
Σάββατο, 23 Αυγούστου
Αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μας σε λίγο, αυτό που βιώσαμε τις επόμενες ώρες δεν περιγράφεται. Ο σπουδαιότερος σκηνοθέτης δε θα μπορούσε να το στήσει. Αν το παρακολουθήσατε από την τηλεόραση (το «Αλ Τζαζίρα» είχε απευθείας μετάδοση, όπως και το «Ραματάν», ενώ υπήρχαν δεκάδες συνεργεία των μεγαλύτερων τηλεοπτικών δικτύων), ίσως να πήρατε μια μικρή γεύση. Γεύση, όμως, γιατί η εμπειρία είναι άλλο πράγμα και μια τέτοια εμπειρία δεν έχει κανείς την ευκαιρία να τη ζήσει πολλές φορές στη ζωή τους.
Με το που πλησιάζουμε στο ένα μίλι από το λιμανάκι (μια μικρή ιχθυόσκαλα είναι για την ακρίβεια) της Γάζας, σκάνε μύτη η πρώτη ψαρόβαρκα κι ένα κανό. Πλησιάζουν το «Δημήτρης Κ». Εμείς ακολουθούμε. Σε λίγο το «Δημήτρης Κ» βρίσκεται μέσα σ’ έναν κλοιό.

Εμείς είμαστε περικυκλωμένοι από βάρκες και καΐκια, που πλέον έρχονται κολλητά με το καΐκι. Ακούμε φωνές: Γουελκάμ του Γκάζα, Αλάου ακμπάρ, φρι-φρι-Παλεστάιν κι άλλες φράσεις που δεν τις καταλάβαινα. Στα βράχια γύρω από το μικρό λιμανάκι και στη στεριά χιλιάδες άνθρωποι. Αμέτρητοι. Δεν ξέρω πόσοι είναι, αλλά ξεπερνούν τις 20 χιλιάδες. Ανδρες, γυναίκες, παιδιά, φωνάζουν, σφυρίζουν, χαιρετούν. Βλέπω φλας ν’ αστράφτουν συνεχώς. Φωτογραφίζουν οι περισσότεροι με τα κινητά, λιγότεροι με φωτογραφικές μηχανές. Οσοι έχουν καταφέρει να μπουν σ’ ένα καΐκι ή μια ψαρόβαρκα αισθάνονται τυχεροί. Ακουμπούν τα σκάφη, μας δίνουν τα χέρια, μας τραβούν πάνω τους και φιλιόμαστε τέσσερις φορές σταυρωτά.
Δάκρυα αυλακώνουν τα αξύριστα και τραχιά πρόσωπα ψαράδων. Ενας γέρο-ψαράς κάνει πρώτος την αρχή. Μ’ ένα σάλτο ανεβαίνει στο καΐκι μας και μας φιλά όλους έναν-έναν. Το σύνθημα έχει δοθεί. Σαν σε πειρατικό ρεσάλτο αρχίζουν και σαλτάρουν όλοι πάνω. Οι πιτσιρικάδες δεν κρατιούνται. Βουτάνε με τα ρούχα στη θάλασσα, κολυμπούν μέχρι το καΐκι μας, αρπάζονται από τα σκοινιά κι ανεβαίνουν πάνω σαν τις γάτες. Σε λίγο δεν υπάρχει ούτε εκατοστό από το καΐκι άδειο. Ξαφνικά βλέπω ένα τσούρμο πιτσιρικάδες ανεβασμένους στο άλμπουρο, όπου βρισκόταν το ραντάρ και οι κεραίες των δορυφορικών συστημάτων με την επικίνδυνη ακτινοβολία. Μέσα στο πανδαιμόνιο φωνάζω στη Νταρλίν, της δείχνω το άλμπουρο, καταλαβαίνει και τρέχει και κλείνει το δορυφορικό.


