Άκης Πάνου «Για μένα ο δρόμος είναι δρόμος, τι πάει να πει είναι στραβός;»
Μαθημέ στις κακουχί – άιντε φτου κι απ΄την αρχή
τις κουβέ και πειθαρχί – αδιόρθω αναρχί
Δεν προσκυ ποτέ κανέ – λένε όχι λέω ναι
στην κρεμά έχω ανέ – με κηδέ και ζωντανέ
Τι με νοιά αν θα με φά – θα πεθά που θα πεθά
δεν τρομά ο μελλοθά – με σταυρό και Γολγοθά.
Εφτά νομά- δυστυχισμέ- σ’ ένα δωμά- φυλακισμέ-
δικαίως αγανακτησμέ- και με τα πάντα αηδιασμέ-
πώς τάχεις έτσι μοιρασμέ- ντουνιά ψευτοπολιτισμέ
«Απαλλάξτε την κοινωνία από τον κύριο και τα παρωχημένα τραγούδια του…»
Σαν φριχτοί πυροβολισμοί αντήχησαν τα λόγια του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Βασίλη Καπερνάρου στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Καβάλας.
Λίγους μήνες αργότερα η «ζωή του όλη» έγινε «κέρασμα στο Χάρο» αλλά τα «παρωχημένα» τραγούδια του παρέμειναν σημαίες πολιτισμού της χώρας…
Ο Αθανάσιος – Δημήτριος Πάνου γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1933 στην Καλλιθέα. Ο πατέρας του Εργάζονταν στη Βασιλική φρουρά κι αργότερα στο 15ο στρατιωτικό νοσοκομείο, ως γραμματέας. Ήταν τέσσερα αδέρφια, τα τρία αγόρια. Τη μύησή του στη μουσική θα πρέπει όμως να την πιστώσουμε στη μητέρα του. Εκείνη ήταν που του τραγουδούσε τα ρεμπέτικα της εποχής και τον πήρε από το χέρι να τον γνωρίσει σε σημαντικούς ανθρώπους. Έτσι, ο μικρός Θανασάκης (Άκης) βρέθηκε το 1946, στα δεκατρία του μόλις χρόνια, να παίζει σε διάφορες ταβέρνες βγάζοντας πιατάκι – κιθάρα και μπουζούκι πλάι στον Γιάννη Σταματίου, τον «Σπόρο».
Θυμάμαι στις διάφορες συζητήσεις που κάναμε με τον Γιάννη το Σταματίου για το λαϊκό τραγούδι και κάποια φορά πιάσαμε κουβέντα για τον Πάνου. «Κοίταξε να δεις», μου είχε πει, «με τον Άκη γνωριζόμασταν από παιδιά στο Μπραχάμι όπου γεννήθηκα εγώ και η οικογένεια του είχε έρθει και κατοικούσαν εκεί. Αυτά που έχει γράψει στο τραγούδι του ¨Εφτά νομά¨ ήταν η πραγματική του ζωή. Μένανε τότε σε ένα μαγαζί απ’ αυτά που ήταν κατεβασμένα τα ρολά και στη τζαμαρία είχαν κολλήσει εφημερίδες για να μη φαίνονται έξω. Κάναμε παρέα τότε νεαροί και παίζαμε και σε καμιά ταβέρνα βγάζοντας ¨σφουγκάρα¨ . Ήταν ένα μυαλό ανήσυχο, ανυπόταχτο και ασυμβίβαστο. Γι’ αυτό και εξεπλάγην τρομερά όταν έμαθα πως είχε γίνει μάρτυρας του Ιεχωβά. Αργότερα είχε αποστασιοποιηθεί βέβαια από τη θρησκεία, αλλά τρελαθήκαμε όταν μάθαμε ότι ο Άκης είχε κάνει το φόνο. Ο Άνθρωπος που λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων δεν θα δεχόταν ούτε αίμα να του έβαζαν αν χρειαζόταν, έφτασε στο σημείο να σηκώσει το πιστόλι και να σκοτώσει άνθρωπό. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έκανε κάτι τέτοιο»… Απόσωσε την κουβέντα του ο Σπόρος.
Κανείς;;; διερωτώμαι εγώ τώρα. Αλλά θα επανέλθω πιο κάτω επί του θέματος.
Στα 17 του το ‘σκασε από το σπίτι για να παντρευτεί την Δήμητρα, που πάντως την χώρισε για να παντρευτεί την Άννα, μητέρα των τεσσάρων παιδιών του. Μιλούσε πάντα στους γονείς του στον πληθυντικό και αυτό απαιτούσε και από τα παιδιά του.
Καλλιθέα, Δάφνη, Πετράλωνα, Αη-Γιάννης Ρέντης ήταν μερικές απ΄ τις περιοχές που εμφανίστηκε ως μουσικός μέχρι το 1958, οπότε και αποσύρθηκε ουσιαστικά από τη νύχτα. Ήταν η ώρα του Συνθέτη.
