Ο Β. Παπάζογλου γεννήθηκε στο Ντουρμπαλί της Σμύρνης το 1896, ήταν αυτοδίδαχτος μουσικός και από παιδί έμαθε μαντολίνο και αργότερα κιθάρα βιολί και μπάντζο.
Έπαιζε στη Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα του Σιδερή, γνωστής ως «Πολιτάκια» ως δεύτερο μαντολίνο όπου με τη βοήθεια του Σπύρου Περιστέρη έμαθε μουσική σημειογραφία.
Παντρεύεται σε ηλικία 16 χρονών αλλά αργότερα θα χωρίσει.
Ο Β. Παπάζογλου είχε δικό του σύστημα αξιών που δεν το παραβίαζε για κανένα λόγο και με οποιοδήποτε τίμημα γι’ αυτό απέκτησε το ψευδώνυμο ''αγγούρι''.
Ποτέ του δεν αντέγραψε κανέναν και τα τραγούδια που έγραφε ήταν πρωτότυπα. Επίσης ήταν αντίθετος στη συνήθεια όταν ένα τραγούδι γινόταν επιτυχία να κυκλοφορεί ένα δεύτερο της ίδιας θεματολογίας.
Όταν ο συνάδελφός του Σκαρβέλης του είπε: «Βαγγελάκη, βλέπεις ότι ο Λαθρέμπορας περπατάει, γράψε άλλον ένα... » η απάντηση του ήτανε: «Εγώ το ξέρεις δε γίνομαι ρεζίλης να ξαναγράψω για το ίδιο πράμα. Να γράψω κι ένα και δυο να σας τα δώσω, αλλά ποτέ στο όνομά μου».
Ο Β. Παπάζογλου έγραφε τραγούδια για τη δισκογραφία και χάρισε πολλά του τραγούδια σε συναδέλφους του. Ο ίδιος, αν και τραγούδαγε στα πάλκα, αρνιόταν να τραγουδήσει σε δίσκους, η φωνή του του όμως έχει ηχογραφηθεί στο διάλογο με το Στελλάκη που προηγείται του τραγουδιού "Η φωνή του αργιλέ" (Πέντε χρόνια δικασμένος).
Το 1937 αντέδρασε στην λογοκρισία του Μεταξά και όταν του ζήτησαν στο τραγούδι «Μπατίρης» στους στίχους «Πάσχω να βρω την τύχη μου για να την αρωτήσω, αν έχω το δικαίωμα ελεύθερος να ζήσω» να τροποποιήσει τη φράση «ελεύθερος να ζήσω» σε «χαρούμενος να ζήσω», τους απαντά: «Έτσι σας αρέσει; Ε... εμένα έτσι δεν μ’ αρέσει. Εγώ δεν είμαι χαρούμενος άμα δεν είμαι λεύτερος. Εγώ άμα έχω σκλαβιά πάνω από το κεφάλι μου δεν γελώ. Έτσι είμαι μαθημένος... Δεν τα δίνω τα κομμάτια».
Αρνείται να συμβιβαστεί με τη λογοκρισία και 36 τραγούδια που είχε έτοιμα για ηχογράφηση δεν ηχογραφήθηκαν λέγοντας ότι δεν δέχεται να κρίνουν τα τραγούδια του ''αμόρφωτοι άνθρωποι''.
Στη διάρκεια τις κατοχής που ο λαός δεν μπορεί να διασκεδάσει αρνείται να παίζει και να τραγουδά στα πάλκα για να διασκεδάζει ''φχαριστημένους και μαυραγορίτες'', ''όταν νυχτώνει τα πουλιά δεν κελαηδούν'' έλεγε.
Άρχισε τότε να κάνει τον παλιατζή για να ζήσουν με αποτέλεσμα να υποσιτίζεται και να προσβληθεί από φυματίωση.
Η Αγγέλα πούλησε ό,τι είχαν για λίγο φαγητό, έτσι ο Βαγγέλης πεθαίνει στις 27 Ιουνίου του 1943 και θάφτηκε χωρίς παπά γιατί ο παπάς είχε πολλή δουλειά...
Υπάρχει μαρτυρία του συναδέλφου του Γρήγορη Ασίκη, ότι λίγο πριν πεθάνει πήγε στην οδό Αθηνάς 33, στο στέκι των μουσικών και μοίρασε σε συναδέλφους του παρτιτούρες πολλών ανέκδοτων τραγουδιών του, δείχνοντας μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του αλληλεγγύη. Στη δεκαετία του ’60 τα τραγούδια του λεηλατήθηκαν αφού η Αγγέλα τυφλή πια δεν μπορούσε να τους σταματήσει.
Ο γιος τους Γιώργης Παπάζογλου έγραψε ένα βιβλίο με τις αφηγήσεις της Αγγέλας με τίτλο «Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης - Αγγέλα Παπάζογλου - Τα χαΐρια μας εδώ»
Μερικά απ’ τα καλύτερα του τραγούδια είναι: "Βάλε με στην αγκαλιά σου", "Η φωνή του αργιλέ" (πέντε χρόνια δικασμένος), "Ο ξεμάγκας" (βαρέθηκα τον αργιλέ), "Το παιδί του δρόμου", "Το προσφυγάκι".
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου εκτός από εξαίρετος μουσικός ήταν ο ασυμβίβαστος που πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή τις επιλογές του και πάνω απ’ όλα παρέμεινε άνθρωπος.
