«Οι τυραννίες γκρεμίζονται με αγώνες / της Λευτεριάς το παραμύθι με αίμα γράφεται».
Αλέκος Παναγούλης
Ηταν σαν σήμερα το 1968 που ο Αλέκος Παναγούλης κρυμμένος στους λόφους στο Λαγονήσι, πυροδότησε εκρηκτικό μηχανισμό σε μια προσπάθεια να εκτελέσει τον δικτάτορα Γιώργο Παπαδόπουλο, ανατινάζοντας το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε.
Η προσπάθεια του αποτυγχάνει. Συλλαμβάνεται, καταδικάζεται σε θάνατο, φυλακίζεται και βασανίστηκε με απίστευτη αγριότητα χωρίς ποτέ να λυγίσει. Είναι αναμφισβήτητα ένας ήρωας της νεότερης Ελλάδας.
Γράφει ο ίδιος:
«Απομόνωση – Ιούνιος 1971. Μου είχανε αφαιρέσει τα πάντα. Δεν είχα ούτε ένα μολύβι ούτε λίγο χαρτί. Ούτε ένα βιβλίο ή μια εφημερίδα. Με αίμα ζωγράφιζα στους τοίχους του τάφου μου την αηδία μου για τη Χούντα, την οργή μου και την απόφαση για συνέχιση του αγώνα. Αυτές οι γραμμένες με αίμα λέξεις ήταν πραγματικά ζωγραφιές που “ομόρφαιναν” το κελί μου. Ήταν μια συντροφιά, που όταν την σκότωναν, εγώ την ανάσταινα με καινούργιο αίμα».
Οι βασανιστές του, έβγαλαν πάνω του μια απίστευτη σκληρότητα, εξαντλώντας όλη τη βαναυσότητα και την αρρωστημένη φαντασία τους καθημερινά.
Ο Παναγούλης κατάφερε να αντέξει, χωρίς ποτέ να κατονομάσει, να προδώσει, να λυγίσει ή να ζητήσει χάρη, αλλά και χωρίς να χάσει τα λογικά του.
Μέσα σε αυτό τον εφιάλτη, η ποίηση ήταν διέξοδος, ήταν ο τρόπος να γλιτώσει τον ψυχικό βιασμό, την τρέλα, να επιβεβαιώσει ότι υπάρχει. Τα καλύτερα ποιήματά του γράφονται στον τοίχο του κελιού, στις φυλακές του Μπογατίου. «Ένα σπιρτόξυλο για πέννα / αίμα χυμένο στο πάτωμα για μελάνι / το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί. / Μα τι να γράψω; / Τη διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω. / Παράξενο και πήζει το μελάνι / Μέσ’ από φυλακή σας γράφω / στην Ελλάδα».
Περνάει 4 ½ χρόνια «εντοιχισμένος» μέσα σε ένα κελί-τάφο, κάνει 3 απόπειρες να δραπετεύσει, 37 απεργίες πείνας με τη μεγαλύτερη να κρατά 47 μέρες, και γράφει πραγματικά διαμάντια, μια ολόκληρη σειρά βιωματικών και αγωνιστικών στίχων, το χιλιοτραγουδισμένο «Πάλης ξεκίνημα», ποιήματα που αν τα διαβάσεις δεν τα ξεχνάς ποτέ.
«Η πολιτική είναι καθήκον, η ποίηση είναι ανάγκη», λέει ο ίδιος προσπαθώντας να εξηγήσει πώς και γιατί έγραψε τους στίχους του. Μόνιμα χειροδέσμιος, αλλά μ’ ανυπότακτο νου, εξακολουθούσε να πιστεύει στον άνθρωπο και στη ζωή. «Θέλω να προσευχηθώ / με την ίδια δύναμη που θέλω να βλαστημήσω. / Θέλω να τιμωρήσω / με την ίδια δύναμη που θέλω να συγχωρήσω. (…) Θέλω να νικήσω / αφού δεν μπορώ να νικηθώ».
Ο Παναγούλης αναμετρήθηκε με τους τυράννους σ’ έναν αγώνα μέχρι τέλους. Στεκόταν μπροστά τους καταβεβλημένος, αιμόφυρτος, μα ήταν αυτός ο νικητής.
Οι διώκτες του το γνώριζαν, ο Παναγούλης δεν ήταν ελέγξιμος, δεν ήταν προβλέψιμος. Εκεί που περιμέναν να ζητήσει χάρη, αυτός τους προκαλούσε να τον σκοτώσουν, εκεί που ήταν σίγουροι πως θα λυγίσει, αυτός γελούσε και τους έβριζε, εκεί που ο Ιωαννίδης τον απειλούσε «εγώ θα σε ντουφεκίσω», εκείνος του απαντούσε «δεν έχεις αρχίδια».