Δισκογραφεί το πρώτο του τραγούδι, «Το παιδί που απόψε πίνει», σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη με τη φωνή της Καίτης Γκρέυ. Τα χρόνια που ακολούθησαν δε χαρακτηρίστηκαν από κάποια ιδιαίτερη δραστηριοποίησή του, μέχρι να φτάσουμε στο 1967, έτος κυκλοφορίας του «Θα κλείσω τα μάτια» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Χαρούλα Λαμπράκη. Εκεί αισθάνθηκε και τον πέλεκυ της ανοησίας των Λογοκριτών• μόλις 15 μέρες κυκλοφόρησε ο δίσκος. Η «φτώχια» και η «μιζέρια» που προσπαθεί να αποποιηθεί ο ήρωας του τραγουδιού αντικαθίστανται από κάτι «λευκά περιστέρια» και η Βίκυ Μοσχολιού αναλαμβάνει το 1970 να ερμηνεύσει το τραγούδι με τους πολιτικά ορθούς στίχους.
Η πλέον δημιουργική δεκαετία του Άκη Πάνου έχει ξεκινήσει. «Η πιο μεγάλη ώρα», «Η ζωή μου όλη», «Και τι δεν κάνω», «Εγώ καλά σου τα “λεγα», «Πήρα απ” το χέρι σου νερό», «Δεν κλαίω για τώρα», «Για κοίτα με στα μάτια», «Ο τρελός», «Πυρετός». Ακολούθησαν το «Θέλω να τα πω», «Ο δρόμος είναι δρόμος», «Εφτά νομά σ” ένα δωμά».
Το 1974 κάνει την πρώτη καλλιτεχνική υπέρβαση. Μπαίνει στο στούντιο μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη για έναν μεγάλο δίσκο και συγκρούεται μαζί του. Εκεί που προηγουμένως είχαν ευλαβικά πειθαρχήσει ο Γ. Μπιθικώτσης και ο Στράτος Διονυσίου, ο Καζαντζίδης αντέδρασε: Δε δέχτηκε τον απόλυτο έλεγχο που ήθελε ο συνθέτης στην ηχογράφηση. Έτσι προέκυψαν μόνο 6 τραγούδια και ο δίσκος συμπληρώθηκε με παλαιότερες επιτυχίες του τραγουδιστή. Ωστόσο μέσα από το αγαπημένο του ενεάσημο (9/8) μέτρο, που κυριαρχεί και σ΄ αυτόν τον δίσκο, παρουσιάζει στίχους που υπερβαίνουν την μόδα της εποχής «φύγε – μη φύγεις», «Σ” αγαπώ – μ” αγαπάς» και απογειώνει τις ερμηνευτικές επιδόσεις του απόλυτου Έλληνα ερμηνευτή. για το ομότιτλο του δίσκου τραγούδι, «Η ζωή μου όλη», ο Καζαντζίδης είπε: «Είναι το καλύτερό μου κουστούμι, και αυτό που με εκφράζει περισσότερο.»
Το 1977 με σημαία ένα τραγούδι που γράφτηκε για τη συνεργασία του με τον Καζαντζίδη και ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά, ηχογραφεί το «Παρών!» Τραγούδια-σπονδές για τα πιο άγρια όνειρα των λαϊκών ανθρώπων, που θα επισκιάσει ο θρυλικός «Τρελός», ανεπανάληπτο σουξέ και καλλιτεχνική μονογραφή του Μητσιά!
Αν όμως οι δύο αυτοί δίσκοι ήταν η καλλιτεχνική του απογείωση, το 1982 έρχεται ο εμπορικότερος του δίσκος. «Θέλω να τα πω» με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. «Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ” ένα δωμά», τα σκωπτικά «Άνοιξε Πέτρο» και «αδιόρθω αναρχί», ξεσηκώνουν την Ελλάδα που έχει μόλις μπει σε μια νέα πολιτικοκοινωνική εποχή.
Την αμέσως επόμενη χρονιά οι Αδελφοί Φαληρέα εκτοξεύουν το: «Αφιερωμένο εξαιρετικά» με τα Παιδιά από την Πάτρα, τραγούδι του «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός»
Η επόμενη Δεκαετία τον βρίσκει να σιωπά καλλιτεχνικά και να φλερτάρει με την επικαιρότητα, μέσω επιστολών και άρθρων. Αποφάσισε να ξανανέβει στο πάλκο για δύο μόνο δεκαπενθήμερα: το 1989 στο «Επειγόντως» και το 1994 στα «9/8». Εκεί είχε στήσει το πάλκο σε δύο σειρές. Μπροστά οι μουσικοί, πίσω οι τραγουδιστές και δεν είχε αφήσει χώρο για πίστα.
