Home » , » Τιμή για πάντα στον Ιορδάνη Σαπουτζόγλου

Τιμή για πάντα στον Ιορδάνη Σαπουτζόγλου

Από giorgis , Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016 | 12:20 μ.μ.

Γεννήθηκε στα τέλη του 1924 στη Θεσσαλονίκη. Είχε έναν αδελφό, τον Πρόδρομο, γεννημένο επίσης στη Θεσσαλονίκη το 1927. Ήταν παιδιά φτωχής οικογένειας. Από νωρίς στερήθηκαν τους γονείς τους, οι οποίοι σκοτώθηκαν το 1941 στον πόλεμο. Ο Ιορδάνης διακρίθηκε στο άθλημα της πυγμαχίας. Έλαβε μέρος σε αγώνες και ήταν από τους καλύτερους.

Στην κατοχή δεν ανακατεύτηκε με το αντάρτικο ως το 1943. Η πείνα της κατοχής τον ανάγκαζε να παίρνει το μόνο μεταφορικό μέσο που είχε, ένα ποδήλατο, και να πηγαίνει χιλιόμετρα μακριά από την πόλη, στο Σταυρό και στην Ολυμπιάδα, για να βρει τρόφιμα. Ο πόλεμος και ο θάνατος των γονιών του, τον έκαναν σκληρό. Μόνο έτσι μπορούσε να επιβιώσει κανείς στα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Το 1944, καθώς ο λαός στέναζε από την επιβολή της φασιστικής κατοχής, μια γυναίκα αριστερών καταβολών, από τη γειτονιά του Σαπουτζόγλου, πήγε στον ίδιο κλαίγοντας και του κατήγγειλε το γεγονός ότι ο αρχηγός της συμμορίας των ταγματασφαλιτών μπήκε στο σπίτι της για να σκοτώσει τον άνδρα της. Επειδή, όμως, δεν τον βρήκε, έκλεψε τα λιγοστά χρυσαφικά της, που τα κρατούσε για ώρα ανάγκης.

Οργισμένος ο Ιορδάνης, καθώς πλέον το φαινόμενο αυτό ήταν καθημερινό, πήγε στο σπίτι του ταγματασφαλίτη. Αλλά αντί για τον ίδιο, συνάντησε τη γυναίκα του. Της ζήτησε εξηγήσεις και απαίτησε να επιστραφούν πίσω τα κλεμμένα. Η γυναίκα προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα για την υπόθεση, ενώ ταυτόχρονα έριξε ύπουλα τα χρυσαφικά κάτω από τον καναπέ, νομίζοντας ότι έτσι θα ξεγελούσε τον Ιορδάνη.

Αυτός, όμως την αντιλήφθηκε και με απειλητικό ύφος της έδωσε να καταλάβει ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να του τα δώσει πίσω. Έτσι τα πήρε κι έφυγε.

Η γυναίκα του ταγματασφαλίτη κατήγγειλε το περιστατικό στην Αστυνομία. Μια βεντέτα δίχως τέλος, μόλις είχε αρχίσει. Ένας αστυνομικός ήρθε στο σπίτι του για να τον συλλάβει. Του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Ο Ιορδάνης αρνήθηκε και με έντονο και αποφασιστικό ύφος, έτοιμος για όλα, του ζήτησε να σηκωθεί και να φύγει. Ήθελε να καταλάβουν ότι δε φοβόταν τίποτα. Θα πουλούσε ακριβά το τομάρι του.

Ο αστυνομικός έφυγε και επέστρεψε με έναν ανώτερο Αξιωματικό. Χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού του και. αιφνιδιάζοντάς τον, τον συνέλαβαν. Καθώς προχωρούσαν κι ενώ βρισκόντουσαν σε ένα στενό δρομάκι, ο Σαπουτζόγλου τους έπιασε από τα κεφάλια και άρχισε να τους γρονθοκοπεί. Σ’ αυτό τον βοήθησε η πυγμαχία που γνώριζε καλά. Μέχρι να συνέλθουν οι δυο αστυνομικοί, ο Ιορδάνης είχε εξαφανιστεί στα γύρω στενά. Ούτε οι πυροβολισμοί που έπεσαν κατάφεραν να τον σταματήσουν.

