Ο πρωταγωνιστής βημάτιζε νευρικά μέσα στο καμαρίνι του. Η ώρα πλησίαζε εννιά. Η παράσταση θα έπρεπε να αρχίσει σε λίγο. Αυτός ήταν καθ΄ όλα έτοιμος. Είχε ντυθεί όπως κάθε μέρα για τις ανάγκες του ρόλου του. Είχε φορέσει το κοστούμι που απέδιδε την προέλευση του ήρωά του από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, με το ημίψηλο καπέλο, τη φτιασιδωτή γενειάδα και το μπαστούνι. Έλειπε ωστόσο το βασικότερο συστατικό της επιτυχίας του. Αυτό που τον είχε κάνει να ξεχωρίσει για χρόνια και να απολαμβάνει γεμάτος ευχαρίστηση το αποθεωτικό χειροκρότημα του κοινού έπειτα από κάθε θρίαμβο. Ο προβληματισμός και η ανησυχία του ολοένα και εντείνονταν όσο τα δευτερόλεπτα κυλούσαν. Πραγματικά δεν περίμενε αυτήν την απρόοπτη εξέλιξη. Προσπαθούσε αναμοχλεύοντας τη μνήμη του να θυμηθεί με ακρίβεια τα λόγια που θα ιστορούσαν πως αυτός ο καλοβαλμένος ήρωας τον οποίο υποδυόταν δεν ήταν παρά ένας τιποτένιος. Ένας αδίστακτος απατεώνας που μπροστά στην καλοπέρασή του δεν θα δίσταζε να θυσιάσει οποιαδήποτε αρχή, ανθρώπινη αξία και κώδικα συμπεριφοράς για να τα καταφέρει τελικά να βρεθεί στα σαλόνια της μπουρζουαζίας, για να καταλήξει τελικά και ο ίδιος θύμα των ίδιων των πανούργων μηχανορραφιών του όταν θα αποκαλυπτόταν η απάτη.
Το φουαγιέ όχι απλώς είχε γεμίσει αλλά ο κόσμος συνωστιζόταν μέχρι την είσοδο της πλατείας και είχε αρχίσει πια να μπαίνει και να κάθεται στις θέσεις του. Τρόμαζε και μόνο με την ιδέα. Μόνος στη ράμπα. Μπερδεμένος και ουσιαστικά ανήμπορος. Τι άδοξο τέλος του επιφύλασσε η μοίρα…
Κρίμα στ΄ αλήθεια για έναν λαμπερό αστέρα. Το βουητό από την οχλαγωγία άρχισε σιγά σιγά να χαμηλώνει κι εκείνος σκεφτόταν με τρόμο που άγγιζε τα όρια της παραφροσύνης ότι απόψε, πέρα από κάθε άλλη φορά, έμοιαζε ολοένα και περισσότερο στο ρόλο που ενσάρκωνε. Διαπίστωνε πως ο ήρωας του δεν ήταν και τόσο άσχετος με ότι πραγματικά συνέβαινε εδώ και κάποιο καιρό στον ίδιο. Σε άλλο χρόνο, σε άλλη εποχή και καταστάσεις. Ναι. Αλλά κατά βάθος τρομοκρατούνταν με την ιδέα της ομοιότητας και της ταυτόχρονης αδυναμίας του. Έκανε κάποιες τελευταίες προσπάθειες ανασυγκρότησης της σκέψης του. «Να πάρει ο διάολος, δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. Δεν είναι δυνατόν», μονολόγησε. Πρόβα από τον μονόλογο που θα έπρεπε να ακολουθήσει ενώπιον του κοινού.
Αναρωτήθηκε μέσα του πως τα είχε καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια. Πως είχε κατορθώσει να συντηρήσει ένα μύθο δυσανάλογο του καλλιτεχνικού του διαμετρήματος. Είχε έρθει άραγε η ώρα της αποκάλυψης; Το κουδούνι είχε χτυπήσει ήδη δύο φορές αλλά πλέον δεν τον ένοιαζε καθόλου. Έτσι τουλάχιστον έδειχνε. Από το μικρότερο μέχρι και τον σπουδαιότερο ρόλο του γνώριζε πως η συμβολή του στη δραματουργία και την τέχνη ήταν μηδαμινή. Είχε ωστόσο το ταλέντο στην ερμηνεία, αν και ποτέ αυτή δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει από τη βαθύτερη γνώση της υποκριτικής. Το οικοδόμημα τώρα κατέρρεε. Συνειδητοποιούσε ξεκάθαρα πια ότι η δόξα είχε δημιουργήσει μια δίνη που τον κατάπινε χωρίς να μπορεί να προβάλει αντίσταση. Τον είχε μετατρέψει σε μισάνθρωπο, ακραία ματαιόδοξο ως και μισαλλόδοξο πολλές φορές. Οι τελευταίες του ελπίδες εξέπνευσαν μαζί με τα δευτερόλεπτα που ήχησαν το τρίτο κουδούνισμα. Η ώρα να βγει στη σκηνή είχε έρθει. Μαζί και η ώρα της αποκάλυψης. Έπρεπε να το πάρει απόφαση. Απόψε η βραδιά ήταν ιδανική για μια ηρωική έξοδο...
