
Κάποια στιγμή θα βρούμε χρόνο να αφιερώσουμε μια ολοκληρωμένη ανάρτηση μας για την ιστορία του εργατικού τραγουδιού στην Ελλάδα παραθέτοντας πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία από το καταπληκτικό βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη «Ρεμπέτικο και πολιτική».
Προς το παρόν αποσπάσματα από ένα άρθρο της εφημερίδας «Χαραυγή»:
"Η Μικρασιατική Καταστροφή και η έλευση των μικρασιατών προσφύγων το 1922 διαμορφώνει νέους όρους σε όλους τους τομείς της ζωής στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στο κομμάτι του πολιτισμού. Το λαϊκό τραγούδι βάζει τα πρώτα και γερά θεμέλια που θα το κρατήσουν ζωντανό στις καρδιές και τη συνείδηση του λαού για αρκετές δεκαετίες.
Το 1932 ο Παναγιώτης Τούντας γράφει το τραγούδι ο Εργάτης, το πρώτο λαϊκό, όπου οι εργάτες αρχίζουν να κατανοούν την οργανωμένη ύπαρξη της τάξης τους: Είμαι εργάτης τιμημένος όπως όλη η εργατιά και τεχνίτης ξακουσμένος λεοντάρι στη δουλειά Ο Βαγγέλης Παπάζογλου το 1937 με το τραγούδι Το παιδί του δρόμου μας δίνει ένα από τα πρώτα δείγματα τραγουδιού κοινωνικού προβληματισμού με έντονες αναφορές στην κοινωνική αδικία της εποχής. Ο στίχος «βρέθηκα έτσι στον ντουνιά» βγήκε μετά από αλλαγή άλλου στίχου με αφορμή τα τραγικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης του 1936 και τους δεκάδες νεκρούς και τραυματίες εργάτες.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης με το όσοι έχουνε πολλά λεφτά, μας δίνει με το δικό του κλασσικό τρόπο την κοινωνική κριτική εναντίον του πολιτικού κατεστημένου και της άρχουσας τάξης. Πάλι ο Μάρκος Βαμβακάρης την ίδια χρονιά με το τραγούδι Ο Μάρκος υπουργός, κινείται με μια έντονη σαρκαστική διάθεση και μετά τις συμπληρώσεις που έγιναν επί του πάλκου (τελευταία πρόσθετη) στροφή είναι εμφανής η προσπάθεια που γίνεται για πλατύτερη υποστήριξη του Παλλαϊκού Μετώπου. Ο Παναγιώτης Τούντας το 1934 με το τραγούδι Εγώ είμ’ η μπολσεβίκα, προβάλλει τη δυνατότητα της απελευθέρωσης της γυναίκας που έδωσε η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917.

Το τέλος της γερμανικής κατοχής και η έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου συμπίπτουν όσον αφορά το λαϊκό τραγούδι με μια εποχή έντονης λογοκρισίας, οδηγώντας πολλά από τα καλύτερα τραγούδια των λαϊκών δημιουργών της εποχής στα καλάθια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών «ως έχοντα αλληγορικήν σημασίαν, εξ ου δύνανται να δημιουργηθούν αντεγκλήσεις και διασάλευσις της τάξεως». Τραγούδια σύμβολα όπως: Κάποια μάνα αναστενάζει, Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, και Φτωχέ διαβάτη, αποδίδουν το κλίμα μιας εποχής όπου οι νικητές επιβάλλονται κατά των ηττημένων σε όλα τα επίπεδα, προσφέροντας μια ακόμη πιο μελαγχολική εικόνα σε μια άκρως διχασμένη κοινωνία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο αποκλεισμός και η λογοκρισία βάζουν στο περιθώριο σημαντικούς (εμπορικούς) συνθέτες, όπως οι Βασίλης Τσιτσάνης και Μάρκος Βαμβακάρης.
Ο πρώτος εκτοπίζεται από τις εταιρίες δίσκων, γιατί αρνείται να γράψει κατά παραγγελία και ο δεύτερος μεταξύ 1951-59 δίνει στην εγχώρια δισκογραφία μόνο δύο τραγούδια. Η κοινωνική αδικία και οι συνθήκες της ζωής εκφράστηκαν από τραγούδια όπως το Πάλιωσε το σακάκι μου του Βασίλη Τσιτσάνη, η Φτώχεια του Απόστολου Χατζηχρήστου και με κορυφαίο το τραγούδι Της κοινωνίας η διαφορά του Βασίλη Τσιτσάνη που απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία, εκφράζουν παραστατικά το κλίμα της εποχής.

Ο Γυάλινος κόσμος του Απόστολου Καλδάρα σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα εργατικού-λαϊκού τραγουδιού: Ναι σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε, για να φτιάξω μια καινούργια κοινωνία άλληνε».
Ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια αφιερωμένα στην εργατιά
Καλή σας ακρόαση
Δημοσίευση σχολίου