Ο Παναγούλης εξόργισε τους εχθρούς του όσο κανένας. Είχε όσα δεν θα μπορούσαν να έχουν ποτέ. Ήταν έτοιμος να πεθάνει για τις ιδέες του ανά πάσα στιγμή. Έξω από κάθε στεγανό, μπορούσε να υπερασπιστεί με τόση θέρμη τη ζωή την ίδια στιγμή που την απαρνιόταν, μπορούσε να βγει από τη φυλακή και να ζήσει έναν φλογερό έρωτα λες και τα χρόνια που πέρασε στην κόλαση δεν του αφήσαν κανένα σημάδι.
Τον Παναγούλη δεν μπόρεσε να τον οικειοποιηθεί κανένα κόμμα, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης συγκρούστηκε ταυτόχρονα με όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, η ακεραιότητά του δεν χωρούσε σε κομματικούς σχηματισμούς. Ίσως γι’ αυτό δεν τιμήθηκε όσο θα περίμενε κανείς. Η επιμονή του να φέρει στο φως τους απόρρητους φακέλους της ΕΣΑ ενοχλούσε πολλούς, όσο και αυτή η ακραία του στάση από έναν άνθρωπο του κεντρώου χώρου.
Ο Παναγούλης πέθανε. 40 χρόνια μετά το θάνατό του, έχουμε τις πράξεις και τα λόγια του, ένα διαρκές κάλεσμα στις πιο υψηλές ανθρώπινες αξίες. «Μη κλαις για μένα / ας ξέρεις πως πεθαίνω / να με βοηθήσεις δεν μπορείς. / Μα δες εκείνο το λουλούδι / για κείνο που μαραίνεται σου λέω. / Να το ποτίσεις».
Κι ίσως, απ’ όλα του τα ποιήματα, το πιο συγκλονιστικό να είναι η απολογία του στο Έκτακτο Στρατοδικείο, στις 8 Νοεμβρίου 1968. «Δεν έχει σημασίαν ότι ημείς απετύχαμεν. Άλλοι έρχονται μετά από εμάς. Δεν υποχωρώ διότι γνωρίζω ότι το ωραιότερον κύκνειον άσμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος, παρά ενώπιον μιας τυραννίας, και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι».
ΜΠΟΓΙΑ
Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά.
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν
να μάθουνε πού βρήκα την μπογιά.
Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν.
Κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
όμως μπογιά δεν βρήκαν.
Γιατί στιγμή δεν σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν.
***
Αλέξανδρος Παναγούλης (2 Ιουλίου 1939 – 1 Μαΐου 1976) πολιτικός και ποιητής
Ηγετικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου σε νεαρή ηλικία. Ενεργή πολιτική δράση.
1967 – Λιποταξία από τη μονάδα που υπηρετεί. Δημιουργία της οργάνωσης Ελληνική Αντίσταση.
13 Αυγούστου του 1968 – Αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου. Σύλληψη και έναρξη βασανιστηρίων.
3 Νοέμβριου του 1968 – Καταδίκη δις εις θάνατον. Η ποινή δεν εκτελέστηκε μετά από τον ξεσηκωμό της διεθνούς κοινής γνώμης υπέρ του.
1973 – Έξοδος από τη φυλακή με την γενική αμνηστία. Συνάντηση με την Οριάνα Φαλάτσι, ερωτική σχέση. Διαφυγή στην Ιταλία. Έκδοση των ποιημάτων του σε δίγλωσσες εκδόσεις.
1974 – Πτώση της Χούντας, επιστροφή στην Ελλάδα. Βουλευτής Αθήνας με την Ένωση Κέντρου. Μάρτυρας στις δίκες των βασανιστών. Έρευνα για τα αρχεία της ΕΣΑ. Ανεξαρτητοποίηση από την Ένωση Κέντρου.
1η Μαΐου 1976 – Σκοτώνεται σε αμφιλεγόμενο τροχαίο, λίγο πριν από την δημοσιοποίηση των αρχείων της ΕΣΑ.
Στοιχεία για την ανάρτησή μας αντλήσαμε από δημοσίευμα του περιοδικού Hot Doc History
Διαβάστε επίσης: Περί Πολιτικών Δολοφονιών ο λόγος.