Την 1η Αυγούστου 1997, πυροβολεί και σκοτώνει τον Σωτήρη Γιαλαμά, μη εγκρίνοντας την ερωτική σχέση που διατηρούσε το θύμα με την κόρη του Ελευθερία. Δικάζεται τον Μάρτιο του 1998 από το μικτό ορκωτό κακουργιοδικείο Καβάλας. «Δε μετανόησα γιατί δεν εννόησα τι έγινε» έλεγε, οχυρωμένος πίσω από τον προσωπικό του κώδικα. Κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε ισόβια χωρίς ελαφρυντικά. Δεν του αναγνωρίστηκε ούτε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, αλλά ούτε και αυτό της καλλιτεχνικής προσφοράς…
Τον τραγούδησαν όλα τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού. Δισκογράφησε 200 περίπου τραγούδια, ενώ πολλά έμειναν στο συρτάρι του. Αξιοσημείωτη είναι η έντονη φήμη που αναπτύχθηκε λίγο πριν πεθάνει, πως είχε δρομολογηθεί η συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος ήταν ο μόνος καλλιτέχνης πρώτης γραμμής που τον επισκέφθηκε στη φυλακή.
Επανέρχομαι στο ερώτημα «κανείς;», που ανέφερα πιο πάνω. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που προετοιμάζονται σε όλη τους τη ζωή για μια συγκεκριμένη στιγμή που θα προκύψει στη ζωή τους. Δεν γνωρίζουν ούτε πότε, ούτε πως, ούτε ποια, θα είναι η συγκεκριμένη στιγμή. Όμως αυτοί προετοιμάζονται συνεχώς για να είναι έτοιμοι όταν θα έρθει. Ένας από αυτούς ήταν και ο Άκης Πάνου. Τη συγκεκριμένη στιγμή που ο κώδικας τον αξιών του ευρέθη στο αδιέξοδο, «ως έτοιμος από καιρό ωσάν γενναίος» αναμετρήθηκε με τον εαυτό του πρωτίστως για να κάνει την υπέρβαση, την οποιαδήποτε υπέρβαση.
Στις 2 Φεβρουαρίου 2000 εισήχθη στο Ευγενίδειο θεραπευτήριο, όπου και κατέληξε την Παρασκευή 7 Απριλίου, στις 12 το μεσημέρι, από καρκίνο του παγκρέατος. Ήταν 67 ετών.
Αφιερωμένο εξαιρετικά σε όσους δικάζουν
Δεκαπέντε χρόνια μετά την δίκη που «απάλλαξε» την κοινωνία από κάτι τέτοιους «κυρίους» και τα «παρωχημένα» τραγούδια τους, όπως απαίτησε ο «κ.» εισαγγελέας…..
Κείμενο που έγραψε στις 27/02/2013 ο Πλανόδιος Αριστερός: Αντώνης Κασίτας, στην ιστοσελίδα μας
__________________
Με την ευκαιρία σας παραθέτουμε ένα κείμενο του Στέλιου Ελληνιάδη για τον μεγάλο αυτό δημιουργό, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς»:
Αυτός που κλε για να ταΐ, κουτσουβελάκια, απ’ το θεό κι από εμέ, συγχωρεμέ. Αυτός που κλε, για αποταμί, σε μασουράκια, παλιοκοπρί, αηδιαστί και συχαμέ.
Ο Άκης Πάνου απεχθανόταν τους πολιτικούς. Και δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί τους. Και ούτε είχε. Δεν θα μπορούσα όμως, να πω το ίδιο για την πολιτική, αν και αυτό δεν θα τον δυσαρεστούσε καθόλου. Και δεν μπορώ να το πω γιατί, με τα δικά μας κριτήρια, ο Άκης όλη του τη ζωή έκανε πολιτική. Κάθε του ενέργεια, κάθε του επιλογή, κάθε του τραγούδι έχει στοιχεία πολιτικής. Με την ευρύτερη έννοια. Είτε σαν σχόλιο κοινωνικό, είτε σαν αντίθεση σε ό,τι είθισται, είτε σαν προσπάθεια διαφυγής, είτε σαν καταγγελία, είτε σαν αποδοκιμασία.
Δε σ’ έμαθαν να ζεις ούτε και να γελάς, σε μάθανε να κλαις και να παρακαλάς, σε μάθανε να πονάς και να σωπαίνεις, σε μάθανε να γιορτάζεις που πεθαίνεις, σε μάθανε.
Ακόμα και πολλά ερωτικά του τραγούδια έχουν σκιά πολιτικής, είτε γιατί συνδέονται με καταστάσεις κοινωνικές είτε γιατί αγκαλιάζουν τη γυναίκα σαν ισότιμη ύπαρξη, με τα καλά της και τα κακά της, τα κοινά για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου, τοποθετώντας την πάντα στην κορυφή, σαν πηγή ζωής.
