Του Γ.Γ.
Παρακολουθώντας τον ορυμαγδό δημοσιευμάτων, σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ που ακολούθησαν μετά την βομβιστική επίθεση στις εγκαταστάσεις του ομίλου Αλαφούζου, στάθηκα στο κείμενο του Αλέξη Λιοσάτου.
Δεν τυχαίνει να γνωρίζω τον συντάκτη του -αν δεν κάνω λάθος προέρχεται από την ΔΕΑ, με πολιτική διαδρομή σε ΣΥΡΙΖΑ και ΛΑΕ- στον πυρήνα των γραπτών του, όμως, συμφωνώ απόλυτα.
Σε μια εποχή που το ανιστόρητο δόγμα "καταδικάζουμε την βία, απ' όπου κι αν προέρχεται" -μια αντίληψη που δυστυχώς την αποδέχονται και αρκετές αυτοαποκαλούμενες αριστερές πολιτικές δυνάμεις- απόψεις όπως του Λιοσάτου, πέρα από εύστοχες είναι και αναγκαίες να υπάρχουν.
Με την ευκαιρία αυτή επαναφέρω ένα κείμενο μου -με κάποιες σημερινές παρεμβάσεις- που είχα γράψει τον Φλεβάρη του 2009 με αφορμή μια ενέργεια που είχε κάνει τότε κάποια οργάνωση ένοπλης μειοψηφικής βίας.
Είναι πάγιες απόψεις μου και με χαρά βλέπω -τουλάχιστον από τις τοποθετήσεις χρηστών του διαδικτύου μετά την επίθεση στον Σκάι- ότι δεν είναι πια τόσο μειοψηφικές.
Παρακολουθώντας τον ορυμαγδό δημοσιευμάτων, σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ που ακολούθησαν μετά την βομβιστική επίθεση στις εγκαταστάσεις του ομίλου Αλαφούζου, στάθηκα στο κείμενο του Αλέξη Λιοσάτου.
Δεν τυχαίνει να γνωρίζω τον συντάκτη του -αν δεν κάνω λάθος προέρχεται από την ΔΕΑ, με πολιτική διαδρομή σε ΣΥΡΙΖΑ και ΛΑΕ- στον πυρήνα των γραπτών του, όμως, συμφωνώ απόλυτα.
Σε μια εποχή που το ανιστόρητο δόγμα "καταδικάζουμε την βία, απ' όπου κι αν προέρχεται" -μια αντίληψη που δυστυχώς την αποδέχονται και αρκετές αυτοαποκαλούμενες αριστερές πολιτικές δυνάμεις- απόψεις όπως του Λιοσάτου, πέρα από εύστοχες είναι και αναγκαίες να υπάρχουν.
Με την ευκαιρία αυτή επαναφέρω ένα κείμενο μου -με κάποιες σημερινές παρεμβάσεις- που είχα γράψει τον Φλεβάρη του 2009 με αφορμή μια ενέργεια που είχε κάνει τότε κάποια οργάνωση ένοπλης μειοψηφικής βίας.
Είναι πάγιες απόψεις μου και με χαρά βλέπω -τουλάχιστον από τις τοποθετήσεις χρηστών του διαδικτύου μετά την επίθεση στον Σκάι- ότι δεν είναι πια τόσο μειοψηφικές.
.... Παρακολουθώντας τα δελτία ειδήσεων -σ.σ μετά την τελευταία βομβιστική επίθεση- ήταν σαν να βλέπαμε μπάτσους να βγάζουν το πηλήκιο και να πιάνουν το ματσούκι του δημοσιογράφου.
Η επιδίωξη τους ξεκάθαρη. Το μονοπώλιο της βίας πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. Να παραμείνει αποκλειστικό προνόμιο, περιουσιακό στοιχείο του αστικού κράτους.
Οι πολίτες του οφείλουν να παραμένουν υποταγμένοι και να υφίστανται αυτή τη βία κάθε φορά που διεκδικούν δικαιώματα.
Οι ΜΑΤάδες επιτρέπεται να σου ανοίγουν το κεφάλι με τα γκλομπ, εσύ απαγορεύεται να τους πετάξεις πέτρα.
