σᾶς κράζουν προδότας καὶ λαοπλάνους. Ἐγκαλιασθῆτε τὴν ἀρετήν. Τιμήσετε τοὺς τόσους καὶ τόσους ἐναρέτους ἱερεῖς, ὁποὺ ἡ πολυτέλεια τῶν θρόνων σας ἀπεδίωξεν εἰς τὰς ἐρημίας. Καλέσετε τὴν ἀξιότητα εἰς τὴν διοίκησιν, καί, ἐν ἑνὶ λόγῳ, εἶσθε εἰς τὸ ἑξῆς ἐκεῖνο ὁποὺ τάζετε νὰ εἶσθε.
Ἐσεῖς δέ, ὦ ἐνάρετοι καὶ σεβάσμιοι ἄνδρες, ἂν καὶ ἀναγνώσετε ποτὲ τοῦτον μου τὸν λόγον, παρακαλῶ σας θερμῶς, νὰ μὴν ὑποψιάσητε εἰς ἐμένα οὔτε ἀνευλάβειαν, οὔτε κακοήθειαν. Ὁ ζῆλος τῆς πατρίδος μου, ὁ ἔρως τῆς ἐλευθερίας, καὶ ἡ ἐλεεινὴ σημερινὴ κατάστασις τῶν Ἑλλήνων τὸν ἔγραψαν διὰ μέσον μου. Ἐγώ, βέβαια, ἂν δὲν ἐγνώριζα καὶ ἐμμέσως καὶ ἀμέσως πολλοὺς ἐναρέτους σοφοὺς ἱερεῖς καὶ ἀληθεῖς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἤθελα ἀρχίσει ποτὲ νὰ γράψω. Ἔγραψα, διότι ἐλπίζω τὸ περισσότερον ἀπὸ ἐσᾶς. Ἔγραψα, ἐπειδὴ ὅλος μου ὁ σκοπὸς εἶναι πρὸς τὸ καλὸν τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία, ἀγκαλὰ καὶ βεβυθισμένη εἰς τόσα κακά, φυλάττει ὅμως πάντοτε πολυτίμους θησαυροὺς εἰς τὸν κόλπον της, καὶ ἐσεῖς εἶσθε ἐκεῖνοι.
Ναί, σεβάσμιοι πατέρες, μὴν ἀπελπισθῆτε διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς Ἑλλάδος. Μὴν σᾶς τρομάξῃ τὸ μέσον. Ὁ καιρὸς ἤγγικεν, καὶ ἡ Ἑλλὰς ζητεῖ ἀπὸ τὸ ἱερατεῖον τὴν ἀρχὴν τῆς ἐλευθερώσεώς της. Προετοιμάσατε τὰς ψυχὰς τῶν χριστιανῶν εἰς τὸ νὰ ἀναστηθῶσι ἀπὸ τὸν βόρβορον τῆς δουλείας, διὰ νὰ δοξασθῆτε καὶ ἐν τῇ Ἑλλάδι καὶ ἐν τῷ οὐρανῷ. Μὴν νομίσετε, πρὸς τούτοις, ὡς τέλος, ἀλλ᾿ ὡς ἀρχὴν τοῦ σκοποῦ μου τὸ παρὸν βιβλιάριον.
Ἐσεῖς δέ, ὦ εὐλαβέστατοι ἱερεῖς, ὁποὺ καὶ τὸ πολύτιμον φόρεμα τῆς διδασκαλίας ἔχετε, καὶ εἰς τὰ σχολεῖα τοὺς νέους διδάσκετε, μὴν ἀμελήσητε καὶ διὰ φωνῆς, καὶ διὰ γραμμάτων, ἀπὸ τὸ νὰ ἀνοίξητε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν Ἑλλήνων. Ἐσεῖς ἔχετε διὰ τοιοῦτον τέλος τὰ ἀναγκαιότερα μέσα, τὴν ἀρετὴν λέγω καὶ τὴν σοφίαν. Γράψατε καὶ πλατύτερα καὶ σαφέστερα τὴν ἀλήθειαν ἀπ᾿ ὅ,τι ἐγὼ ἔκαμα, καὶ μὴν ἀμφιβάλλετε, ὅτι ἐντὸς ὀλίγου ἡ πατρίς μας θέλει δοξάσει τὰ ὀνόματά σας, καὶ οἱ Ἕλληνες δὲν θέλει φανῶσιν ἀγνώμονες εἰς τὰς χάριτάς σας.
Ἀκροασθῆτε τὰς συμβουλὰς τοῦ νέου Ἱπποκράτους, τοῦ ἐναρέτου φιλοσόφου Ἕλληνος, τοῦ ἐν Παρισίοις, λέγω, κυρίου Κοραῆ. Μιμηθῆτε τὸν ἀξιάγαστον καὶ ἀληθῆ ἱερέα καὶ ὀπαδὸν τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἐν Κερκύρᾳ, λέγω, κὺρ Παπ᾿ Ἀνδρέα. Ἐκριζώσατε τὴν δεισιδαιμονίαν καὶ τὴν ἀμάθειαν μαζί, καὶ θυσιάσατε, ἂν ἡ χρεία τὸ καλῇ, κάθε μερικόν σας καλὸν διὰ τὸ καλὸν τῆς κοινότητος.
Ἀλλά, εἰς τί ὁ πατριωτικὸς ἐνθουσιασμός μου μὲ παρακινεῖ! Ἐγὼ νὰ νουθετήσω τὰ ὑποκείμενά σας; Ἔ, μὴ γένοιτο! Ἐσεῖς πολλὰ καλὰ γνωρίζετε τὸ χρέος σας, καὶ ἐλπίζω ὀγλήγορα νὰ τὸ βεβαιωθῶ ἐμπράκτως.
Ἰδοὺ λοιπόν, ὦ Ἕλληνες, ὁποὺ ἀρκετῶς ἀπεδείχθη, πόσον τὸ σημερινὸν ἑλληνικὸν ἱερατεῖον ἐμποδίζει καὶ κρύπτει τὴν ὁδὸν τῆς ἐλευθερώσεως τῶν Ἑλλήνων, καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ πρώτη καὶ μεγαλειτέρα αἰτία, ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον εὑρισκόμεθα ὑπὸ τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας. Μετ᾿ αὐτῆς δὲ ἀκολουθεῖ ἡ δευτέρα αἰτία, ἡ ὁποία, ἂν καὶ δὲν κατέχῃ τὸν πρῶτον τόπον, δὲν εἶναι ὅμως ὀλιγότερον ἐπιζήμιος εἰς τὴν Ἑλλάδα, καθὼς θέλω προσπαθήσει νὰ ἀποδείξω. Αὕτη δὲ εἶναι, ὡς προεῖπον, ἡ ἀπουσία τῶν ἀξιωτέρων ὑποκειμένων τῆς Ἑλλάδος.
Για την αντιγραφή Κώστας Μ.
Δημοσίευση σχολίου