Ήπια τα χείλη σου και χάνομαι/ ήπια την ίδια τη ζωή/ κάτι γεννιέται το αισθάνομαι/ ήπια τα χείλη σου και χάνομαι…
Αλλά το πιο πολιτικό στοιχείο του Άκη ήταν η ίδια του η ζωή. Μια διαρκής ρήξη με τους ισχυρούς της δισκογραφίας και της σόου μπίζνες, μία άρνηση στους κανόνες του παιχνιδιού, μερικές φορές με θυμό και αγανάχτηση, άλλοτε με πικρία και αηδία.
Το φαρμάκι φτάνει κάποτε στο στόμα και δε νιώθεις πια το φόβο κανενός, δεν πονάει το ταλαίπωρο το σώμα όταν είσαι πεθαμένος ζωντανός.
Ο Άκης δεν έγραψε ποτέ τραγούδια κατά παραγγελία. Έγραφε όποτε είχε όρεξη, όποτε είχε έμπνευση, όποτε ένιωθε την ανάγκη να κάνει τραγούδι τη σκέψη του ή τα συναισθήματά του. Αλλά έγραφε κι όταν τον ενέπνεε κάποιο γεγονός και κυρίως κάποιο άτομο. Μια γυναίκα που τον συγκινούσε ερωτικά, ένας φίλος που έφυγε ή… ο Καζαντζίδης, γιατί ο Στέλιος ήταν μάλλον ο μόνος τραγουδιστής που εισχωρούσε στο μυαλό του Άκη όταν έγραφε ένα τραγούδι. Και ήταν κι αυτός ένας λόγος που σπάνια ο Άκης έμενε ευχαριστημένος από την ερμηνεία των τραγουδιών του από τους άλλους τραγουδιστές, ακόμα κι αυτών που κατά κοινή ομολογία είχαν ειπωθεί θαυμάσια. Τα έξι τραγούδια του Άκη που ερμήνευσε ο Καζαντζίδης αποτέλεσαν τον πήχυ με τον οποίο κρίνονταν πια όλες οι ερμηνείες, οι πριν και οι μετά.
Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο, που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω… Το θολωμένο μου μυαλό μ’ έχει προδώσει προ πολλού, του λέω αλλού και τρέχει αλλού… Τα όνειρα που χτίζονται μονάχα με τη σκέψη, κανείς μην τα πιστέψει, τα σβήνει η ζωή…
Αριστουργήματα, τραγουδισμένα τέλεια.
Από το 1977, που άρχισε η συνεργασία και η φιλία μου με τον Άκη, άλλαξε ο τρόπος που άκουγα τα τραγούδια, και σταδιακά –χάρη σ’ αυτόν- μπήκα βαθύτερα στον πυρήνα της δημιουργίας, σ’ αυτό τον απρόσιτο σκοτεινό θάλαμο που γίνονται όλες οι ζυμώσεις και γεννιέται το τραγούδι που στην ιδανική του μορφή, για την οποία πάλευε με όλα τα στοιχεία της φύσης και με τον εαυτό του ο Άκης, είναι ένα μαγικό πράγμα, άυλο, που διεισδύει στην ψυχή του ανθρώπου και την προσγειώνει ή την απογειώνει.
Εφτά νομά- σ’ ένα δωμά-, πού να ξαπλώ- να κλείσεις μά-, ο ένας πάει σινεμά, ο άλλος πέφτει και κοιμά-, ύπνος με βάρδια δηλαδή, στην πόρτα σύρμα για κλειδί…
Γι’ αυτό, δεν είναι όλα τα τραγούδια του Άκη βαριά κι ασήκωτα. Γράφει και τραγούδια τρυφερά, αγαπησιάρικα, ύμνους στη ζωή.
Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα/ η ώρα που γεννιέται η ζωή/ η ώρα που ταιριάζει η αναπνοή σου/ μαζί με τη δική μου αναπνοή.
Και είναι τόσο ταυτισμένος ο Άκης με τα τραγούδια του, ή μάλλον τα τραγούδια του είναι τόσο ταυτισμένα με τον Άκη, που όχι μόνο τον αποκαλύπτουν ως ανοιχτοί καθρέφτες του, αλλά, τελικά, λένε και τη μοίρα του.
Μοιάζω μ’ ένα καζάνι που βράζει, βράζει, βράζει, κι η ώρα πλησιάζει να γίνει το κακό!
Μαθημέ στις κακουχί – άιντε φτου κι απ΄την αρχή
τις κουβέ και πειθαρχί – αδιόρθω αναρχί
Δεν προσκυ ποτέ κανέ – λένε όχι λέω ναι
στην κρεμά έχω ανέ – με κηδέ και ζωντανέ
Τι με νοιά αν θα με φά – θα πεθά που θα πεθά
δεν τρομά ο μελλοθά – με σταυρό και Γολγοθά.