Έτσι, έμειναν μόνο με την ταυτότητά του, την οποία είχαν πάρει κατά τη σύλληψή του. Μετά από αυτό το γεγονός, ντροπιασμένοι, δεν ανέφεραν τίποτα στο τμήμα.

Η παρανομία και το αντάρτικο ήταν μονόδρομος. Όχι μόνο για τον Ιορδάνη, αλλά και για όλους τους αγωνιστές που πολεμούσαν για ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη, ενάντια στα φερέφωνα των Γερμανών, που θησαύριζαν πολιτικά από τον πατριωτισμό των λαϊκών τάξεων. Η σύγκρουση μεταξύ των λαϊκών δυνάμεων και των εθνικοφρόνων πήρε χαρακτήρα μαζικό. Η Θεσσαλονίκη στέναζε από τους παρακρατικούς. Έγιναν άγριες συγκρούσεις ανάμεσα στους αντάρτες και τους ταγματασφαλίτες. Οι φασίστες υποχώρησαν χάνοντας πολλούς δικούς τους, μαζί και τον κλέφτη των χρυσαφικών.

Ο Ιορδάνης οργανώθηκε στην πολιτοφυλακή. Στο σπίτι του είχε αποθηκεύσει πολλά όπλα. Φοβήθηκε, όμως, μήπως συλλάμβαναν τον αδελφό του και γι’ αυτό το λόγο πήρε τα όπλα και ό,τι άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο υπήρχε στο σπίτι του και τα έκρυψε σε σπίτια αγωνιστών. Αποφάσισε, μάλιστα, να μην επιστρέψει στο σπίτι του, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο. Πριν φύγει, όμως, προειδοποίησε ένα δοσίλογο περιπτερά και τους εθνικόφρονες της γειτονιάς του να κάτσουν φρόνιμα, διότι την επόμενη φορά που θα έσχιζαν αφίσες και θα προπηλάκιζαν λαϊκούς αγωνιστές, θα απαντούσε ο ίδιος με κάθε μέσο που θα διέθετε.

Αργότερα, για να αντιμετωπίσει τους θρασύδειλους, έγινε μέλος της Ο.Π.Λ.Α. (οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών). Εντωμεταξύ, έμαθε ότι και ο αδελφός του, αγανακτισμένος κι αυτός με την κατάσταση, οργανώθηκε στη Μ.Λ.Α. (Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα). Γι’ αυτό το λόγο συναντήθηκε με τον υπεύθυνο της Μ.Λ.Α. και του ζήτησε να τον διαγράψει. Υποσυνείδητα, κατάλαβε ότι ο ίδιος δε θα είχε καλό τέλος, γι’ αυτό ήθελε να προφυλάξει τον μικρό του αδελφό, Πρόδρομο. Ο αρχηγός δέχτηκε.

Μια μέρα πήγε κρυφά στο σπίτι του για να συναντήσει τον αδελφό του. Ένας χαφιές της γειτονιάς, όμως τον κάρφωσε και σε λίγα λεπτά η Αστυνομία είχε περικυκλώσει το σπίτι του. Χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Τα δυο αδέλφια την έφραξαν με τραπέζια.

Θέλοντας να παραπλανήσουν τον Ιορδάνη, έκαναν μια εικονική αποχώρηση, δίνοντας την εντύπωση ότι τάχα πίστεψαν ότι δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Ο Ιορδάνης, όμως, κατάλαβε την παγίδα που πήγαιναν να του στήσουν και το είπε στον αδελφό του. Παρόλα αυτά, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να παραμείνει στο σπίτι και αποφάσισε να διαφύγει μόνος. Βγήκε από την καπνοδόχο, πήδηξε στο διπλανό σπίτι και έτρεξε να κρυφτεί. Αλλά, δυστυχώς, τα πάντα ήταν αποκλεισμένα. Έτσι, τον συνέλαβαν. Στο δρόμο για το κρατητήριο και την ασφάλεια, τον ξυλοκόπησαν άγρια.