Τα φώτα της ράμπας είχαν ανάψει και η αυλαία άνοιγε καθώς ακούγονταν τα βήματά του λίγο πριν τη σκηνή. Η αίθουσα κατάμεστη και νεκρική σιγή. Κατευθύνθηκε στο κέντρο της. Ξεροκατάπιε και αντι να καθίσει σε μια καρέκλα που υπήρχε στο σκηνικό από όπου θα ξεκίναγε την αφήγησή του, αυτός στάθηκε όρθιος και ασάλευτος για μερικά δευτερόλεπτα στο κέντρο. Έπειτα έκανε μερικά βήματα μπροστά τόσο που βρέθηκε μερικούς πόντους μακριά από τα καθίσματα της πρώτης θέσης.
Ξερόβηξε σα να ήθελα να καθαρίσει τη φωνή του και χτύπησε δύο φορές παλαμάκια. «Την προσοχή σας παρακαλώ κυρίες και κύριοι», είπε με βροντερή είναι η αλήθεια φωνή. «Απόψε θα σας κάνω μια ανακοίνωση. Πολύ σημαντική μα την αλήθεια. Απόψε αγαπητοί μου θεατές τα ψέματα τελείωσαν. Σας βλέπω ήδη που αναρωτιέστε. Τι να είναι άραγε αυτό το τόσο σημαντικό και με βλέπετε έτσι μπροστά σας λες και είμαι έτοιμος να πέσει η αυλαία η οποία μόλις τώρα άνοιξε. Ε, λοιπόν απόψε πέθανε ο υποβολέας. Ναι, ναι. Μην με κοιτάτε με αυτά τα γεμάτα απορία μάτια. Απόψε πέθανε ο υποβολέας. Αυτός που κρυβόταν πίσω από την δική μου επιτυχία. Πέθανε…. Δηλαδή δεν πέθανε ή τέλος πάντων μπορεί και να ζει. Σημασία τελικά δεν έχει αν ζει ή αν πέθανε ως φυσικό πρόσωπο. Ή μάλλον ίσως και να έχει μια σημασία για τους δικούς του ανθρώπους. Αν πέθανε θα είναι για τους δικούς του ανθρώπους μια ώρα αβάσταχτης στενοχώριας. Αλλά κι αυτοί οι ευλογημένοι, δεν μπορούσαν να με ειδοποιήσουν ότι ο υποβολέας μου πέθανε; Ίσως λάμβανα κάποια μέτρα….
Άλλά τι μέτρα να λάβω; Ποιος θα μάθαινε ένα ολόκληρο έργο μέσα σε μερικές ώρες. Ή μήπως ο νέος υποβολέας θα το διάβαζε από μέσα; Γελοιότητα. Ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω… Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Μα για σταθείτε…. Τώρα σκέφτομαι κάτι που δεν με είχε απασχολήσει νωρίτερα. Αν δεν είχε δικούς του ανθρώπους να με ειδοποιήσουν πως θα το μάθω; Αν αυτή είναι η αλήθεια, τότε δεν θα ευσταθεί και η καχυποψία μου ότι το έκανε επίτηδες. Ότι δηλαδή ο θάνατος του είναι μια προμελετημένη φάρσα για να με εκδικηθεί…. Μήπως τον είχα ρωτήσει κιόλας ποτέ τον άνθρωπο…. Δεν τον είχα ρωτήσει. Δεν με ενδιέφερε άλλωστε που μένει. Αν έχει οικογένεια, σύζυγο ή παιδιά. Δεν μου το επέτρεπε η μεγαλομανία μου…», είπε και έκανε μια παύση. Ύστερα κοίταξε κατά μήκος και κατά πλάτος την πλατεία. Τα γεμάτα απορία βλέμματα εξακολουθούσαν να τον κοιτάνε σαν να μην ήξεραν αν αυτό ππου συνέβαινε ήταν κάτι που πραγματικά εξομολογούταν ο πρωταγωνιστής ή ήταν μέρος ενός τρυκ που προσομοίαζε σε διαφημιστική καμπάνια της παράστασης ως κάτι το εκτός προγράμματος το οποίο θα εντασσόταν στη συνέχεια στην κανονικότητα της παράστασης.