Εφτά νομά- δυστυχισμέ- σ’ ένα δωμά- φυλακισμέ-
δικαίως αγανακτησμέ- και με τα πάντα αηδιασμέ-
πώς τάχεις έτσι μοιρασμέ- ντουνιά ψευτοπολιτισμέ
«Απαλλάξτε την κοινωνία από τον κύριο και τα παρωχημένα τραγούδια του…»
Σαν φριχτοί πυροβολισμοί αντήχησαν τα λόγια του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Βασίλη Καπερνάρου στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Καβάλας.
Λίγους μήνες αργότερα η «ζωή του όλη» έγινε «κέρασμα στο Χάρο» αλλά τα «παρωχημένα» τραγούδια του παρέμειναν σημαίες πολιτισμού της χώρας…
«Για μένα ο δρόμος είναι δρόμος, τι πάει να πει είναι στραβός;»
Ο Αθανάσιος – Δημήτριος Πάνου γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1933 στην Καλλιθέα. Ο πατέρας του Εργάζονταν στη Βασιλική φρουρά κι αργότερα στο 15ο στρατιωτικό νοσοκομείο, ως γραμματέας. Ήταν τέσσερα αδέρφια, τα τρία αγόρια. Τη μύησή του στη μουσική θα πρέπει όμως να την πιστώσουμε στη μητέρα του. Εκείνη ήταν που του τραγουδούσε τα ρεμπέτικα της εποχής και τον πήρε από το χέρι να τον γνωρίσει σε σημαντικούς ανθρώπους. Έτσι, ο μικρός Θανασάκης (Άκης) βρέθηκε το 1946, στα δεκατρία του μόλις χρόνια, να παίζει σε διάφορες ταβέρνες βγάζοντας πιατάκι – κιθάρα και μπουζούκι πλάι στον Γιάννη Σταματίου, τον «Σπόρο».
Θυμάμαι στις διάφορες συζητήσεις που κάναμε με τον Γιάννη το Σταματίου για το λαϊκό τραγούδι και κάποια φορά πιάσαμε κουβέντα για τον Πάνου. «Κοίταξε να δεις», μου είχε πει, «με τον Άκη γνωριζόμασταν από παιδιά στο Μπραχάμι όπου γεννήθηκα εγώ και η οικογένεια του είχε έρθει και κατοικούσαν εκεί. Αυτά που έχει γράψει στο τραγούδι του ¨Εφτά νομά¨ ήταν η πραγματική του ζωή. Μένανε τότε σε ένα μαγαζί απ’ αυτά που ήταν κατεβασμένα τα ρολά και στη τζαμαρία είχαν κολλήσει εφημερίδες για να μη φαίνονται έξω. Κάναμε παρέα τότε νεαροί και παίζαμε και σε καμιά ταβέρνα βγάζοντας ¨σφουγκάρα¨ . Ήταν ένα μυαλό ανήσυχο, ανυπόταχτο και ασυμβίβαστο. Γι’ αυτό και εξεπλάγην τρομερά όταν έμαθα πως είχε γίνει μάρτυρας του Ιεχωβά. Αργότερα είχε αποστασιοποιηθεί βέβαια από τη θρησκεία, αλλά τρελαθήκαμε όταν μάθαμε ότι ο Άκης είχε κάνει το φόνο. Ο Άνθρωπος που λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων δεν θα δεχόταν ούτε αίμα να του έβαζαν αν χρειαζόταν, έφτασε στο σημείο να σηκώσει το πιστόλι και να σκοτώσει άνθρωπό. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έκανε κάτι τέτοιο»… Απόσωσε την κουβέντα του ο Σπόρος.
Κανείς;;; διερωτώμαι εγώ τώρα. Αλλά θα επανέλθω πιο κάτω επί του θέματος.
Στα 17 του το ‘σκασε από το σπίτι για να παντρευτεί την Δήμητρα, που πάντως την χώρισε για να παντρευτεί την Άννα, μητέρα των τεσσάρων παιδιών του. Μιλούσε πάντα στους γονείς του στον πληθυντικό και αυτό απαιτούσε και από τα παιδιά του.
Καλλιθέα, Δάφνη, Πετράλωνα, Αη-Γιάννης Ρέντης ήταν μερικές απ΄ τις περιοχές που εμφανίστηκε ως μουσικός μέχρι το 1958, οπότε και αποσύρθηκε ουσιαστικά από τη νύχτα. Ήταν η ώρα του Συνθέτη.
Δισκογραφεί το πρώτο του τραγούδι, «Το παιδί που απόψε πίνει», σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη με τη φωνή της Καίτης Γκρέυ. Τα χρόνια που ακολούθησαν δε χαρακτηρίστηκαν από κάποια ιδιαίτερη δραστηριοποίησή του, μέχρι να φτάσουμε στο 1967, έτος κυκλοφορίας του «Θα κλείσω τα μάτια» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Χαρούλα Λαμπράκη. Εκεί αισθάνθηκε και τον πέλεκυ της ανοησίας των Λογοκριτών• μόλις 15 μέρες κυκλοφόρησε ο δίσκος. Η «φτώχια» και η «μιζέρια» που προσπαθεί να αποποιηθεί ο ήρωας του τραγουδιού αντικαθίστανται από κάτι «λευκά περιστέρια» και η Βίκυ Μοσχολιού αναλαμβάνει το 1970 να ερμηνεύσει το τραγούδι με τους πολιτικά ορθούς στίχους.