Πηγή: Γιώργος Βιδάκης - f/b
Έπαιζε στη Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα του Σιδερή, γνωστής ως «Πολιτάκια» ως δεύτερο μαντολίνο όπου με τη βοήθεια του Σπύρου Περιστέρη έμαθε μουσική σημειογραφία.
Παντρεύεται σε ηλικία 16 χρονών αλλά αργότερα θα χωρίσει.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά. Το 1927 παντρεύεται τη Σμυρνιά τραγουδίστρια Αγγέλα Μαρωνίτη, στα 1929 η Αγγέλα τυφλώνεται, παιδιά δεν απέκτησαν αλλά υιοθέτησαν τον ανιψιό της Αγγέλας, Γιώργη Παπάζογλου.
Ο Β. Παπάζογλου είχε δικό του σύστημα αξιών που δεν το παραβίαζε για κανένα λόγο και με οποιοδήποτε τίμημα γι’ αυτό απέκτησε το ψευδώνυμο ''αγγούρι''.
Ποτέ του δεν αντέγραψε κανέναν και τα τραγούδια που έγραφε ήταν πρωτότυπα. Επίσης ήταν αντίθετος στη συνήθεια όταν ένα τραγούδι γινόταν επιτυχία να κυκλοφορεί ένα δεύτερο της ίδιας θεματολογίας.
Όταν ο συνάδελφός του Σκαρβέλης του είπε: «Βαγγελάκη, βλέπεις ότι ο Λαθρέμπορας περπατάει, γράψε άλλον ένα... » η απάντηση του ήτανε: «Εγώ το ξέρεις δε γίνομαι ρεζίλης να ξαναγράψω για το ίδιο πράμα. Να γράψω κι ένα και δυο να σας τα δώσω, αλλά ποτέ στο όνομά μου».
Ο Β. Παπάζογλου έγραφε τραγούδια για τη δισκογραφία και χάρισε πολλά του τραγούδια σε συναδέλφους του. Ο ίδιος, αν και τραγούδαγε στα πάλκα, αρνιόταν να τραγουδήσει σε δίσκους, η φωνή του του όμως έχει ηχογραφηθεί στο διάλογο με το Στελλάκη που προηγείται του τραγουδιού "Η φωνή του αργιλέ" (Πέντε χρόνια δικασμένος).
Το 1937 αντέδρασε στην λογοκρισία του Μεταξά και όταν του ζήτησαν στο τραγούδι «Μπατίρης» στους στίχους «Πάσχω να βρω την τύχη μου για να την αρωτήσω, αν έχω το δικαίωμα ελεύθερος να ζήσω» να τροποποιήσει τη φράση «ελεύθερος να ζήσω» σε «χαρούμενος να ζήσω», τους απαντά: «Έτσι σας αρέσει; Ε... εμένα έτσι δεν μ’ αρέσει. Εγώ δεν είμαι χαρούμενος άμα δεν είμαι λεύτερος. Εγώ άμα έχω σκλαβιά πάνω από το κεφάλι μου δεν γελώ. Έτσι είμαι μαθημένος... Δεν τα δίνω τα κομμάτια».
Αρνείται να συμβιβαστεί με τη λογοκρισία και 36 τραγούδια που είχε έτοιμα για ηχογράφηση δεν ηχογραφήθηκαν λέγοντας ότι δεν δέχεται να κρίνουν τα τραγούδια του ''αμόρφωτοι άνθρωποι''.
Στη διάρκεια τις κατοχής που ο λαός δεν μπορεί να διασκεδάσει αρνείται να παίζει και να τραγουδά στα πάλκα για να διασκεδάζει ''φχαριστημένους και μαυραγορίτες'', ''όταν νυχτώνει τα πουλιά δεν κελαηδούν'' έλεγε.
Άρχισε τότε να κάνει τον παλιατζή για να ζήσουν με αποτέλεσμα να υποσιτίζεται και να προσβληθεί από φυματίωση.
Η Αγγέλα πούλησε ό,τι είχαν για λίγο φαγητό, έτσι ο Βαγγέλης πεθαίνει στις 27 Ιουνίου του 1943 και θάφτηκε χωρίς παπά γιατί ο παπάς είχε πολλή δουλειά...
Υπάρχει μαρτυρία του συναδέλφου του Γρήγορη Ασίκη, ότι λίγο πριν πεθάνει πήγε στην οδό Αθηνάς 33, στο στέκι των μουσικών και μοίρασε σε συναδέλφους του παρτιτούρες πολλών ανέκδοτων τραγουδιών του, δείχνοντας μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του αλληλεγγύη. Στη δεκαετία του ’60 τα τραγούδια του λεηλατήθηκαν αφού η Αγγέλα τυφλή πια δεν μπορούσε να τους σταματήσει.
Ο γιος τους Γιώργης Παπάζογλου έγραψε ένα βιβλίο με τις αφηγήσεις της Αγγέλας με τίτλο «Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης - Αγγέλα Παπάζογλου - Τα χαΐρια μας εδώ»
Μερικά απ’ τα καλύτερα του τραγούδια είναι: "Βάλε με στην αγκαλιά σου", "Η φωνή του αργιλέ" (πέντε χρόνια δικασμένος), "Ο ξεμάγκας" (βαρέθηκα τον αργιλέ), "Το παιδί του δρόμου", "Το προσφυγάκι".
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου εκτός από εξαίρετος μουσικός ήταν ο ασυμβίβαστος που πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή τις επιλογές του και πάνω απ’ όλα παρέμεινε άνθρωπος.
Πηγή: Γιώργος Βιδάκης - f/b
Δημοσίευση σχολίου