Ερχονται και κάτι άλλοι τύποι, ντυμένοι με κιτρινόμαυρες φανέλες και μακριά σορτς, λες και βλέπεις τον Αρη Θεσσαλονίκης σε προπόνηση. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, πρέπει να είναι η παλιά αστυνομία του Αμπάς. Είναι όλοι τους ξυπόλυτοι και άοπλοι, αλλά θέλουν να μείνουν πάνω στο σκάφος. Γίνεται ένα φραστικό επεισόδιο ανάμεσα σ’ έναν απ’ αυτούς και έναν Χαμασίτη ένοπλο, κάτι λένε, πέφτει μια σπρωξιά. Καθώς τους χωρίζουν, έρχεται ο λιμενάρχης και με επιτακτικό ύφος τους βάζει να αγκαλιαστούν και να φιληθούν. Το επεισόδιο έληξε εν τη γενέσει του.
Σε λίγο έρχεται ο υπουργός Παιδείας και Αθλητισμού, που ήταν ένας από τους φορείς που μας είχαν καλέσει στη Γάζα. Τον συνοδεύουν τα κανάλια, ενώ η φρουρά του είναι παρούσα αλλά διακριτική. Μιλά για τα βάσανα του λαού της Γάζας, για τον αποκλεισμό και τα δεινά που έχει επιφέρει, μας ευχαριστεί. Ψάχνω τον Πισσία. Τον βρίσκω και μιλά στον υπουργό αραβικά. Οταν καταλαβαίνει ότι είμαστε Ελληνες μας αγκαλιάζει και μας φιλά με τον παραδοσιακό τρόπο.
Οι μαυροντυμένοι ένοπλοι μας μαζεύουν στη μια πλευρά του καϊκιού. Είναι φανερό ότι φοβούνται για τις ζωές μας, ότι φοβούνται ισραηλινή προβοκάτσια. Ο Γιώργης μαζεύει την άγκυρα και με ελάχιστη ταχύτητα, πλέοντας ανάμεσα σε ψαρόβαρκες, σε πιτσιρικάδες που παραμένουν στο νερό και σε σκάφη γεμάτα με ένοπλους με το δάχτυλο στη σκανδάλη των καλάζνικοφ, φτάνουμε σ’ ένα μικρό ντόκο, όπου ήδη βλέπουμε πλαγιοδετημένο τη «Δημήτρης Κ».
Δένουμε κι εμείς. Μαυροντυμένοι ένοπλοι και άλλοι με μαύρα ρούχα και κόκκινους μπερέδες προσπαθούν να συγκρατήσουν τον κόσμο στην ακτή. Μας βγάζουν σχεδόν σηκωτούς από το σκάφος, κάνουν γύρω μας έναν κλοιό, σπρώχνουν το πλήθος στην άκρη και μας οδηγούν σ’ ένα μικρό λεωφορείο. Ο κόσμος μας φωνάζει, απλώνει τα χέρια να μας αγγίξει. Τα ‘χουμε χαμένα. Νομίζουμε πως ζούμε κάποιο όνειρο. Πριν από τέσσερις ώρες, περιμέναμε το ισραηλινό ναυτικό να έρθει να μας συλλάβει ή να μας ρίξει μερικές προειδοποιητικές βολές για να ψαρώσουμε και τώρα είμαστε στη Γάζα και μας υποδέχονται σαν απελευθερωτές! Ποιους; ένα τσούρμο καλοζωισμένων δυτικών. Ποιοι; Ο αδούλωτος λαός της Γάζας, η παλαιστινιακή φτωχολογιά, αυτοί που πολεμούν τόσες δεκαετίες τώρα για τη λευτεριά τους.
Καθώς οι ένοπλοι μας πηγαίνουν σηκωτούς προς το πουλμανάκι, μια τέντα στη στεριά καταρρέει. Ηταν τόσοι πολλοί οι πιτσιρικάδες που είχαν ανέβει πάνω, που η πρποχειρη κατασκευή δεν άντεξε! Πέφτουν πάνω στα κεφάλια όσων κάθονταν από κάτω, απ’ ό,τι πρόλαβα να δω δε χτύπησε κανένας, τουλάχιστον σοβαρά. Οι ένοπλοι που μας κουβαλούν είναι κι αυτοί συγκινημένοι. Γουελκάμ του Γκάζα, μου ψιθυρίζει ένα παλικαράκι που δεν πρέπει να ήταν περισσότερο από 18 χρόνων. Πάρα πολλοί απ’ αυτούς τους ενόπλους είναι νεαροί, σχεδόν παιδιά. Μας βάζουν στο πουλμανάκι και διαπιστώνω ότι είμαστε μόνο 7-8 άτομα. Οι ένοπλοι στέκονταν όρθιοι στο διάδρομο με τα καλάζνικοφ έτοιμα.
Εξω από το λεωφορείο άλλοι ένοπλοι προσπαθούν να κρατήσουν το πλήθος στην άκρη. Οι πιτσιρικάδες περνούν κάτω από τα χέρια τους, χτυπούν το λεωφορείο, κάνουν το σήμα της νίκης. Με δυσκολία ανοίγουν δρόμο και το πουλμανάκι ξεκινά με ιλιγγιώδη ταχύτητα στον κακοτράχαλο δρόμο. Μπροστά και πίσω είναι μερικά ανοιχτά φορτηγάκια με ενόπλους κρεμασμένους στην καρότσα τους και έτοιμους να πηδήξουν έξω ανά πάσα στιγμή. Δεξιά έχουμε τη θάλασσα και αριστερά μας καλύπτουν κάποιες μοτοσικλέτες. «Ποιος είμαι, ο Κλίντον;», λέω καλαμπουρίζοντας και διαπιστώνω πως δεν υπάρχει κανένας άλλος Ελληνας για να καταλάβει. Μια σκωτσέζα φίλη, ταχυδρόμος το επάγγελμα, που μπήκε στο καΐκι μας από την Κύπρο, με κοιτάζει απορημένη. Επαναλαμβάνω τη φράση στα αγγλικά και σκάμε στα γέλια.

