Του Γ. Γ.
Ισως για πολύ κόσμο της τάξης μας και ειδικά σε όσους/ες δεν έχουμε την δυνατότητα να ξεφύγουμε από την τερατούπουλη, παίρνοντας κάποιες διαφορετικές ανάσες αλλάζοντας παραστάσεις, αυτό είναι ένα απ' τα πιο "μελαγχολικά" -παράλληλα και με φουλ πολιτικές εξελίξεις- καλοκαίρια που έχουμε ζήσει.
Ας κάνουμε, λοιπόν μια προσπάθεια, για ένα νοητό ταξίδι, με ένα ανάλαφρο ανάγνωσμα, από μια γραφή που "μιλάει" με "εικόνες".
Παρακάτω ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη: «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας».
Πριν απ' αυτό όμως να υποσχεθώ ότι κάποια στιγμή θα κάνω μια προσπάθεια να ανακαλέσω στην μνήμη μου συζητήσεις που είχαμε κάνει με έναν υπέροχο σύντροφο, φίλο και καλλιτέχνη τον Παναγιώτη Βήχο, για το πώς το ΚΚΕ σταδιακά μετατοπίστηκε και από εκεί που χαρακτήριζε τους ρεμπέτες και το ρεμπέτικο τραγούδι "στοιχεία παρακμής και υποκουλτούρας", όχι απλώς τα αποδέχτηκε, αλλά τα πρόβαλε από τον ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σταθμό που διέθετε.
Σήμερα το ρεμπέτικο τραγούδι έχει περίοπτη θέση σε εκδηλώσεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.
Ο μουσικοσυνθέτης Π. Βήχος ήταν μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού "Πολιτιστική" που εκδιδόταν από το ΚΚΕ με "καρδιά" του έναν σεμνό καλλιτέχνη, ποιητή, και αντιδικτατορικό αγωνιστή, Τον Αντώνη Στεμνή.
(Εχει πεθάνει το 2006 έχοντας αποχωρήσει από το ΚΚΕ το 1989 διαφωνώντας κάθετα με την τότε απόφαση του Συνασπισμού, να συνεργαστεί με την Ν.Δ).
Στα μέσα, λοιπόν της δεκαετίας του '90 το περιοδικό "Πολιτιστική" είχε μεγάλο κύρος στους αριστερούς διανοούμενους - το ότι βρήκαν στέγη σ' αυτό κάτι νούμερα σαν την Σώτη Τριανταφύλλου, είναι άλλη πονεμένη ιστορία. (Το ίδιο έγινε και την εφημερίδα "Πρώτη" που εκδόθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ).
Σε κάθε περίπτωση πάντως το περιοδικό "Πολιτιστική" συνέβαλε τα μέγιστα στα 4 χρόνια της κυκλοφορίας του, με την αρθρογραφία του, στο να μεταστραφεί η αντίληψη των αριστερών διανοούμενων για τους ρεμπέτες και το ρεμπέτικο τραγούδι.
Ωχ, παρασύρθηκα. Τυχαίνει όμως να είναι ένα θέμα με το οποίο έχω ασχοληθεί αρκετά- σαν λάτρης του ρεμπέτικου τραγουδιού, -με μια σχετική συλλογή τραγουδιών σε μορφή mp3 που δεν ξέρω αν υπάρχει παρόμοια στην Ελλάδα (Φυσικά η μουσική είναι για να μοιράζεται και θα μπορούσα να χαρίσω αντίγραφο από την ψηφιακή μου δισκοθήκη σε όποιον/α ενδιαφέρεται)- που θα μπορούσα να γράφω για ώρες σχετικά μ' αυτό το θέμα.
Ομως, σ' αυτό, με την πρώτη ευκαιρία θα επανέλθω
Πάμε τώρα στο κείμενο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη:
Ο Μπάτης δένει τα’ άλογο με το κάρο έξω από μια παράγκα-τεκέ, σ’ ένα δέντρο, μιαν ακακία.
Έχουνε όλοι κατεβεί. Βλέπουνε γύρω αραιά παραπήγματα, μίζερους χωματόδρομους και τσαΐρια.
Ερημιά - ο τεκές είναι λίγο πιο απομονωμένος απ’ τις άλλες παράγκες.
Ένας φτωχόμαγκας καραμελαχρινός, πολύ γεροδεμένος, που κρατάει τσίλιες κάνοντας γύρες σε ακτίνα εκατό μέτρων, πλησιάζει και χαιρετάει τον Μπάτη που τον ξέρει. Του κάνει νόημα να μπούνε.
Οι τέσσερις προχωρούνε και μπαίνουνε στον τεκέ που είναι ένα δωμάτιο πολύ μακρόστενο και με έναν χώρο πιο μικρό, σαν κουζινάκι: μολυβένιος φωτισμός μπαίνει σε δέσμες απ’ τα δυο παλιοπαράθυρα. Κάπνα βαριά αιωρείται σε τούφες.
Στον έναν τοίχο είναι κολλημένη μια μεγάλη, φθαρμένη λιθογραφία:
Ο φόνος του Μάρκου Μπότσαρη
Κουρελούδες υπάρχουνε απλωμένες στο χωμάτινο, ελαφρώς ανώμαλο δάπεδο-έδαφος.
Οι τέσσερις κάθονται μια γύρα σε σκαμνιά.
Δύο άγνωστοι μάγκες είναι αραχτοί από πριν, πιο εκεί. Ο ένας, ο νεότερος, στρέφει λίγο και κάθεται σταυροπόδι.
Στο κέντρο του τεκέ στέκονται δυο λουλάδες φτιαγμένοι από κολοκύθα.
Ο γερο-τεκετζής, ο μπάρμπα-Τάσος, μπαίνει απ’ το κουζινάκι λέγοντας: «Καλώς τον Μπάτη και τα δερβίσια του», και αρχίζει να ανανεώνει αργά τους λουλάδες με χασίς.
Είναι πενηντάρης, του λείπουνε, μπροστά, δόντια, αξύριστος, πρισκομάτης, έχει το παντελόνι του δεμένο με σκοινί, και φοράει παλιές, πέτσινες παντόφλες.
Ο Μπάτης πιάνει το ματσούκι του λουλά και τραβάει πρώτος μια ρουφηξιά. Την επεξεργάζεται και μετά λέει:
- Μπαρμπα-Τάσο, το νταλαβέρι σου πολύ μαγκιόρο.
Εκείνος, στρώνοντας καλά, τελετουργικά, τον άλλο λουλά:
- Καϊνάρι...
- Προυσαλιό;
Ο τεκετζής γυρίζει τον κοιτάζει πλάγια, για μια στιγμή:
- Όχι, απ’ την Ιτέα, εδώ, πιο πάνω απ’ τη Λειβαδιά. Και τουμπεκί ζόρικο, Περσίας.
Ο ένας απ’ τους μάγκες πιάνει το ματσούκι του δεύτερου λουλά. Τραβάει. Μετά το παίρνει ο άλλος.
Ο Δελιάς πιάνει και ρίχνει κι αυτός μια τζουριά. Δίνει, ύστερα, σειρά στον Στράτο κι εκείνος στον Μάρκο.
Σωπαίνουνε, ηρεμούνε. Η κάπνα βαραίνει, πυκνώνει, μετέωρη, στον χώρο.
Ο τεκετζής πάει ανοίγει εντελώς τα δυο ψευτοπαράθυρα.
Ο Μάρκος είναι εντελώς στον κόσμο του. Βγάζει το πακέτο τα τσιγάρα και κάτι γράφει - σκουντάει, μετά, τον Μπάτη.
Εκείνος γυρίζει. Ο Μάρκος του δείχνει το πακέτο.
Ο Μπάτης το παίρνει και διαβάζει με δυσκολία:
Εγώ δεν είμαι ποιητής
τραγούδια να ταιριάζω
μόν’ μου τα φέρνει ο αργκιλές
και τα κατασκευάζω.
Του το δίνει πίσω, χαμογελώντας.
Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μέσα ένας νέος, επίφοβος βαρύμαγκας με καβουράκι. Προχωρεί, στέκει, και τους κοιτάζει όλους αυστηρά.
Ο ένας απ’ τους δυο άγνωστους, που είναι λίγο πιο εκεί απ’ τους τέσσερις, λέει στον διπλανό του που κάθεται σταυροπόδι.
- Οχ! Ωχ! Ο Νίκος ο Μάθεσης... ο Τρελάκιας...
Ο Μπάτης:
- Καλώς τον Νίκο...
Ο Τρελάκιας, αυστηρά, χωρίς να σηκώνει αντίρρηση:
- Μια κουφάλα να κατεβάσει το πόδι κάτω...
Ο μάγκας που καθότανε σταυροπόδι -έχει δίπλα του κι τ άδειο σκαμνί- κατεβάζει το πόδι υποταχτικά.
Πάει μπροστά του ο Τρελάκιας και του λέει:
- Σήκω πάνω...
Εκείνος, σχεδόν τρέμοντας, σηκώνεται.
Κάθεται στο σκαμνί του ο Τρελάκιας, βγάζει από την τσέπη μια καραμπιστόλα και μιαν αθόρυβη, ένα μαχαίρι δηλαδή, και τα αφήνει στο διπλανό σκαμνί.
Ο Στράτος ο Τεμπέλης του δίνει το ματσούκι του λουλά. Τραβάει μια ρουφηχτή ο Τρελάκιας και λέει στον όρθιο:
- Στάσου στη γωνιά, στο ένα πόδι. Πελαργός...
Πάει ο άλλος στέκεται στο ένα πόδι, σαν λέλεκας, τιμωρία.
Ο Τρελάκιας ρίχνει μερικές απανωτές τζουριές. Μετά, στον Μάρκο:
- Μάρκο, είσαι το καλύτερο μπουζούκι στον Περαία. Και χορεύεις και το πιο ζόρικο ζεϊμπέκικο... το πιο μαγκιόρο γιουρούκικο.
Ο Μάρκος, ψύχραιμος, δεν μιλάει. Ούτε τον κοιτάζει. Μυρίζεται μπελά.
Ο Τρελάκιας:
- Δεν έχεις κάνα όργανο εδώ, να γουστάρουμε;
Πετάγεται ο Στράτος:
- Έχουμε ένα μπουζούκι στο κάρο...
Ο Τρελάκιας, στον όρθιο:
- Τράβα, ρε, και φέρε το μπουζούκι...
Τρέχει εκείνος έξω κάνοντας τον πρόθυμο.
Σε λίγο ξαναμπαίνει, με το μπουζούκι μέσα στο τσουβάλι, και το δίνει ευλαβικά στον Μάρκο.
Ο Τρελάκιας, στον μάγκα:
- Πάνε κάτσε τώρα κάτω, εκεί, στη γωνιά.
Πάει εκείνος κάθεται σεμνά.
Ο Μάρκος ξεβρακώνει το μπουζούκι, το δοκιμάζει λίγο κι αρχίζει να το σκαλίζει αργά, τελετουργικά, κι ενδιάμεσα να το κουρντίζει. Σιγά σιγά ξεκινάει ένα βαρύ ταξίμι χουζάμ.
Το τραβάει αρκετά. Φεύγει, σ’ άλλο δρόμο, ξαναγυρίζει. Κολλητά κάνει εισαγωγή. Τουμπεκιάζονται όλοι. Ισα που ακούγεται το φουρφούρισμα του λουλά.
Μετά ο Μάρκος μπαίνει βραχνά, με φωνή νταμαρίσια:
Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά, εμένα μ’ αγαπούνε
μόλις θα μ’ αντικρίσουνε, θυσία θα γενούνε
Ο χώρος ντουχνιάζει απ’ την κάπνα. Τα πρόσωπα όλων, οι μορφές, φαίνονται χαμένες, νταλκαδιασμένες. Τα μάτια, χαβλέμικα, συλλογισμένα.
Οι τούφες, μετέωρες, ανακατώνονται, φεύγουνε, πλέουν αργά προς τα παράθυρα.
Το ματσούκι του λουλά αλλάζει κάθε λίγο χέρια, κυκλικά.
Τα δάχτυλα του Μάρκου, χοντρά, χασαπίσια -χρυσό δαχτυλίδι, φουσκωτό, στον παράμεσο- περπατούνε καβουρωτά στα πατήματα, στους μπερντέδες του μάνικου.
Ο μπαρμπα-Τάσος έρχεται και ανανεώνει αργά, αθόρυβα, διακριτικά τους λουλάδες.
Ο Τρελάκιας ακούει ήρεμος, σαν μωρό που μόλις βύζαξε.
Ο Στράτος με τη μοναδική φωνή του (όλοι λένε πως έχει αηδονοφωλιά στον λαιμό) συνοδεύει τον Μάρκο.
Εγώ φτωχός γεννήθηκα τον κόσμο έχω γνωρίσει
μέσα απ’ τα φύλλα της καρδιάς εγώ έχω μαρτυρήσει
Το φως γκριζάρει, αδυνατίζει. Όλα βαραίνουν, γλυκαίνουν, γίνονται αλλιώτικα, μαγικά, μέσα σε μιαν ήρεμη κατάφαση.
Ισως για πολύ κόσμο της τάξης μας και ειδικά σε όσους/ες δεν έχουμε την δυνατότητα να ξεφύγουμε από την τερατούπουλη, παίρνοντας κάποιες διαφορετικές ανάσες αλλάζοντας παραστάσεις, αυτό είναι ένα απ' τα πιο "μελαγχολικά" -παράλληλα και με φουλ πολιτικές εξελίξεις- καλοκαίρια που έχουμε ζήσει.
Ας κάνουμε, λοιπόν μια προσπάθεια, για ένα νοητό ταξίδι, με ένα ανάλαφρο ανάγνωσμα, από μια γραφή που "μιλάει" με "εικόνες".
Παρακάτω ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη: «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας».
Πριν απ' αυτό όμως να υποσχεθώ ότι κάποια στιγμή θα κάνω μια προσπάθεια να ανακαλέσω στην μνήμη μου συζητήσεις που είχαμε κάνει με έναν υπέροχο σύντροφο, φίλο και καλλιτέχνη τον Παναγιώτη Βήχο, για το πώς το ΚΚΕ σταδιακά μετατοπίστηκε και από εκεί που χαρακτήριζε τους ρεμπέτες και το ρεμπέτικο τραγούδι "στοιχεία παρακμής και υποκουλτούρας", όχι απλώς τα αποδέχτηκε, αλλά τα πρόβαλε από τον ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σταθμό που διέθετε.
Σήμερα το ρεμπέτικο τραγούδι έχει περίοπτη θέση σε εκδηλώσεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.
Ο μουσικοσυνθέτης Π. Βήχος ήταν μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού "Πολιτιστική" που εκδιδόταν από το ΚΚΕ με "καρδιά" του έναν σεμνό καλλιτέχνη, ποιητή, και αντιδικτατορικό αγωνιστή, Τον Αντώνη Στεμνή.
(Εχει πεθάνει το 2006 έχοντας αποχωρήσει από το ΚΚΕ το 1989 διαφωνώντας κάθετα με την τότε απόφαση του Συνασπισμού, να συνεργαστεί με την Ν.Δ).
Στα μέσα, λοιπόν της δεκαετίας του '90 το περιοδικό "Πολιτιστική" είχε μεγάλο κύρος στους αριστερούς διανοούμενους - το ότι βρήκαν στέγη σ' αυτό κάτι νούμερα σαν την Σώτη Τριανταφύλλου, είναι άλλη πονεμένη ιστορία. (Το ίδιο έγινε και την εφημερίδα "Πρώτη" που εκδόθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ).
Σε κάθε περίπτωση πάντως το περιοδικό "Πολιτιστική" συνέβαλε τα μέγιστα στα 4 χρόνια της κυκλοφορίας του, με την αρθρογραφία του, στο να μεταστραφεί η αντίληψη των αριστερών διανοούμενων για τους ρεμπέτες και το ρεμπέτικο τραγούδι.
Ωχ, παρασύρθηκα. Τυχαίνει όμως να είναι ένα θέμα με το οποίο έχω ασχοληθεί αρκετά- σαν λάτρης του ρεμπέτικου τραγουδιού, -με μια σχετική συλλογή τραγουδιών σε μορφή mp3 που δεν ξέρω αν υπάρχει παρόμοια στην Ελλάδα (Φυσικά η μουσική είναι για να μοιράζεται και θα μπορούσα να χαρίσω αντίγραφο από την ψηφιακή μου δισκοθήκη σε όποιον/α ενδιαφέρεται)- που θα μπορούσα να γράφω για ώρες σχετικά μ' αυτό το θέμα.
Ομως, σ' αυτό, με την πρώτη ευκαιρία θα επανέλθω
Πάμε τώρα στο κείμενο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη:
Λουλάς με νταλαβέρι
Ο Μπάτης δένει τα’ άλογο με το κάρο έξω από μια παράγκα-τεκέ, σ’ ένα δέντρο, μιαν ακακία.
Έχουνε όλοι κατεβεί. Βλέπουνε γύρω αραιά παραπήγματα, μίζερους χωματόδρομους και τσαΐρια.
Ερημιά - ο τεκές είναι λίγο πιο απομονωμένος απ’ τις άλλες παράγκες.
Ένας φτωχόμαγκας καραμελαχρινός, πολύ γεροδεμένος, που κρατάει τσίλιες κάνοντας γύρες σε ακτίνα εκατό μέτρων, πλησιάζει και χαιρετάει τον Μπάτη που τον ξέρει. Του κάνει νόημα να μπούνε.