Η πλέον δημιουργική δεκαετία του Άκη Πάνου έχει ξεκινήσει. «Η πιο μεγάλη ώρα», «Η ζωή μου όλη», «Και τι δεν κάνω», «Εγώ καλά σου τα “λεγα», «Πήρα απ” το χέρι σου νερό», «Δεν κλαίω για τώρα», «Για κοίτα με στα μάτια», «Ο τρελός», «Πυρετός». Ακολούθησαν το «Θέλω να τα πω», «Ο δρόμος είναι δρόμος», «Εφτά νομά σ” ένα δωμά».
Το 1974 κάνει την πρώτη καλλιτεχνική υπέρβαση. Μπαίνει στο στούντιο μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη για έναν μεγάλο δίσκο και συγκρούεται μαζί του. Εκεί που προηγουμένως είχαν ευλαβικά πειθαρχήσει ο Γ. Μπιθικώτσης και ο Στράτος Διονυσίου, ο Καζαντζίδης αντέδρασε: Δε δέχτηκε τον απόλυτο έλεγχο που ήθελε ο συνθέτης στην ηχογράφηση. Έτσι προέκυψαν μόνο 6 τραγούδια και ο δίσκος συμπληρώθηκε με παλαιότερες επιτυχίες του τραγουδιστή. Ωστόσο μέσα από το αγαπημένο του ενεάσημο (9/8) μέτρο, που κυριαρχεί και σ΄ αυτόν τον δίσκο, παρουσιάζει στίχους που υπερβαίνουν την μόδα της εποχής «φύγε – μη φύγεις», «Σ” αγαπώ – μ” αγαπάς» και απογειώνει τις ερμηνευτικές επιδόσεις του απόλυτου Έλληνα ερμηνευτή. για το ομότιτλο του δίσκου τραγούδι, «Η ζωή μου όλη», ο Καζαντζίδης είπε: «Είναι το καλύτερό μου κουστούμι, και αυτό που με εκφράζει περισσότερο.»
Το 1977 με σημαία ένα τραγούδι που γράφτηκε για τη συνεργασία του με τον Καζαντζίδη και ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά, ηχογραφεί το «Παρών!» Τραγούδια-σπονδές για τα πιο άγρια όνειρα των λαϊκών ανθρώπων, που θα επισκιάσει ο θρυλικός «Τρελός», ανεπανάληπτο σουξέ και καλλιτεχνική μονογραφή του Μητσιά!
Αν όμως οι δύο αυτοί δίσκοι ήταν η καλλιτεχνική του απογείωση, το 1982 έρχεται ο εμπορικότερος του δίσκος. «Θέλω να τα πω» με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. «Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ” ένα δωμά», τα σκωπτικά «Άνοιξε Πέτρο» και «αδιόρθω αναρχί», ξεσηκώνουν την Ελλάδα που έχει μόλις μπει σε μια νέα πολιτικοκοινωνική εποχή.
Την αμέσως επόμενη χρονιά οι Αδελφοί Φαληρέα εκτοξεύουν το: «Αφιερωμένο εξαιρετικά» με τα Παιδιά από την Πάτρα, τραγούδι του «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός»
Η επόμενη Δεκαετία τον βρίσκει να σιωπά καλλιτεχνικά και να φλερτάρει με την επικαιρότητα, μέσω επιστολών και άρθρων. Αποφάσισε να ξανανέβει στο πάλκο για δύο μόνο δεκαπενθήμερα: το 1989 στο «Επειγόντως» και το 1994 στα «9/8». Εκεί είχε στήσει το πάλκο σε δύο σειρές. Μπροστά οι μουσικοί, πίσω οι τραγουδιστές και δεν είχε αφήσει χώρο για πίστα.
Την 1η Αυγούστου 1997, πυροβολεί και σκοτώνει τον Σωτήρη Γιαλαμά, μη εγκρίνοντας την ερωτική σχέση που διατηρούσε το θύμα με την κόρη του Ελευθερία. Δικάζεται τον Μάρτιο του 1998 από το μικτό ορκωτό κακουργιοδικείο Καβάλας. «Δε μετανόησα γιατί δεν εννόησα τι έγινε» έλεγε, οχυρωμένος πίσω από τον προσωπικό του κώδικα. Κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε ισόβια χωρίς ελαφρυντικά. Δεν του αναγνωρίστηκε ούτε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, αλλά ούτε και αυτό της καλλιτεχνικής προσφοράς…
Τον τραγούδησαν όλα τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού. Δισκογράφησε 200 περίπου τραγούδια, ενώ πολλά έμειναν στο συρτάρι του. Αξιοσημείωτη είναι η έντονη φήμη που αναπτύχθηκε λίγο πριν πεθάνει, πως είχε δρομολογηθεί η συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος ήταν ο μόνος καλλιτέχνης πρώτης γραμμής που τον επισκέφθηκε στη φυλακή.
