Είναι στην κυριολεξία «διαμάντια» τα χρονογραφήματα που έχει γράψει στην περίοδο της Κατοχής ο μεγάλος κομμουνιστής παιδαγωγός Κώστας Βάρναλης. Και όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που τα περιέχει –κυκλοφορεί σήμερα μαζί με την εφημερίδα «Εθνος»- στην εποχή που γράφτηκαν στην εφημερίδα «Πρωία», «μια λέξη κοινωνικής κριτικής παραπάνω μπορούσε να οδηγήσει τον χρονογράφο στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου».
Παρ’ όλα αυτά όμως, ο Κώστας Βάρναλης «κατόρθωσε με τις στήλες του στην εφημερίδα να συμπαρασταθεί στον κόσμο που δεινοπαθούσε, να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα στις πιο δραματικές ώρες και να αναδείξει στα τραγικά γεγονότα το ενυπάρχον κωμικό στοιχείο» σημειώνει ο Γιώργος Ζεβελάκης που είχε την επιλογή κειμένων και την επιμέλεια του βιβλίου.
Μια γεύση απ’ αυτά τα χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη στο παρακάτω κείμενο:
Μια ψίχα ψωμιού, μουσκεμένη στο κρασί, αποτελεί κατάπλασμα για τα πρηξίματα - κατά τη λαϊκή ιατρική. Αλλά και μια φέτα ψωμί, βουτημένη σε «άκρατον οίνον», αποτελούσε το «πρωινό ρόφημα» των αρχαίων Ελλήνων (όθεν και «ακράτισμα» λεγότανε το πρόγευμα), αλλά κι αποτελεί ακόμα το πρωινό ρόφημα των νεότερων Ελλήνων της υπαίθρου. Οι γεωργικοί και κτηνοτροφικοί πληθυσμοί δεν πίνουνε γάλα το πρωί (το γάλα, σου λένε, είναι για τους αρρώστους) κι ούτε ο καφές και το τσάι έχουν ακόμα περάσει την πόρτα του σπιτιού τους. Άντρες και γυναίκες, μεγάλοι και μικροί θα πάρουνε το πρωί από ένα ποτήρι κρασί και μια φέτα ψωμί και θα κολατσίσουν.
— Η γη θέλει κρασί για να δουλευτεί, μου έλεγε κάποτες ένας κηπουρός, που δίπλα στην πατατούκα του είχε και μια τσότρα κρασί για να πίνει κάθε τόσο και να... τραγουδά.
Εδώ και είκοσι πέντε αιώνες συνεχίζεται η παράδοση του «ακρατίσματος» στη χώρα μας. Όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, δεσπότης ακόμα της Πελοποννήσου, έπινε καφέ (ο Σπ. Λάμπρος βρήκε σε κάποιο έγγραφο του Κωνσταντίνου τη λέξη «καφεκούτιον»), οι περισσότεροι Ελληνες αγνοούν αυτό το θείο αφέψημα.
Αλλά το γεγονός αυτό δεν έχει σημασία. Όμως όσοι επιμένουν έτσι στα «πάτρια», υποβάλλουν στην ίδια δίαιτα και τα παιδιά τους. Και γιατί δεν υπάρχει άλλη δίαιτα και γιατί θέλουνε τα παιδιά τους – και μάλιστα τα αγόρια τους- να γίνονται … έξυπνα και να συνιθίζουνε από μικρά το κρασί, για να μην τους «πιάνει» αργότερα όταν μεγαλώσουν. Γι’ αυτό τα ποτίζουνε κρασί, όχι μονάχα το πρωί, παρά και το μεσημέρι και το βράδυ. Και κολακεύονται όταν τα βλέπουν μεθυσμένα να γελούνε, να φωνάζουνε και να … βρίζουν.
Κάποιος φίλος μου σχολάρχης στα περίχωρα της Αθήνας, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τα παιδιά, από την πρώτη ώρα του μαθήματος, κουτουλούσανε, γλαρώνανε τα μάτια τους και τα ‘παιρνε ο ύπνος.
-Αυτή η γραμματική της «αττικής διαλέκτου» τα κοιμίζει τα παιδιά, είπε μια μέρα σ’ ένα συνάδελφό του. Τα χωριατόπαιδα δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τις σκουληκομερμηγκότρυπες μιας νεκρής γλώσσας. Φταίει το εκπαιδευτικό μας σύστημα που δε λογαριάζει τις πραγματικότητες κ’ επιβάλλει την κλασική μόρφωση στα παιδιά των αστικών κέντρων και στα παιδιά της υπαίθρου.