Μετά από μέρες πήγε ο αδελφός του στο επισκεπτήριο με λίγα τρόφιμα και τον αντίκρισε γεμάτο μελανιές σ’ όλο του το σώμα. Οι χωροφυλακές έβγαζαν πάνω του όλο το μίσος που έτρεφαν γι’ αυτόν και για όλους τους αγωνιστές. Ύστερα από μέρες ο Ιορδάνης ξανάρθε στο σπίτι. Εξήγησε στον αδελφό του ότι είχε βγει, γιατί δεν υπήρχε επίσημη κατηγορία σε βάρος του.

Η συμμετοχή του στην Ο.Π.Λ.Α. είχε καταλυτικό χαρακτήρα. Έλαβε μέρος σε τρεις σημαντικές ενέργειες: επίθεση με πιστόλι στον ταγματασφαλίτη περιπτερά Δημητριάδη, επίθεση με χειροβομβίδα στον Βασιλικό Επίτροπο Ταμβακά και η κυριότερη και κορυφαία, επίθεση στο λεωφορείο της Αεροπορίας στην οδό Μισραχή (σημερινή Φλέμιγκ), με τέσσερις νεκρούς και οκτώ βαριά τραυματισμένους. Μετά την εξάρθρωση της Ο.Π.Λ.Α., καταζητούνταν από την Αστυνομία και το στρατό της Θεσσαλονίκης, ως ένας από τους πιο επικίνδυνους.

Οι κατηγορίες που του απηύθυναν ήταν πολλές και βαριές και θα τον οδηγούσαν σίγουρα στο εκτελεστικό απόσπασμα. Κυνηγημένος, κατέφυγε στα ναυάγια, (σημερινή περιοχή του «Μακεδονία Παλλάς»), όπου ρυμουλκούσαν και επισκεύαζαν κατεστραμμένα από τον πόλεμο πλοία. Κάποιος, όμως τον κάρφωσε κι έτσι τον περικύκλωσε εκεί η μίση αστυνομική δύναμη Θεσσαλονίκης.
Αυτό που έκανε τους αγωνιστές να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, ήταν η αξιοπρέπεια και η αυτοθυσία τους. Ο Ιορδάνης Σαπουτζόγλου παρέμεινε πιστός στις ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αγάπης του για τον άνθρωπο. Κουβαλούσε πάντα επάνω του ένα όπλο και δηλητήριο. Στην περίπτωση που τον συλλάμβαναν, θα αυτοκτονούσε για να μην προδώσει. Θα έλεγε κανείς πως θυμίζει ήρωα του Ντοστογιέφσκι.

Η Αστυνομία του επιτέθηκε. Αντάλλαξαν πυροβολισμούς και ο κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω του. Ένας ... εναντίον πολλών! Το ραντεβού με την ιστορία είχε έρθει!

Ο Ιορδάνης σηκώθηκε όρθιος και φώναξε: «Έτσι πολεμούν και έτσι πεθαίνουν οι άνδρες!» και με την τελευταία σφαίρα έδωσε τέλος στη ζωή του, πεθαίνοντας όπως αρμόζει σε έναν ολοκληρωμένο επαναστάτη.

Αργότερα, κάλεσαν τον αδελφό του στο τμήμα για αναγνώριση. Τον πλησίασε τότε ένας Αξιωματικός και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο, λέγοντάς του ότι τέτοια παλικάρια χρειαζόταν η Αστυνομία. Στη συνέχεια ο αδελφός του πήρε το άψυχο κορμί του και έφτιαξε κάπου ένα πρόχειρο μνήμα με κάγκελα, όπου και τον έθαψε. Μερικές μέρες αργότερα, αντιλήφθηκε ότι τα κάγκελα έλειπαν. Κανείς δεν ήξερε αν ήταν ακόμη θαμμένος εκεί ο Ιορδάνης. Σήμερα, το μόνο που θυμίζει τη ζωή και τον αγώνα του, είναι η ονομασία ενός δρόμου, εκεί κάπου στην Άνω Πόλη. Το όνομα του δόθηκε στον δρόμο, από τον μετέπειτα Δήμαρχο Συκεών, Παναγιώτη Αφαλή.