Επανέρχομαι στο ερώτημα «κανείς;», που ανέφερα πιο πάνω. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που προετοιμάζονται σε όλη τους τη ζωή για μια συγκεκριμένη στιγμή που θα προκύψει στη ζωή τους. Δεν γνωρίζουν ούτε πότε, ούτε πως, ούτε ποια, θα είναι η συγκεκριμένη στιγμή. Όμως αυτοί προετοιμάζονται συνεχώς για να είναι έτοιμοι όταν θα έρθει. Ένας από αυτούς ήταν και ο Άκης Πάνου. Τη συγκεκριμένη στιγμή που ο κώδικας τον αξιών του ευρέθη στο αδιέξοδο, «ως έτοιμος από καιρό ωσάν γενναίος» αναμετρήθηκε με τον εαυτό του πρωτίστως για να κάνει την υπέρβαση, την οποιαδήποτε υπέρβαση.
Στις 2 Φεβρουαρίου 2000 εισήχθη στο Ευγενίδειο θεραπευτήριο, όπου και κατέληξε την Παρασκευή 7 Απριλίου, στις 12 το μεσημέρι, από καρκίνο του παγκρέατος. Ήταν 67 ετών.
Πες μου παππού πες μου παππού, αυτός ο κόσμος πάει που
και του δικού σου του σκοπού μάθε μου την αξία
να το συλλάβω δε μπορώ, μυαλό δεν έχω κοφτερό
ήμουνα κι έμεινα μωρό στην κυριολεξία
Πες μου γιαγιά πες μου γιαγιά γιατί αν δεν έχουμε μαγιά
ό,τι κι αν κάνουμε γιαγιά η ζύμη δε φουσκώνει
και πες μου σε παρακαλώ όταν τ’ αλεύρι είναι καλό
πως αυγαταίνει το κιλό και βγαίνουνε δυο τόνοι
Την κοινωνία που τηνε σπρώχνουν στον κατήφορο τα λάθη
κι αργοπεθαίνει μες την ψευτιά, την αμαρτία και τα πάθη
την κοινωνία που για το αύριο την πνίγει η αγωνία
τι ειρωνεία, εμείς τη φτιάξαμε, αυτή την κοινωνία
Την κοινωνία που και πιστεύει και παλεύει και ελπίζει
μ’ αυτό που χτίζει, από τη μοίρα της σπρωγμένη το γκρεμίζει
την κοινωνία που για το αύριο την πνίγει η αγωνία
τι ειρωνεία, εμείς τη φτιάξαμε αυτή την κοινωνία.
Αφιερωμένο εξαιρετικά σε όσους δικάζουν
Δεκαπέντε χρόνια μετά την δίκη που «απάλλαξε» την κοινωνία από κάτι τέτοιους «κυρίους» και τα «παρωχημένα» τραγούδια τους, όπως απαίτησε ο «κ.» εισαγγελέας…..
Κείμενο που έγραψε στις 27/02/2013 ο Πλανόδιος Αριστερός: Αντώνης Κασίτας, στην ιστοσελίδα μας
__________________
Με την ευκαιρία σας παραθέτουμε ένα κείμενο του Στέλιου Ελληνιάδη για τον μεγάλο αυτό δημιουργό, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς»:
Άκης Πάνου: Πες μου παππού, πες μου παππού, αυτός ο κόσμος πάει πού…;
Αυτός που κλε για να ταΐ, κουτσουβελάκια, απ’ το θεό κι από εμέ, συγχωρεμέ. Αυτός που κλε, για αποταμί, σε μασουράκια, παλιοκοπρί, αηδιαστί και συχαμέ.
Ο Άκης Πάνου απεχθανόταν τους πολιτικούς. Και δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί τους. Και ούτε είχε. Δεν θα μπορούσα όμως, να πω το ίδιο για την πολιτική, αν και αυτό δεν θα τον δυσαρεστούσε καθόλου. Και δεν μπορώ να το πω γιατί, με τα δικά μας κριτήρια, ο Άκης όλη του τη ζωή έκανε πολιτική. Κάθε του ενέργεια, κάθε του επιλογή, κάθε του τραγούδι έχει στοιχεία πολιτικής. Με την ευρύτερη έννοια. Είτε σαν σχόλιο κοινωνικό, είτε σαν αντίθεση σε ό,τι είθισται, είτε σαν προσπάθεια διαφυγής, είτε σαν καταγγελία, είτε σαν αποδοκιμασία.
Δε σ’ έμαθαν να ζεις ούτε και να γελάς, σε μάθανε να κλαις και να παρακαλάς, σε μάθανε να πονάς και να σωπαίνεις, σε μάθανε να γιορτάζεις που πεθαίνεις, σε μάθανε.