Όλα αυτά τα χωριατόπαιδα, που έρχονται ξυπόλυτα στο σχολείο, γιατί είναι τέκνα της φύσεως, μόλις τελειώσουν το σχολείο, θα φορέσουνε την ποδιά και θα γίνουν χτίστες με το πηλοφόρι, αμπελουργοί, καρολόγοι, κτηνοτρόφοι –κι ούτε τα «λέγω – εύρηκα» θα τους χρησιμέψουν σε τίποτα, ούτε το «Sicilia est nsula». Χτυπήστε τον κώδωνα. Θα τα πάμε περίπατο τα παιδιά στη θάλασσα.
Αμέσως τα παιδιά γενήκανε περδίκια. Ζωηρέψανε, αστράψανε από χαρά και σ’ όλο το δρόμο τραγουδούσανε μαζί με τους δασκάλους το «Γερο-Δήμο» και τις «Σουλιώτισσες».
— Δεν είναι μονάχα η ανιαρή παιδεία που τα κοιμίζει τα χωριατόπουλά, του είπε στο δρόμο ο συνάδελφος. Αυτά τα παιδιά έρχονται κάθε πρωί στο σκολειό μεθυσμένα. Γιατί αντίς καφέ ή τσάι ή φασκόμηλο, πίνουνε μιαν ολάκερη καντήλα ρετσίνα των 14 βαθμών με σπιτίσιο σιταρένιο ψωμί.
Αυτό το πρόγευμα θέλει κατόπιν ύπαιθρο ή δουλειά χειρωνακτική. Όταν τα κλείνεις τα παιδιά στα τέσσερα ντουβάρια της αιθούσης, χωρίς να μπορούνε να κινηθούνε, να φωνάξουν και να καταναλώσουν τη φωτιά που τους δίνει το κρασί, δεν μπορούνε να προσέξουν και ναρκώνονται...
'Ετσι βρέθηκε το μυστικό της «ασθένειας του ύπνου».
Αλλά τι μας νοιάζει για τα παιδιά και για το εκπαιδευτικό σύστημα... Εμείς σήμερα θέλουμε κρασί κ’ οι ταβερνιάρηδες μας δίνουν νερό. «Ύδωρ πίνων», λέγανε οι αρχαίοι, «ουδέν χρηστόν αν τέκοις». Μετά την αναγκαστικήν υδροποσία, που μας επιβάλανε οι ταβερνιάρηδες, εμείς οι μεγάλοι «ουδέν χρηστόν τίκτομεν».
Παρ’ όλα αυτά όμως, ο Κώστας Βάρναλης «κατόρθωσε με τις στήλες του στην εφημερίδα να συμπαρασταθεί στον κόσμο που δεινοπαθούσε, να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα στις πιο δραματικές ώρες και να αναδείξει στα τραγικά γεγονότα το ενυπάρχον κωμικό στοιχείο» σημειώνει ο Γιώργος Ζεβελάκης που είχε την επιλογή κειμένων και την επιμέλεια του βιβλίου.
Μια γεύση απ’ αυτά τα χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη στο παρακάτω κείμενο:
Κρασοψιχιά
Μια ψίχα ψωμιού, μουσκεμένη στο κρασί, αποτελεί κατάπλασμα για τα πρηξίματα - κατά τη λαϊκή ιατρική. Αλλά και μια φέτα ψωμί, βουτημένη σε «άκρατον οίνον», αποτελούσε το «πρωινό ρόφημα» των αρχαίων Ελλήνων (όθεν και «ακράτισμα» λεγότανε το πρόγευμα), αλλά κι αποτελεί ακόμα το πρωινό ρόφημα των νεότερων Ελλήνων της υπαίθρου. Οι γεωργικοί και κτηνοτροφικοί πληθυσμοί δεν πίνουνε γάλα το πρωί (το γάλα, σου λένε, είναι για τους αρρώστους) κι ούτε ο καφές και το τσάι έχουν ακόμα περάσει την πόρτα του σπιτιού τους. Άντρες και γυναίκες, μεγάλοι και μικροί θα πάρουνε το πρωί από ένα ποτήρι κρασί και μια φέτα ψωμί και θα κολατσίσουν.
— Η γη θέλει κρασί για να δουλευτεί, μου έλεγε κάποτες ένας κηπουρός, που δίπλα στην πατατούκα του είχε και μια τσότρα κρασί για να πίνει κάθε τόσο και να... τραγουδά.