Αλέκος Παναγούλης
Ηταν σαν σήμερα το 1968 που ο Αλέκος Παναγούλης κρυμμένος στους λόφους στο Λαγονήσι, πυροδότησε εκρηκτικό μηχανισμό σε μια προσπάθεια να εκτελέσει τον δικτάτορα Γιώργο Παπαδόπουλο, ανατινάζοντας το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε.
Η προσπάθεια του αποτυγχάνει. Συλλαμβάνεται, καταδικάζεται σε θάνατο, φυλακίζεται και βασανίστηκε με απίστευτη αγριότητα χωρίς ποτέ να λυγίσει. Είναι αναμφισβήτητα ένας ήρωας της νεότερης Ελλάδας.
Γράφει ο ίδιος:
«Απομόνωση – Ιούνιος 1971. Μου είχανε αφαιρέσει τα πάντα. Δεν είχα ούτε ένα μολύβι ούτε λίγο χαρτί. Ούτε ένα βιβλίο ή μια εφημερίδα. Με αίμα ζωγράφιζα στους τοίχους του τάφου μου την αηδία μου για τη Χούντα, την οργή μου και την απόφαση για συνέχιση του αγώνα. Αυτές οι γραμμένες με αίμα λέξεις ήταν πραγματικά ζωγραφιές που “ομόρφαιναν” το κελί μου. Ήταν μια συντροφιά, που όταν την σκότωναν, εγώ την ανάσταινα με καινούργιο αίμα».
Οι βασανιστές του, έβγαλαν πάνω του μια απίστευτη σκληρότητα, εξαντλώντας όλη τη βαναυσότητα και την αρρωστημένη φαντασία τους καθημερινά.
Ο Παναγούλης κατάφερε να αντέξει, χωρίς ποτέ να κατονομάσει, να προδώσει, να λυγίσει ή να ζητήσει χάρη, αλλά και χωρίς να χάσει τα λογικά του.
Μέσα σε αυτό τον εφιάλτη, η ποίηση ήταν διέξοδος, ήταν ο τρόπος να γλιτώσει τον ψυχικό βιασμό, την τρέλα, να επιβεβαιώσει ότι υπάρχει. Τα καλύτερα ποιήματά του γράφονται στον τοίχο του κελιού, στις φυλακές του Μπογατίου. «Ένα σπιρτόξυλο για πέννα / αίμα χυμένο στο πάτωμα για μελάνι / το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί. / Μα τι να γράψω; / Τη διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω. / Παράξενο και πήζει το μελάνι / Μέσ’ από φυλακή σας γράφω / στην Ελλάδα».
Περνάει 4 ½ χρόνια «εντοιχισμένος» μέσα σε ένα κελί-τάφο, κάνει 3 απόπειρες να δραπετεύσει, 37 απεργίες πείνας με τη μεγαλύτερη να κρατά 47 μέρες, και γράφει πραγματικά διαμάντια, μια ολόκληρη σειρά βιωματικών και αγωνιστικών στίχων, το χιλιοτραγουδισμένο «Πάλης ξεκίνημα», ποιήματα που αν τα διαβάσεις δεν τα ξεχνάς ποτέ.
«Η πολιτική είναι καθήκον, η ποίηση είναι ανάγκη», λέει ο ίδιος προσπαθώντας να εξηγήσει πώς και γιατί έγραψε τους στίχους του. Μόνιμα χειροδέσμιος, αλλά μ’ ανυπότακτο νου, εξακολουθούσε να πιστεύει στον άνθρωπο και στη ζωή. «Θέλω να προσευχηθώ / με την ίδια δύναμη που θέλω να βλαστημήσω. / Θέλω να τιμωρήσω / με την ίδια δύναμη που θέλω να συγχωρήσω. (…) Θέλω να νικήσω / αφού δεν μπορώ να νικηθώ».
Ο Παναγούλης αναμετρήθηκε με τους τυράννους σ’ έναν αγώνα μέχρι τέλους. Στεκόταν μπροστά τους καταβεβλημένος, αιμόφυρτος, μα ήταν αυτός ο νικητής.
Οι διώκτες του το γνώριζαν, ο Παναγούλης δεν ήταν ελέγξιμος, δεν ήταν προβλέψιμος. Εκεί που περιμέναν να ζητήσει χάρη, αυτός τους προκαλούσε να τον σκοτώσουν, εκεί που ήταν σίγουροι πως θα λυγίσει, αυτός γελούσε και τους έβριζε, εκεί που ο Ιωαννίδης τον απειλούσε «εγώ θα σε ντουφεκίσω», εκείνος του απαντούσε «δεν έχεις αρχίδια».