Ακόμα και πολλά ερωτικά του τραγούδια έχουν σκιά πολιτικής, είτε γιατί συνδέονται με καταστάσεις κοινωνικές είτε γιατί αγκαλιάζουν τη γυναίκα σαν ισότιμη ύπαρξη, με τα καλά της και τα κακά της, τα κοινά για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου, τοποθετώντας την πάντα στην κορυφή, σαν πηγή ζωής.
Ήπια τα χείλη σου και χάνομαι/ ήπια την ίδια τη ζωή/ κάτι γεννιέται το αισθάνομαι/ ήπια τα χείλη σου και χάνομαι…
Αλλά το πιο πολιτικό στοιχείο του Άκη ήταν η ίδια του η ζωή. Μια διαρκής ρήξη με τους ισχυρούς της δισκογραφίας και της σόου μπίζνες, μία άρνηση στους κανόνες του παιχνιδιού, μερικές φορές με θυμό και αγανάχτηση, άλλοτε με πικρία και αηδία.
Το φαρμάκι φτάνει κάποτε στο στόμα και δε νιώθεις πια το φόβο κανενός, δεν πονάει το ταλαίπωρο το σώμα όταν είσαι πεθαμένος ζωντανός.
Ο Άκης δεν έγραψε ποτέ τραγούδια κατά παραγγελία. Έγραφε όποτε είχε όρεξη, όποτε είχε έμπνευση, όποτε ένιωθε την ανάγκη να κάνει τραγούδι τη σκέψη του ή τα συναισθήματά του. Αλλά έγραφε κι όταν τον ενέπνεε κάποιο γεγονός και κυρίως κάποιο άτομο. Μια γυναίκα που τον συγκινούσε ερωτικά, ένας φίλος που έφυγε ή… ο Καζαντζίδης, γιατί ο Στέλιος ήταν μάλλον ο μόνος τραγουδιστής που εισχωρούσε στο μυαλό του Άκη όταν έγραφε ένα τραγούδι. Και ήταν κι αυτός ένας λόγος που σπάνια ο Άκης έμενε ευχαριστημένος από την ερμηνεία των τραγουδιών του από τους άλλους τραγουδιστές, ακόμα κι αυτών που κατά κοινή ομολογία είχαν ειπωθεί θαυμάσια. Τα έξι τραγούδια του Άκη που ερμήνευσε ο Καζαντζίδης αποτέλεσαν τον πήχυ με τον οποίο κρίνονταν πια όλες οι ερμηνείες, οι πριν και οι μετά.
Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο, που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω… Το θολωμένο μου μυαλό μ’ έχει προδώσει προ πολλού, του λέω αλλού και τρέχει αλλού… Τα όνειρα που χτίζονται μονάχα με τη σκέψη, κανείς μην τα πιστέψει, τα σβήνει η ζωή…
Αριστουργήματα, τραγουδισμένα τέλεια.
Από το 1977, που άρχισε η συνεργασία και η φιλία μου με τον Άκη, άλλαξε ο τρόπος που άκουγα τα τραγούδια, και σταδιακά –χάρη σ’ αυτόν- μπήκα βαθύτερα στον πυρήνα της δημιουργίας, σ’ αυτό τον απρόσιτο σκοτεινό θάλαμο που γίνονται όλες οι ζυμώσεις και γεννιέται το τραγούδι που στην ιδανική του μορφή, για την οποία πάλευε με όλα τα στοιχεία της φύσης και με τον εαυτό του ο Άκης, είναι ένα μαγικό πράγμα, άυλο, που διεισδύει στην ψυχή του ανθρώπου και την προσγειώνει ή την απογειώνει.
Εφτά νομά- σ’ ένα δωμά-, πού να ξαπλώ- να κλείσεις μά-, ο ένας πάει σινεμά, ο άλλος πέφτει και κοιμά-, ύπνος με βάρδια δηλαδή, στην πόρτα σύρμα για κλειδί…
Γι’ αυτό, δεν είναι όλα τα τραγούδια του Άκη βαριά κι ασήκωτα. Γράφει και τραγούδια τρυφερά, αγαπησιάρικα, ύμνους στη ζωή.
Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα/ η ώρα που γεννιέται η ζωή/ η ώρα που ταιριάζει η αναπνοή σου/ μαζί με τη δική μου αναπνοή.
Και είναι τόσο ταυτισμένος ο Άκης με τα τραγούδια του, ή μάλλον τα τραγούδια του είναι τόσο ταυτισμένα με τον Άκη, που όχι μόνο τον αποκαλύπτουν ως ανοιχτοί καθρέφτες του, αλλά, τελικά, λένε και τη μοίρα του.
Μοιάζω μ’ ένα καζάνι που βράζει, βράζει, βράζει, κι η ώρα πλησιάζει να γίνει το κακό!
Δημοσίευση σχολίου