Εδώ και είκοσι πέντε αιώνες συνεχίζεται η παράδοση του «ακρατίσματος» στη χώρα μας. Όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, δεσπότης ακόμα της Πελοποννήσου, έπινε καφέ (ο Σπ. Λάμπρος βρήκε σε κάποιο έγγραφο του Κωνσταντίνου τη λέξη «καφεκούτιον»), οι περισσότεροι Ελληνες αγνοούν αυτό το θείο αφέψημα.
Αλλά το γεγονός αυτό δεν έχει σημασία. Όμως όσοι επιμένουν έτσι στα «πάτρια», υποβάλλουν στην ίδια δίαιτα και τα παιδιά τους. Και γιατί δεν υπάρχει άλλη δίαιτα και γιατί θέλουνε τα παιδιά τους – και μάλιστα τα αγόρια τους- να γίνονται … έξυπνα και να συνιθίζουνε από μικρά το κρασί, για να μην τους «πιάνει» αργότερα όταν μεγαλώσουν. Γι’ αυτό τα ποτίζουνε κρασί, όχι μονάχα το πρωί, παρά και το μεσημέρι και το βράδυ. Και κολακεύονται όταν τα βλέπουν μεθυσμένα να γελούνε, να φωνάζουνε και να … βρίζουν.
Κάποιος φίλος μου σχολάρχης στα περίχωρα της Αθήνας, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τα παιδιά, από την πρώτη ώρα του μαθήματος, κουτουλούσανε, γλαρώνανε τα μάτια τους και τα ‘παιρνε ο ύπνος.
-Αυτή η γραμματική της «αττικής διαλέκτου» τα κοιμίζει τα παιδιά, είπε μια μέρα σ’ ένα συνάδελφό του. Τα χωριατόπαιδα δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τις σκουληκομερμηγκότρυπες μιας νεκρής γλώσσας. Φταίει το εκπαιδευτικό μας σύστημα που δε λογαριάζει τις πραγματικότητες κ’ επιβάλλει την κλασική μόρφωση στα παιδιά των αστικών κέντρων και στα παιδιά της υπαίθρου.
Όλα αυτά τα χωριατόπαιδα, που έρχονται ξυπόλυτα στο σχολείο, γιατί είναι τέκνα της φύσεως, μόλις τελειώσουν το σχολείο, θα φορέσουνε την ποδιά και θα γίνουν χτίστες με το πηλοφόρι, αμπελουργοί, καρολόγοι, κτηνοτρόφοι –κι ούτε τα «λέγω – εύρηκα» θα τους χρησιμέψουν σε τίποτα, ούτε το «Sicilia est nsula». Χτυπήστε τον κώδωνα. Θα τα πάμε περίπατο τα παιδιά στη θάλασσα.
Αμέσως τα παιδιά γενήκανε περδίκια. Ζωηρέψανε, αστράψανε από χαρά και σ’ όλο το δρόμο τραγουδούσανε μαζί με τους δασκάλους το «Γερο-Δήμο» και τις «Σουλιώτισσες».
— Δεν είναι μονάχα η ανιαρή παιδεία που τα κοιμίζει τα χωριατόπουλά, του είπε στο δρόμο ο συνάδελφος. Αυτά τα παιδιά έρχονται κάθε πρωί στο σκολειό μεθυσμένα. Γιατί αντίς καφέ ή τσάι ή φασκόμηλο, πίνουνε μιαν ολάκερη καντήλα ρετσίνα των 14 βαθμών με σπιτίσιο σιταρένιο ψωμί.
Αυτό το πρόγευμα θέλει κατόπιν ύπαιθρο ή δουλειά χειρωνακτική. Όταν τα κλείνεις τα παιδιά στα τέσσερα ντουβάρια της αιθούσης, χωρίς να μπορούνε να κινηθούνε, να φωνάξουν και να καταναλώσουν τη φωτιά που τους δίνει το κρασί, δεν μπορούνε να προσέξουν και ναρκώνονται...
'Ετσι βρέθηκε το μυστικό της «ασθένειας του ύπνου».
Αλλά τι μας νοιάζει για τα παιδιά και για το εκπαιδευτικό σύστημα... Εμείς σήμερα θέλουμε κρασί κ’ οι ταβερνιάρηδες μας δίνουν νερό. «Ύδωρ πίνων», λέγανε οι αρχαίοι, «ουδέν χρηστόν αν τέκοις». Μετά την αναγκαστικήν υδροποσία, που μας επιβάλανε οι ταβερνιάρηδες, εμείς οι μεγάλοι «ουδέν χρηστόν τίκτομεν».
Δημοσίευση σχολίου