Οι ΜΑΤάδες επιτρέπεται να σε στέλνουν στο νοσοκομείο με τα χημικά, εσύ απαγορεύεται να πετάξεις μολότοφ (η χρήση της πλέον χαρακτηρίζεται πάντα ως ζεύγος κακουργημάτων: «κατοχή και χρήση εκρηκτικών»!).
Και αν τυχόν κάνεις κάποια ένοπλη ενέργεια –έστω και συμβολική- τότε είσαι τρομοκράτης, αντικοινωνικό στοιχείο κ.λ.π.
Κανένας απ’ τους τηλεσχολιαστές δεν μίλησε για την βία που νιώθει στο πετσί του κάθε μέρα, ο άνεργος, ο συνταξιούχος, ο υποαπασχολούμενος, η γενιά των 400 ευρώ.
Κανένας δεν μίλησε για τις τεράστιες ανισότητες που δημιουργεί ο καπιταλισμός. Κανένας δεν αναφέρθηκε στην βία που σκοτώνει κάθε όνειρο νεολαίου, στην βία ενός συστήματος που δολοφονεί το μέλλον της νεολαίας.
Οποιος δεν θέλει να κλείνει τα μάτια του στα κοινωνικά φαινόμενα χωρίς μεγάλη προσπάθεια θα βρει την μήτρα που γεννάει τις οργανώσεις μειοψηφικής ένοπλης βίας.
Υπάρχει κοινωνικός πόλεμος. Η αστική τάξη διαθέτει τις δυνάμεις καταστολής, τους νόμους, τους μηχανισμούς που προσπαθούν να διαμορφώσουν πρότυπα, οπτικά πεδία, συνειδήσεις.
Η εργατική τάξη απ’ την άλλη, κατακερματισμένη, εγκλωβισμένη σε κόμματα που σαν θεό τους έχουν τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό.
Ανήμπορη να αντισταθεί συλλογικά στην βάρβαρη επέλαση της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας.
Σ’ αυτό τον κοινωνικό πόλεμο κάποιοι επέλεξαν να αντισταθούν ένοπλα στην αστική τάξη.
Και για να μην παρεξηγηθούμε θα επαναλάβουμε αυτό που είχαμε γράψει σε περασμένη ανάρτηση μας.
Δεν μας εκφράζουν οι οργανώσεις ένοπλης μειοψηφικής βίας.
Απ’ την άλλη όμως, όπως μας δείχνει η ντόπια και διεθνής εμπειρία οι οργανώσεις μειοψηφικής επαναστατικής βίας, οι οργανώσεις "ατομικής τρομοκρατίας", όπως τις αποκαλούσε ο Λένιν, είναι σάρκα απ' την σάρκα του αντικαπιταλιστικού κινήματος της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Από κει και πέρα μπαίνει ένα άλλο ουσιαστικό ζήτημα. Το πότε και πώς ασκείται η βία, αν είναι επαναστατικά σκόπιμη στη μια ή την άλλη ιστορική συγκυρία, στο ένα ή το άλλο επεισόδιο της αέναης πάλης των τάξεων.
Και πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα τακτικής πρέπει να τοποθετηθούμε μέσα στο αντικαπιταλιστικό κίνημα, μακριά από προβοκατορολογίες και ανιστόρητες απόψεις όπως αυτές που εκφράζονται από το ΚΚΕ αλλά και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Ολοκληρώνοντας θα συνιστούσαμε στους αναγνώστες μας να διαβάσουν του Μερλόν Ποντί «Ανθρωπισμός και τρομοκρατία».
Εκεί θα δουν τον Πασκάλ – έναν Γάλλο φιλόσοφο, φυσικό και μαθηματικό- να λέει απ’ τον 16ο ακόμα αιώνα το εξής χαρακτηριστικό: «Ο φόνος ενός από το αντίπαλο στρατόπεδο είναι πράξη θεμιτή. Δυστυχώς έτσι μπορούν να προχωρήσουν οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί».
Η επιδίωξη τους ξεκάθαρη. Το μονοπώλιο της βίας πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. Να παραμείνει αποκλειστικό προνόμιο, περιουσιακό στοιχείο του αστικού κράτους.
Οι πολίτες του οφείλουν να παραμένουν υποταγμένοι και να υφίστανται αυτή τη βία κάθε φορά που διεκδικούν δικαιώματα.