Λες και μάντεψε τις απορίες συνέχισε : «Ό,τι σας ιστορώ απόψε παρακαλώ μηνέχετε καμία αμφιβολία πως είναι η απόλυτη αλήθεια. Είναι ό,τι πραγματικά μου συνέβη. Και εσείς από μια μεριά είσαστε οι απολύτως τυχεροί. Δεν θα δείτε την παράσταση, αλλά την αποκάλυψη ενός κοινού απατεώνα. Θέμα βεβαίως ταυτόσημο με αυτό της παράστασης και με τον ίδιο πρωταγωνιστή. Μόνο που αυτή τη φορά ο ρόλος και ο ηθοποιός είναι το ένα και το αυτό. Έσονται οι δύο εις σάρκαν μία. Από αυτήν την άποψη λοιπόν ίσως κι εσείς να είσαστε τυχεροί εφόσον θα είσαστε οι μοναδικοί που θα έχετε παρακολουθήσει ένα δράμα που ανέβηκε για μια μόνο παράσταση και ήταν τόσο αληθινό όσο και ο θάνατος του υποβολέα. Η αποκάλυψη βεβαίως συνίσταται στο γεγονός ότι στην πραγματικότητα ο πρωταγωνιστής αυτής της παράστασης είναι αυτός που εξέλιπε. Δηλαδή ο υποβολέας». Σταμάτησε για λίγο και ξεροκατάπιε. Η φωνή του είχε αρχίσει να χαμηλώνει και στις τελευταίες σειρές σχεδόν δεν ακουγόταν.
«Να λοιπόν που ενώπιον σας απόψε αποκαλύπτεται ένας μεγάλος απατεώνας όμοιος με αυτόν τον θεατρικό. Χωρίς τα λόγια του υποβολέα δεν θα μπορούσα ποτέ να παίξω αυτήν την παράσταση. Στον υποβολέα οφείλεται και η σημερινή μοναδική παράσταση. Αυτή τη φορά στην απουσία του. Όσο ήταν παρών μπορούσε και μου υπέβαλε τις κρίσιμες φράσεις που ποτέ δεν έμαθα. Ακόμη και ολόκληρα σημαντικά χωρία που η εξασθενημένη μνήμη μου αρνούνταν να ανακαλέσει. Με τον καιρό αυτός, ο αθέατος από το κοινό κατέληξε να είναι πιο χρήσιμος και από την ίδια την φυσική μου παρουσία.
Υποκατέστησε τη δική μου εξουσία με την αόρατη δική του. Ακόμη και στις πρόβες η παρουσία του ήταν απαραίτητη. Να λοιπόν που μέσα από την απουσία του γίνεται ακόμη πιο ευδιάκριτη η επιρροή του. Ποιος είναι τελικά ο σημαντικός και ποιος ο ασήμαντος; Ποιος πρωταγωνιστής και ποιος κομπάρσος; Δεν χρειάζεται φυσικά αξιότιμες κυρίες και αξιότιμοι κύριοι να μου απαντήσετε. Γνωρίζω ήδη την απάντηση. Σκεφτείτε όμως και λίγο τη δική σας ζωή. Ανακαλύψτε τους υποβολείς που είναι αφανείς στη δική σας καθημερινότητα. Ξεθάψτε όσους εκτρέφουν την άκρατη ματαιοδοξία σας. Την αλόγιστη ιδιοτέλειά σας την αξεπέραστη αποξένωσή σας από τον εαυτό σας και τους γύρω σας. Καταπολεμήστε τους υποβολείς που ταυτίζονται με τους αυλοκόλακες. Ειδάλλως δεν θα είσαστε αυτόβουλοι, αλλά υπόδουλοι. Όπως κι εγώ υπήρξα σκλάβος της δόξας και της ματαιοδοξίας για να ανακαλύψω την απόλυτη ματαιοπονία….», πρόσθεσε σχεδόν ψυθιριστά.
Πήρε βαθιά ανάσα για να μπορέσει να συνεχίσει. «Αυτά σας τα λέω σαν μια ύστατη κραυγή απελπισίας. Μη βιαστείτε να κλάψετε για κάποιον υποβολέα που πέθανε. Συγκινημένοι από το ανθρώπινο δράμα. Μπορεί και ο ίδιος να είναι εξίσου κακός, μοχθηρός και ιδιοτελής με την αφεντιά μου. Μπορεί λέω. Δεν ξέρω αν είναι εφόσον εξακολουθεί να ζει ή αν ήταν εφόσον έχει πεθάνει. Σημασία έχει ότι πέθανε…», ψέλλισε και σωριάστηκε αναίσθητος στα σανίδια. Τα φώτα έμειναν ανοιχτά και η αυλαία στη θέση της και ένα βουητό ψιθύρων και ομιλιών εξαπλώθηκε ακαριαία στην αίθουσα. Μπορεί στο βάθος και στα τελευταία καθίσματα ένα σαρδόνιο χαμόγελο να ήταν τελικά του υποβολέα…
Μάκης Γεωργιάδης
XXIV- IV – 2012
Δημοσίευση σχολίου