Ο Ιορδάνης Σαπουτζόγλου συμβολίζει για μένα τον ανθό της Ελληνικής εργατικής τάξης, που διώκεται απ’ όλες τις αστυνομίες του κόσμου. Είναι ένας αγωνιστής όπως όλοι αυτοί που γέμισαν τους ομαδικούς τάφους στα πεδία των μαχών ή όπως κάποιοι άλλοι που σάπισαν στα κολαστήρια της Μακρονήσου ή της Γυάρου, στερούμενοι κάθε ανθρώπινο δικαίωμα.

Ο Σωτήρης Παγιαβλάς τον θυμόταν με κοντό στρατιωτικό παντελόνι να κατεβαίνει στις γειτονίες για να στρατολογήσει νέους μαχητές. Το ανήσυχο του πνεύμα δεν μπορούσε να φυλακιστεί σε μια απλή κατάσταση επιβίωσης ή στη χειρότερη περίπτωση, συνδιαλλαγής με το καθεστώς. Σαν νέος προλετάριος γνώριζε ότι το μόνο που μπορούσε να χάσει ήταν οι αλυσίδες του και να κερδίσει έναν ολόκληρο κόσμο!
Χωρίς να χρειαστεί να διαβάσει Μαρξ ή άλλους θεωρητικούς, μέσα σε μερικούς μήνες έκανε πράξη όλες τις θεωρίες του επαναστατικού κινήματος.

Αν ο Αλβανός Ακίνδυνος χαρακτηρίζεται νους και ψυχή του αντάρτικου πόλης στον εμφύλιο, ο Ιορδάνης Σαπουτζόγλου θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν το πρωτοπαλίκαρο του αντάρτικου στην πόλη μας. Αυτά τα δύο πρόσωπα είχαν πρωταρχικό ρόλο στην υπόθεση και αποτέλεσαν την αιτία για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου.

Η άποψη όποιου ισχυρίζεται ότι δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την πολιτική, εκτός ότι δηλώνει παραίτηση από την ίδια τη ζωή, ενισχύει πάντα τον δυνατό, δίνοντας του ακόμη ένα άλλοθι για να επιβληθεί στην κοινωνία. Η άποψη αυτή, κυρίως, όμως, είναι εγκληματική, όταν γνωρίζουμε ότι υπάρχει έστω κι ένας άνθρωπος στον κόσμο, που μάχεται μέχρι το τέλος, όπως ο Ιορδάνης Σαπουτζόγλου.

Τελειώνοντας αυτό το θέμα δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε ξανά, στα ψέματα που ειπώθηκαν κατά των κομμουνιστών, ότι δήθεν θα κατέστρεφαν την πατρίδα. Πίσω από το ψέμα για τους άθεους κομμουνιστές, βρίσκεται το κόμπλεξ και τα συμφέροντα της λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης, που ενδιαφέρεται να μη χάσει τα προνόμιά της. Γι’ αυτό, παρερμηνεύει τον υλισμό της Αριστερός, συγκρίνοντάς τον με το δικό της ιδεαλισμό.

Ο Ιορδάνης, που αντιπροσώπευε τον υλισμό της Αριστερός, έδωσε τη ζωή του για να μπορέσουν κάποτε οι προλετάριοι να έχουν μια αξιοπρεπή ζωή, οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ύπνο, οκτώ ώρες ελεύθερο χρόνο, (που κι αυτά σήμερα θέτονται υπό αμφισβήτηση) για να συνεχίσουν κι αυτοί να ζουν ανθρώπινα.

Από την άλλη πλευρά, η αστική τάξη αντιλαμβάνεται τον ιδεαλισμό ως «φιλανθρωπία» ή κάνει το χρέος της ανάβοντας ένα κερί στην εκκλησία ή τέλος εκφράζει τον ανθρωπισμό της με αγάπη και στοργή στα τετράποδα, ξεχνώντας την ίδια στιγμή ότι με τη δική της ευθύνη, πεθαίνουν καθημερινά εκατομμύρια άνθρωποι από πείνα.