Οι ΜΑΤάδες επιτρέπεται να σου ανοίγουν το κεφάλι με τα γκλομπ, εσύ απαγορεύεται να τους πετάξεις πέτρα.
Οι ΜΑΤάδες επιτρέπεται να σε στέλνουν στο νοσοκομείο με τα χημικά, εσύ απαγορεύεται να πετάξεις μολότοφ (η χρήση της πλέον χαρακτηρίζεται πάντα ως ζεύγος κακουργημάτων: «κατοχή και χρήση εκρηκτικών»!).
Και αν τυχόν κάνεις κάποια ένοπλη ενέργεια –έστω και συμβολική- τότε είσαι τρομοκράτης, αντικοινωνικό στοιχείο κ.λ.π.
Κανένας απ’ τους τηλεσχολιαστές δεν μίλησε για την βία που νιώθει στο πετσί του κάθε μέρα, ο άνεργος, ο συνταξιούχος, ο υποαπασχολούμενος, η γενιά των 400 ευρώ.
Κανένας δεν μίλησε για τις τεράστιες ανισότητες που δημιουργεί ο καπιταλισμός. Κανένας δεν αναφέρθηκε στην βία που σκοτώνει κάθε όνειρο νεολαίου, στην βία ενός συστήματος που δολοφονεί το μέλλον της νεολαίας.
Οποιος δεν θέλει να κλείνει τα μάτια του στα κοινωνικά φαινόμενα χωρίς μεγάλη προσπάθεια θα βρει την μήτρα που γεννάει τις οργανώσεις μειοψηφικής ένοπλης βίας.
Υπάρχει κοινωνικός πόλεμος. Η αστική τάξη διαθέτει τις δυνάμεις καταστολής, τους νόμους, τους μηχανισμούς που προσπαθούν να διαμορφώσουν πρότυπα, οπτικά πεδία, συνειδήσεις.
Η εργατική τάξη απ’ την άλλη, κατακερματισμένη, εγκλωβισμένη σε κόμματα που σαν θεό τους έχουν τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό.
Ανήμπορη να αντισταθεί συλλογικά στην βάρβαρη επέλαση της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας.
Σ’ αυτό τον κοινωνικό πόλεμο κάποιοι επέλεξαν να αντισταθούν ένοπλα στην αστική τάξη.
Και για να μην παρεξηγηθούμε θα επαναλάβουμε αυτό που είχαμε γράψει σε περασμένη ανάρτηση μας.
Δεν μας εκφράζουν οι οργανώσεις ένοπλης μειοψηφικής βίας.
Απ’ την άλλη όμως, όπως μας δείχνει η ντόπια και διεθνής εμπειρία οι οργανώσεις μειοψηφικής επαναστατικής βίας, οι οργανώσεις "ατομικής τρομοκρατίας", όπως τις αποκαλούσε ο Λένιν, είναι σάρκα απ' την σάρκα του αντικαπιταλιστικού κινήματος της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Από κει και πέρα μπαίνει ένα άλλο ουσιαστικό ζήτημα. Το πότε και πώς ασκείται η βία, αν είναι επαναστατικά σκόπιμη στη μια ή την άλλη ιστορική συγκυρία, στο ένα ή το άλλο επεισόδιο της αέναης πάλης των τάξεων.
Και πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα τακτικής πρέπει να τοποθετηθούμε μέσα στο αντικαπιταλιστικό κίνημα, μακριά από προβοκατορολογίες και ανιστόρητες απόψεις όπως αυτές που εκφράζονται από το ΚΚΕ αλλά και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Ολοκληρώνοντας θα συνιστούσαμε στους αναγνώστες μας να διαβάσουν του Μερλόν Ποντί «Ανθρωπισμός και τρομοκρατία».
Εκεί θα δουν τον Πασκάλ – έναν Γάλλο φιλόσοφο, φυσικό και μαθηματικό- να λέει απ’ τον 16ο ακόμα αιώνα το εξής χαρακτηριστικό: «Ο φόνος ενός από το αντίπαλο στρατόπεδο είναι πράξη θεμιτή. Δυστυχώς έτσι μπορούν να προχωρήσουν οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί».
Δημοσίευση σχολίου