Οι τέσσερις προχωρούνε και μπαίνουνε στον τεκέ που είναι ένα δωμάτιο πολύ μακρόστενο και με έναν χώρο πιο μικρό, σαν κουζινάκι: μολυβένιος φωτισμός μπαίνει σε δέσμες απ’ τα δυο παλιοπαράθυρα. Κάπνα βαριά αιωρείται σε τούφες.
Στον έναν τοίχο είναι κολλημένη μια μεγάλη, φθαρμένη λιθογραφία:
Ο φόνος του Μάρκου Μπότσαρη
Κουρελούδες υπάρχουνε απλωμένες στο χωμάτινο, ελαφρώς ανώμαλο δάπεδο-έδαφος.
Οι τέσσερις κάθονται μια γύρα σε σκαμνιά.
Δύο άγνωστοι μάγκες είναι αραχτοί από πριν, πιο εκεί. Ο ένας, ο νεότερος, στρέφει λίγο και κάθεται σταυροπόδι.
Στο κέντρο του τεκέ στέκονται δυο λουλάδες φτιαγμένοι από κολοκύθα.
Ο γερο-τεκετζής, ο μπάρμπα-Τάσος, μπαίνει απ’ το κουζινάκι λέγοντας: «Καλώς τον Μπάτη και τα δερβίσια του», και αρχίζει να ανανεώνει αργά τους λουλάδες με χασίς.
Είναι πενηντάρης, του λείπουνε, μπροστά, δόντια, αξύριστος, πρισκομάτης, έχει το παντελόνι του δεμένο με σκοινί, και φοράει παλιές, πέτσινες παντόφλες.
Ο Μπάτης πιάνει το ματσούκι του λουλά και τραβάει πρώτος μια ρουφηξιά. Την επεξεργάζεται και μετά λέει:
- Μπαρμπα-Τάσο, το νταλαβέρι σου πολύ μαγκιόρο.
Εκείνος, στρώνοντας καλά, τελετουργικά, τον άλλο λουλά:
- Καϊνάρι...
- Προυσαλιό;
Ο τεκετζής γυρίζει τον κοιτάζει πλάγια, για μια στιγμή:
- Όχι, απ’ την Ιτέα, εδώ, πιο πάνω απ’ τη Λειβαδιά. Και τουμπεκί ζόρικο, Περσίας.
Ο ένας απ’ τους μάγκες πιάνει το ματσούκι του δεύτερου λουλά. Τραβάει. Μετά το παίρνει ο άλλος.
Ο Δελιάς πιάνει και ρίχνει κι αυτός μια τζουριά. Δίνει, ύστερα, σειρά στον Στράτο κι εκείνος στον Μάρκο.
Σωπαίνουνε, ηρεμούνε. Η κάπνα βαραίνει, πυκνώνει, μετέωρη, στον χώρο.
Ο τεκετζής πάει ανοίγει εντελώς τα δυο ψευτοπαράθυρα.
Ο Μάρκος είναι εντελώς στον κόσμο του. Βγάζει το πακέτο τα τσιγάρα και κάτι γράφει - σκουντάει, μετά, τον Μπάτη.
Εκείνος γυρίζει. Ο Μάρκος του δείχνει το πακέτο.
Ο Μπάτης το παίρνει και διαβάζει με δυσκολία:
Εγώ δεν είμαι ποιητής
τραγούδια να ταιριάζω
μόν’ μου τα φέρνει ο αργκιλές
και τα κατασκευάζω.
Του το δίνει πίσω, χαμογελώντας.
Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μέσα ένας νέος, επίφοβος βαρύμαγκας με καβουράκι. Προχωρεί, στέκει, και τους κοιτάζει όλους αυστηρά.
Ο ένας απ’ τους δυο άγνωστους, που είναι λίγο πιο εκεί απ’ τους τέσσερις, λέει στον διπλανό του που κάθεται σταυροπόδι.
- Οχ! Ωχ! Ο Νίκος ο Μάθεσης... ο Τρελάκιας...
Ο Μπάτης:
- Καλώς τον Νίκο...
Ο Τρελάκιας, αυστηρά, χωρίς να σηκώνει αντίρρηση:
- Μια κουφάλα να κατεβάσει το πόδι κάτω...
Ο μάγκας που καθότανε σταυροπόδι -έχει δίπλα του κι τ άδειο σκαμνί- κατεβάζει το πόδι υποταχτικά.