Έτσι, τα χρόνια του εμφυλίου, η μεγαλοαστική τάξη δεν ήθελε να κάνει παραχωρήσεις, για να ανεβάσει έστω και λίγο το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό, ώθησε την κατάσταση στον εμφύλιο πόλεμο, προτιμώντας να πουλήσει την Ελλάδα αυτή τη φορά σε Αγγλία και Αμερική, για να διευθύνουν αυτοί την οικονομία της χώρας. Άλλος ένας λόγος και άλλη μια απάντηση σε διάφορους θεωρητικούς που έχουν την ταμπέλα της «Αριστεράς», οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ευτυχώς δεν κέρδισαν οι κόκκινοι, διότι θα γινόμασταν αναπόφευκτα Βουλγαρία. Αυτό το «αναπόφευκτα» τίθεται υπό αμφισβήτηση. Γιατί αν επικρατούσε ο Σοσιαλισμός στην Ελλάδα, αυτό θα γινόταν μέσω επαναστατικής ανατροπής, χωρίς καμία βοήθεια απ’ έξω. Άρα θα μπορούσαμε να χαράξουμε, ως ένα βαθμό, τη δική μας εθνική πολιτική.

Η απάντηση, λοιπόν, είναι ναι. Οι κόκκινοι έπρεπε να κερδίσουν τον πόλεμο! Γιατί αυτοί μαζί με το λαό, οργάνωσαν την αντίσταση εναντίον των Γερμανών και των συμμάχων τους που ισοπέδωσαν ολόκληρη τη χώρα. Αυτοί, μαζί με την εργατική τάξη, θα μπορούσαν τότε να χτίσουν μέσα από τα ερείπια, καινούριες και καλύτερες πόλεις, που θα έπαιρναν τη θέση των παλιών. Ναι, λοιπόν, έπρεπε να κερδίσουν εκείνο τον πόλεμο, γιατί μαζί θα κέρδιζαν μια αξιοπρεπή ζωή, που γνώριζαν ότι δικαιωματικά τους ανήκε και που τότε ήταν η ευκαιρία να πάρουν στα χέρια τους.

Έτσι, λοιπόν και ο Ιορδάνης, που αποτελούσε ένα πολύ μικρό κομμάτι του πιο προχωρημένου τμήματος του επαναστατικού κινήματος, προτίμησε να πολεμήσει και να σκοτωθεί, παρά να παραδοθεί αμαχητί. Στα μέσα, λοιπόν, του Ιουνίου του 1947, πολεμώντας ως το τέλος την Αστυνομία, αυτοκτόνησε με την τελευταία σφαίρα, για να μην πέσει στα χέρια της, μένοντας για πάντα ασύλληπτος από τους βασανιστές, αποδεικνύοντας ότι αυτός που ξέρει πώς να ζει ... ξέρει και πώς να πεθαίνει.

Ποτέ δε θα μάθουμε γιατί δεν προσπάθησε να φύγει στο βουνό. Η τύχη, εξάλλου, δεν ευνοεί τους ανδρείους. Όμως, δεν πειράζει. Δεν έλειψαν ποτέ οι ανδρειωμένοι μαχητές από την ιστορία του εργατικού κινήματος! Και ούτε θα λείψουν όταν δημιουργηθούν ξανά οι συνθήκες!

Αν προσέξετε δίπλα στη φωτογραφία, θα δείτε ένα μελαγχολικό αλλά προπάντων καθάριο βλέμμα. Είναι ο Ιορδάνης Σαπουτζόγλου, που με τη δράση και το θάνατό του, πέρασε από την εφηβεία στην αιωνιότητα. Το πνεύμα του θα ταξιδεύει στους αιώνες. Ο ίδιος θα είναι παρόν και θα επιβλέπει κάθε δίκαιη επαναστατική δράση, δείχνοντας το φωτεινό δρόμο στις νεότερες γενιές. Όλα τα ψέματα του κόσμου δε φτάνουν για να δυσφημήσουν τ’ όνομά του! Όλες οι αλήθειες του κόσμου δεν αρκούν για να εξυμνήσουν τη ζωή και τη δράση του!

Να είστε σίγουροι ότι θα αναστηθεί επάνω στους κόκκινους ουρανούς της κοινωνικής επανάστασης, μαζί με όλους τους μάρτυρες αγωνιστές του εργατικού κινήματος που πέρασαν από τη γη... όταν θα έρθει η ώρα της Ανατολής ενός καλύτερου κόσμου!

Πηγή: Τάσος Κατσαρός: «Μια απόφαση. Μάχομαι μέχρι το τέλος»
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger