Δελτίο τύπου
Ο πολιτιστικός σύλλογος "ΟΙ
ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ" στα πλαίσια του κινηματογραφικού αφιερώματος "Εδώ είναι
Βαλκάνια" που διοργανώνει φέτος στα Χανιά, την
Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019 στην αίθουσα εκδηλώσεων του Πνευματικού Κέντρου Χανίων θα προβάλει την πολυβραβευμένη ταινία "4
Μήνες, 3 Βδομάδες και 2 Μέρες" (4 luni, 3 săptămâni și 2 zile / 4 Months, 3 Weeks and 2 Days), σε σκηνοθεσία και
σενάριο του Κριστιάν Μουντζίου
(Cristian Mungiu) παραγωγής 2007.
Ώρα προβολής: 8.00μ.μ. Είσοδος ελεύθερη
"4 Μήνες, 3
Βδομάδες και 2 Μέρες", του Κριστιάν Μουντζίου
Υπόθεση: Βρισκόμαστε στη Ρουμανία την εποχή του
Τσαουσέσκου. Η Οτίλια και η Γκαμπίτα είναι φοιτήτριες και φίλες. Όταν προκύπτει
στην Γκαμπίτα ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, πανικοβάλλεται, καθώς οι εκτρώσεις
απαγορεύονται από το καθεστώς. Έτσι, η Γκαμπίτα ζητά τη βοήθεια της Οτίλια. Για
να κάνει την έκτρωση, απευθύνονται στον κ. Μπέμπε, που τις κάνει παράνομα, και
κλείνουν οι τρεις τους ραντεβού σε ένα ξενοδοχείο. Οι κοπέλες λένε στον Μπέμπε
πως η Γκαμπίτα είναι τριών μηνών, κάτι που στη συνέχεια, ανακαλύπτει πως δεν
είναι αλήθεια. Για τον λόγο αυτό, τους ζητά περισσότερα χρήματα, αλλά αυτές δεν
τα διαθέτουν...
Είδος |
Δραματική
|
Σκηνοθεσία |
Κριστιάν
Μουντζίου
|
Σενάριο |
Κριστιάν
Μουντζίου
|
Φωτογραφία |
Όλεγκ
Μούτου
|
Πρωταγωνιστούν |
Αναμαρία Μαρίνκα (Anamaria
Marinca), Λάουρα Βασιλίου (Laura Vasiliu), Βλαντ Ιβάνοφ (Vlad Ivanov).
Παίζουν επίσης οι Adi Cărăuleanu, Luminița Gheorghiu, Mădălina Ghițescu, Alexandru Potocean.
|
Διάρκεια |
113'
|
Έτος παραγωγής |
2007
|
Προέλευση |
Ρουμανία
|
Διακρίσεις |
Η
ταινία κέρδισε πολλά βραβεία, μεταξύ αυτών ο Χρυσός Φοίνικας και το βραβείο
FIPRESCI
στο φεστιβάλ των Καννών και το βραβείο καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας στα Βραβεία Ευρωπαϊκού
Κινηματογράφου.
|
Λίγες περισσότερες
πληροφορίες για την ταινία και τους συντελεστές της
Η ταινία "4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2
Ημέρες" είναι μια δραματική ρουμανική ταινία τέχνης με στοιχεία θρίλερ. Η υπόθεση
της εκτυλίσσεται στη Ρουμανία τα τελευταία χρόνια της εποχής του Νικολάε
Τσαουσέσκου (Nicolae Ceauşescu). Αφηγείται την ιστορία δύο σπουδαστριών,
συγκάτοικων σε ένα πανεπιστημιακό κοιτώνα, οι οποίες προσπαθούν να κάνουν
παράνομη έκτρωση. Το σενάριο εμπνευσμένο από ένα ανέκδοτο από την εποχή του Νικολάε
Τσαουσέσκου στη Ρουμανία και το γενικό κοινωνικό ιστορικό πλαίσιο, απεικονίζει
την πίστη των δύο νεαρών γυναικών στη φιλία τους και τις δυσκολίες με τις
οποίες έρχονται αντιμέτωπες.
Ο Μουντζίου
και ο κινηματογραφιστής Όλεγκ Μούτου κινηματογράφησαν
την υπόθεση στο Βουκουρέστι και σε άλλες Ρουμανικές τοποθεσίες το 2006. Μετά
την παγκόσμια πρεμιέρα του στις Κάννες, η ταινία έκανε ντεμπούτο στη Ρουμανία την
1η Ιουνίου 2007 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Τρανσυλβανίας (Transilvania
International Film Festival). Παρουσιάστηκε επίσημα στους κριτικούς
κινηματογράφου που επισήμαναν τον μινιμαλισμό της ταινίας και το εκρηκτικό της
θέμα.