Συνεννοούνται κυριολεκτικά με τα μάτια. Ο υπάλληλος του ξενοδοχείου που έρχεται να πάρει τα διαβατήριά μας δεν κρατιέται και μιλά με πάθος: «Καλωσορίσατε στη Γάζα. Εσείς που σπάσατε τον αποκλεισμό από σήμερα είσαστε Παλαιστίνιοι». Μας προσφέρουν παγωμένη σουμάδα. Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο πρόεδρος της Βουλής, ένας σεβάσμιος γέροντας. Μας χαιρετά έναν-έναν, 45 άτομα. Ο 46ος λείπει. Είναι ο Πισσίας. Τελευταία φορά τον είδα στο καΐκι. Ο δημοσιογράφος του «Αλ Τζαζίρα» που ακολουθούσε την αποστολή προσέγγισε με ένα άλλο σκάφος το δικό μας, οι ένοπλοι δεν τον άφηναν ν’ανέβει πάνω, προσπάθησα να τους πω ότι ο άνθρωπος είναι μέλος της αποστολής, αλλά άντε να συνεννοηθείς με ανθρώπους που δε μιλούν αγγλικά και συ δεν ξέρεις ούτε μια αραβική λέξη, εκτός από το «γεια σας» και το «καλημέρα». Μου ζήτησε να βρω τον Vaggelis, φώναξα τον Πισσία, κάτι είπαν στα αραβικά και πέρασε στο σκάφος του «Αλ Τζαζίρα». Κατάλαβα, ότι τον ήθελαν για κάποια ζωντανή παρέμβαση, γιατί είναι ο μόνος δυτικός της αποστολής που μπορεί να μιλήσει και αραβικά. Υπάρχει μια μικρή ανησυχία σε κάποιους της αποστολής, τους καθησυχάζω και σε λίγο ο Βαγγέλης έρχεται χαμογελαστός.

Ο Ντολφ κάνει ένα τηλεφώνημα στ’ αραβικά. Μας λέει ότι σε λίγο θα μας επισκεφτεί ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο και θέλει να μιλήσει με την ελληνική αποστολή. Σε ένα δεκάλεπτο ειδοποιούμαστε ότι ήρθε. Είναι ο επικεφαλής της Ισλαμικής Τζιχάντ στη Γάζα, ένα από τα πιο καταζητούμενα πρόσωπα (δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί). Εκείνη τη στιγμή με καλούν να βγω στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του καναλιού «Σίγμα» της Κύπρου. Καθυστερώ λίγο, καθυστερεί και ο Πισσίας για να με πάρει, αναγκάζομαι να κλείσω κάπως αγενώς την επικοινωνία και ξαφνικά βρίσκω μπροστά μου 4-5 «ντουλάπες» που μου κλείνουν το δρόμο. Ask him, λέει ο Πισσίας, η μια από τις «ντουλάπες» ρίχνει μια ματιά έξω, κάποια άλλη «ντουλάπα» του γνέφει καταφατικά, ο κλοιός ανοίγει.

Καταλαβαίνοντας ότι δε μπορεί να μείνει για πολύ, του ζητάμε νέα συνάντηση, για να συζητήσουμε για στρατηγική και τακτική. Συμφωνεί ευχαρίστως και το ραντεβού κλείνεται. Μας χαιρετά ευγενικά, περνά από διπλανά τραπέζια όπου κάθονται στελέχη άλλων οργανώσεων και παρατηρώντας τον από μακριά διαπιστώνω ότι είναι ένα πρόσωπο που χαίρει μεγάλου σεβασμού. Το βλέπω στον τρόπο με τον οποίο τον χαιρετά το προσωπικό του ξενοδοχείου. Οι σερβιτόροι παρατούν τα πόστα τους και σπεύδουν να τον χαιρετίσουν.

Η πρώτη νύχτα στη Γάζα έκλεισε σαν σ’ ένα όνειρο. To πρωί ξεπνώ κατά τις 6. Οι κουστουμαρισμένοι ήταν στην ταράτσα με το μάτι γαρίδα. Από κάτω έσκαγε το κύμα και στο βάθος τα δυο καΐκια μας φυλάσσονταν από ένα τσούρμο μαρυροφορεμένων ενόπλων.
Δημοσίευση σχολίου