Ο Παναγούλης εξόργισε τους εχθρούς του όσο κανένας. Είχε όσα δεν θα μπορούσαν να έχουν ποτέ. Ήταν έτοιμος να πεθάνει για τις ιδέες του ανά πάσα στιγμή. Έξω από κάθε στεγανό, μπορούσε να υπερασπιστεί με τόση θέρμη τη ζωή την ίδια στιγμή που την απαρνιόταν, μπορούσε να βγει από τη φυλακή και να ζήσει έναν φλογερό έρωτα λες και τα χρόνια που πέρασε στην κόλαση δεν του αφήσαν κανένα σημάδι.
Τον Παναγούλη δεν μπόρεσε να τον οικειοποιηθεί κανένα κόμμα, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης συγκρούστηκε ταυτόχρονα με όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, η ακεραιότητά του δεν χωρούσε σε κομματικούς σχηματισμούς. Ίσως γι’ αυτό δεν τιμήθηκε όσο θα περίμενε κανείς. Η επιμονή του να φέρει στο φως τους απόρρητους φακέλους της ΕΣΑ ενοχλούσε πολλούς, όσο και αυτή η ακραία του στάση από έναν άνθρωπο του κεντρώου χώρου.
Ο Παναγούλης πέθανε. 40 χρόνια μετά το θάνατό του, έχουμε τις πράξεις και τα λόγια του, ένα διαρκές κάλεσμα στις πιο υψηλές ανθρώπινες αξίες. «Μη κλαις για μένα / ας ξέρεις πως πεθαίνω / να με βοηθήσεις δεν μπορείς. / Μα δες εκείνο το λουλούδι / για κείνο που μαραίνεται σου λέω. / Να το ποτίσεις».
Κι ίσως, απ’ όλα του τα ποιήματα, το πιο συγκλονιστικό να είναι η απολογία του στο Έκτακτο Στρατοδικείο, στις 8 Νοεμβρίου 1968. «Δεν έχει σημασίαν ότι ημείς απετύχαμεν. Άλλοι έρχονται μετά από εμάς. Δεν υποχωρώ διότι γνωρίζω ότι το ωραιότερον κύκνειον άσμα οιουδήποτε πραγματικού αγωνιστού είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος, παρά ενώπιον μιας τυραννίας, και αυτήν την θέσιν αποδέχομαι».
ΜΠΟΓΙΑ
Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά.
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν
να μάθουνε πού βρήκα την μπογιά.
Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν.
Κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
όμως μπογιά δεν βρήκαν.
Γιατί στιγμή δεν σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν.
***
Αλέξανδρος Παναγούλης (2 Ιουλίου 1939 – 1 Μαΐου 1976) πολιτικός και ποιητής
Ηγετικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου σε νεαρή ηλικία. Ενεργή πολιτική δράση.
1967 – Λιποταξία από τη μονάδα που υπηρετεί. Δημιουργία της οργάνωσης Ελληνική Αντίσταση.
13 Αυγούστου του 1968 – Αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου. Σύλληψη και έναρξη βασανιστηρίων.
3 Νοέμβριου του 1968 – Καταδίκη δις εις θάνατον. Η ποινή δεν εκτελέστηκε μετά από τον ξεσηκωμό της διεθνούς κοινής γνώμης υπέρ του.
1973 – Έξοδος από τη φυλακή με την γενική αμνηστία. Συνάντηση με την Οριάνα Φαλάτσι, ερωτική σχέση. Διαφυγή στην Ιταλία. Έκδοση των ποιημάτων του σε δίγλωσσες εκδόσεις.
1974 – Πτώση της Χούντας, επιστροφή στην Ελλάδα. Βουλευτής Αθήνας με την Ένωση Κέντρου. Μάρτυρας στις δίκες των βασανιστών. Έρευνα για τα αρχεία της ΕΣΑ. Ανεξαρτητοποίηση από την Ένωση Κέντρου.
1η Μαΐου 1976 – Σκοτώνεται σε αμφιλεγόμενο τροχαίο, λίγο πριν από την δημοσιοποίηση των αρχείων της ΕΣΑ.
Στοιχεία για την ανάρτησή μας αντλήσαμε από δημοσίευμα του περιοδικού Hot Doc History
Διαβάστε επίσης: Περί Πολιτικών Δολοφονιών ο λόγος.
Δημοσίευση σχολίου