Η ταινία κέρδισε τρία βραβεία στο Φεστιβάλ
Κινηματογράφου των Καννών του 2007, συμπεριλαμβανομένου του Palme d'Or.
Συνέχισε να κερδίζει πολυάριθμες διακρίσεις, όπως το Best Film στα Ευρωπαϊκά
Βραβεία Κινηματογράφου και τα Εθνικά Βραβεία Gopo της Ρουμανίας. Η ταινία αποτέλεσε
αντικείμενο διαμάχης γύρω από τη ζήτημα της λογοκρισίας, της συζήτησης για την
άμβλωση, όπως επίσης και για τον αποκλεισμό της από τα 80α Βραβεία Όσκαρ. Το
2016, ωστόσο, αξιολογήθηκε από το BBC ως ένα από τα 100 μεγαλύτερα φιλμ του
21ου αιώνα.
Η υπόθεση πιο αναλυτικά:
Το 1987, δυο σπουδάστριες πανεπιστημίου σε μια
ανώνυμη ρουμανική πόλη, η Οτίλια
(Otilia
Mihartescu) και η Γκαμπίτα (Gabriela "Găbiţa" Dragut), είναι
συγκάτοικοι σε κοιτώνα. Όταν η Găbiţa μένει έγκυος, οι δύο νεαρές γυναίκες
οργανώνουν συνάντηση με τον γυναικολόγο κ. Μπέμπε (Bebe) σε ξενοδοχείο, όπου
πρόκειται αυτός να πραγματοποιήσει την παράνομη έκτρωση.
Στον
πανεπιστημιακό κοιτώνα, η Γκαμπίτα και η Οτίλια παίρνουν τις αποφάσεις τους
εξετάζοντας και πάλι τα θέματα που έπρεπε ν' αντιμετωπίσουν εκείνη την ημέρα.
Καθώς η Γκαμπίτα κάθεται και περιμένει με νευρικότητα, η Οτίλια αλλάζει ρούχα και
αγοράζει σαπούνια και τσιγάρα από το κατάστημα του κοιτώνα. Στη συνέχεια,
παίρνει λεωφορείο για να επισκεφτεί τον φίλο της Adi, από τον οποίο δανείζεται
χρήματα. Ο Άντι (Adi) ζητά από την Οτίλια να επισκεφτεί την
οικογένειά του εκείνη τη νύχτα, καθώς είναι τα γενέθλια της μητέρας του. Η Οτίλια
αρχικά αρνείται, υποχωρεί όμως στη συνέχεια βλέποντας αναστατωμένο τον Άντι.
Η Οτίλια κατευθύνεται
στο ξενοδοχείο "Unirea", όπου η Γκαμπίτα έχει κλείσει ένα δωμάτιο, ωστόσο ενημερώνεται από έναν
εχθρικό ρεσεψιονίστ ότι δεν υπάρχει κράτηση στο όνομα της Γκαμπίτα. Κατά συνέπεια, η Οτίλια επισκέπτεται ένα άλλο ξενοδοχείο, το "Tineretului",
και μετά από πολλή επαιτεία και παζαρεύοντας την τιμή, καταφέρνει τελικά να
κλείσει ένα δωμάτιο πληρώνοντας το ακριβά. Ύστερα επικοινωνεί στο τηλέφωνο με
την Γκαμπίτα και πηγαίνει η ίδια στο ραντεβού για να συναντηθεί
με τον κ. Μπέμπε, παρότι ο τελευταίος είχε ζητήσει από την Γκαμπίτα να τον συναντήσει η ίδια προσωπικά. Ο κ. Μπέμπε θυμώνει πληροφορούμενος η Γκαμπίτα δε βρίσκεται στο ξενοδοχείο που είχε αυτός
προγραμματίσει να κάνει την παράνομη έκτρωση.
