Ο ψυχίατρος Νίκος Τζαβάρας είχε παραχωρήσει στην εφημερίδα των Συντακτών τέτοιες μέρες το 2013 -μεταφρασμένο από τον ίδιο- ένα αδημοσίευτο στα ελληνικά, υπέροχο ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Όπως σημείωνε τότε η εφημερίδα η «Μαρία» του Μ. Μπρεχτ γράφτηκε το 1922 και είναι ένα από τα τρία χριστουγεννιάτικα ποιήματα ενός εκ των μεγαλυτέρων λυρικών ποιητών –ίσως, κατά την άποψη του Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, του μεγίστου– της γερμανικής λογοτεχνίας. Η τρυφερή και παράλληλα υπερήφανη περιγραφή ενός μικρού θεού που γνωρίζει να μετατρέπει τους φτωχούς σε βασιλιάδες καταργεί την οποιαδήποτε επιφύλαξη απέναντι στη συνταύτιση μαζί του. Είναι μία από τις πολλές ποιητικές αντιστροφές της αισθητικής του θεατρικού συγγραφέα με την οποία ο ίδιος απαιτεί την κριτική απόσταση από τις φυσιογνωμίες που παρουσιάζει. Το περιεχόμενο του ποιήματος, με τη Μαρία μητέρα δίπλα στον νιογέννητο θεό, θυμίζει ένα δεύτερο, συμπληρωματικό αριστούργημα, τη «Μάνα του Χριστού» του Κώστα Βάρναλη.
Σήμερα, παραμονή Χριστουγέννων, το δημοσιεύουμε και το αφιερώνουμε σε όλες εκείνες τις Μαρίες που δεν βλέπουν κανένα φωτεινό αστέρι. Στις Μαρίες που παραμένουν, υπομένοντας το σκοτάδι, στη σημερινή κοινωνική τους γωνιά.
Όπως σημείωνε τότε η εφημερίδα η «Μαρία» του Μ. Μπρεχτ γράφτηκε το 1922 και είναι ένα από τα τρία χριστουγεννιάτικα ποιήματα ενός εκ των μεγαλυτέρων λυρικών ποιητών –ίσως, κατά την άποψη του Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, του μεγίστου– της γερμανικής λογοτεχνίας. Η τρυφερή και παράλληλα υπερήφανη περιγραφή ενός μικρού θεού που γνωρίζει να μετατρέπει τους φτωχούς σε βασιλιάδες καταργεί την οποιαδήποτε επιφύλαξη απέναντι στη συνταύτιση μαζί του. Είναι μία από τις πολλές ποιητικές αντιστροφές της αισθητικής του θεατρικού συγγραφέα με την οποία ο ίδιος απαιτεί την κριτική απόσταση από τις φυσιογνωμίες που παρουσιάζει. Το περιεχόμενο του ποιήματος, με τη Μαρία μητέρα δίπλα στον νιογέννητο θεό, θυμίζει ένα δεύτερο, συμπληρωματικό αριστούργημα, τη «Μάνα του Χριστού» του Κώστα Βάρναλη.
Σήμερα, παραμονή Χριστουγέννων, το δημοσιεύουμε και το αφιερώνουμε σε όλες εκείνες τις Μαρίες που δεν βλέπουν κανένα φωτεινό αστέρι. Στις Μαρίες που παραμένουν, υπομένοντας το σκοτάδι, στη σημερινή κοινωνική τους γωνιά.
Μαρία
Η νύχτα της πρώτης της γέννας ήταν κρύα.
Στα χρόνια όμως τα κατοπινά
Ξέχασε, όσο έφτανε ο νους,
Την παγωνιά στα δοκάρια του πόνου
Και τον καπνό της λιγοστής φωτιάς
Και το πρωί, το ύστερο το σφίξιμο της γέννας.
Προ πάντων όμως ξέχασε την πικρή ντροπή
Του να μην είσαι μόνη
Που την γνωρίζουν οι φτωχοί.
Ιδίως βέβαια γι’ αυτό
Από τα χρόνια τα παλιά γινόταν η Γιορτή
Με όλα τα καλά.
Οι τραχιές κουβέντες των βοσκών δεν ακούγονταν πια
Κι αργότερα έγιναν στην Ιστορία οι ίδιοι βασιλιάδες.
Ο άνεμος που ήταν κρύος πολύ
Εγινε το άσμα των αγγέλων.
Ναι, και στην τρύπα της σκεπής που άφηνε
να μπει η παγωνιά έμεινε μόνο/
Το αστέρι που κοίταζε μες στη σκιά.
Ολα αυτά
Ερχονταν από το εύκολο πρόσωπο
του γιου της που ήταν ελαφρύς
Αγαπούσε τα τραγούδια
Φώναζε κοντά του τους φτωχούς
Κι είχε τη συνήθεια να ζει ανάμεσα σε βασιλιάδες
Και να βλέπει πάνω του ένα αστέρι μες στη νύχτα.
__________________________________________________________
__________________________________________________________
Δημοσίευση σχολίου