Πάει μπροστά του ο Τρελάκιας και του λέει:
- Σήκω πάνω...
Εκείνος, σχεδόν τρέμοντας, σηκώνεται.
Κάθεται στο σκαμνί του ο Τρελάκιας, βγάζει από την τσέπη μια καραμπιστόλα και μιαν αθόρυβη, ένα μαχαίρι δηλαδή, και τα αφήνει στο διπλανό σκαμνί.
Ο Στράτος ο Τεμπέλης του δίνει το ματσούκι του λουλά. Τραβάει μια ρουφηχτή ο Τρελάκιας και λέει στον όρθιο:
- Στάσου στη γωνιά, στο ένα πόδι. Πελαργός...
Πάει ο άλλος στέκεται στο ένα πόδι, σαν λέλεκας, τιμωρία.
Ο Τρελάκιας ρίχνει μερικές απανωτές τζουριές. Μετά, στον Μάρκο:
- Μάρκο, είσαι το καλύτερο μπουζούκι στον Περαία. Και χορεύεις και το πιο ζόρικο ζεϊμπέκικο... το πιο μαγκιόρο γιουρούκικο.
Ο Μάρκος, ψύχραιμος, δεν μιλάει. Ούτε τον κοιτάζει. Μυρίζεται μπελά.
Ο Τρελάκιας:
- Δεν έχεις κάνα όργανο εδώ, να γουστάρουμε;
Πετάγεται ο Στράτος:
- Έχουμε ένα μπουζούκι στο κάρο...
Ο Τρελάκιας, στον όρθιο:
- Τράβα, ρε, και φέρε το μπουζούκι...
Τρέχει εκείνος έξω κάνοντας τον πρόθυμο.
Σε λίγο ξαναμπαίνει, με το μπουζούκι μέσα στο τσουβάλι, και το δίνει ευλαβικά στον Μάρκο.
Ο Τρελάκιας, στον μάγκα:
- Πάνε κάτσε τώρα κάτω, εκεί, στη γωνιά.
Πάει εκείνος κάθεται σεμνά.
Ο Μάρκος ξεβρακώνει το μπουζούκι, το δοκιμάζει λίγο κι αρχίζει να το σκαλίζει αργά, τελετουργικά, κι ενδιάμεσα να το κουρντίζει. Σιγά σιγά ξεκινάει ένα βαρύ ταξίμι χουζάμ.
Το τραβάει αρκετά. Φεύγει, σ’ άλλο δρόμο, ξαναγυρίζει. Κολλητά κάνει εισαγωγή. Τουμπεκιάζονται όλοι. Ισα που ακούγεται το φουρφούρισμα του λουλά.
Μετά ο Μάρκος μπαίνει βραχνά, με φωνή νταμαρίσια:
Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά, εμένα μ’ αγαπούνε
μόλις θα μ’ αντικρίσουνε, θυσία θα γενούνε
Ο χώρος ντουχνιάζει απ’ την κάπνα. Τα πρόσωπα όλων, οι μορφές, φαίνονται χαμένες, νταλκαδιασμένες. Τα μάτια, χαβλέμικα, συλλογισμένα.
Οι τούφες, μετέωρες, ανακατώνονται, φεύγουνε, πλέουν αργά προς τα παράθυρα.
Το ματσούκι του λουλά αλλάζει κάθε λίγο χέρια, κυκλικά.
Τα δάχτυλα του Μάρκου, χοντρά, χασαπίσια -χρυσό δαχτυλίδι, φουσκωτό, στον παράμεσο- περπατούνε καβουρωτά στα πατήματα, στους μπερντέδες του μάνικου.
Ο μπαρμπα-Τάσος έρχεται και ανανεώνει αργά, αθόρυβα, διακριτικά τους λουλάδες.
Ο Τρελάκιας ακούει ήρεμος, σαν μωρό που μόλις βύζαξε.
Ο Στράτος με τη μοναδική φωνή του (όλοι λένε πως έχει αηδονοφωλιά στον λαιμό) συνοδεύει τον Μάρκο.
Εγώ φτωχός γεννήθηκα τον κόσμο έχω γνωρίσει
μέσα απ’ τα φύλλα της καρδιάς εγώ έχω μαρτυρήσει
Το φως γκριζάρει, αδυνατίζει. Όλα βαραίνουν, γλυκαίνουν, γίνονται αλλιώτικα, μαγικά, μέσα σε μιαν ήρεμη κατάφαση.
Δημοσίευση σχολίου