Στο ξενοδοχείο "Tineretului", ο κ. Μπέμπε ανακαλύπτει ότι ο ισχυρισμός της Γκαμπίτα ότι η εγκυμοσύνη της ήταν στο δεύτερο ή τρίτο μήνα ήταν
ένα ψέμα και ότι ήταν τουλάχιστον τέσσερις μήνες έγκυος. Αυτό περιπλέκει τη
διαδικασία και προσθέτει επίσης τον κίνδυνο να κατηγορηθεί ο κ. Μπέμπε για φόνο (του εμβρύου), αν γινόταν αντιληπτός και
συλλαμβανόταν από τις αρχές. Ενώ οι δύο γυναίκες ήταν βέβαιες ότι δεν θα
πληρώσουν περισσότερα από 3.000 δολάρια για την έκτρωση, γίνεται σιγά-σιγά
σαφές ότι ο κ. Μπέμπε πως ο μόνος τρόπος
για να μην πληρώσουν τα επιπλέον χρήματα που απαιτεί ο κ. Μπέμπε για την έκτρωση είναι να κάνουν σεξ μαζί του.
Απελπισμένη και απογοητευμένη η Οτίλια έχει
σεξουαλική επαφή με τον ότι ο κ. Μπέμπε,
έτσι ώστε να μη σηκωθεί ξαφνικά και φύγει, εγκαταλείποντας την Găbiţa. Έπειτα
απ' αυτό ο κ. Μπέμπε εκτελεί την έκτρωση
εισάγοντας έναν ανιχνευτή και ένα άγνωστο υγρό στη μήτρα της Γκαμπίτα και αφήνει στην Οτίλια οδηγίες σχετικά με τον τρόπο απόρριψης του εμβρύου, όταν
αυτό βγει από τη μήτρα της φίλης της. Η Οτίλια εκνευρίζεται από τα ψέματα της Γκαμπίτα, αλλά συνεχίζει να την βοηθά και να τη φροντίζει.
Η Οτιλία αφήνει τη Γκαμπίτα στο ξενοδοχείο
"Tineretului" για να παρευρεθεί στο πάρτι γενεθλίων της μητέρας του
Άντι. Είναι ακόμα ταραγμένη, αλλά μένει και έχει δείπνο με τους φίλους της
μητέρας του Άντι, οι οποίοι είναι κυρίως γιατροί. Συζητούν για ασήμαντα
πράγματα, ενώ η Οτίλια και ο Άντι παραμένουν σιωπηλοί. Όταν η Οτίλια δέχεται
ένα τσιγάρο μπροστά στους γονείς του Άντι, ένας από τους καλεσμένους αρχίζει να
μιλά για τις χαμένες αξίες και την έλλειψη σεβασμού για τους πρεσβύτερους. Τότε
ο Άντι και η Οτίλια αποσύρονται στο δωμάτιό του, όπου τον πληροφορεί για την
έκτρωση της Γκαμπίτα. Αρχίζουν να συζητούν τι θα συνέβαινε αν ήταν η Οτίλια
έγκυος, καθώς ο Άντι αντιτίθεται στην άμβλωση. Μετά από τον τσακωμό τους, η
Οτίλια καλεί τηλεφωνικά τη Γκαμπίτα από το σπίτι του Άντι. Η Γκαμπίτα όμως δεν απαντά, οπότε η Οτίλια αποφασίζει να
επιστρέψει στο ξενοδοχείο.
Όταν η Οτίλια επιστρέφει και πάλι στο δωμάτιο
του ξενοδοχείου, η Γκαμπίτα βρίσκεται στο κρεβάτι πληροφορώντας την Οτίλια ότι
το έμβρυο έχει απορριφθεί από το σώμα της και βρίσκεται στο μπάνιο. Η Οτίλια
περιτυλίγει το έμβρυο με μερικές πετσέτες και το βάζει σε μια τσάντα, ενώ η
Γκαμπίτα τη ζητά να το θάψει. Η Οτίλια περπατά έξω, τελικά ανεβαίνει στην ταράτσα
ενός πολυώροφου κτιρίου, όπως είχε προτείνει ο κ. Μπέμπε, και ρίχνει την τσάντα από μεγάλο ύψος μέσα σε έναν σκουπιδοτενεκέ.
Έπειτα επιστρέφει στο ξενοδοχείο "Tineretului" και βρίσκει τη
Γκαμπίτα να κάθεται στο εστιατόριο. Η Οτίλια κάθεται κι αυτή και λέει στη
Γκαμπίτα ότι θέλει ποτέ να μη μιλήσουν ξανά γι' αυτό το επεισόδιο. Η ταινία
ολοκληρώνεται με την Οτίλια να κοιτάζει με βλέμμα κενό τη Γκαμπίτα.
Κινηματογράφηση
Η κινηματογράφηση άρχισε τον Οκτώβριο του 2006, με στόχο να ολοκληρωθεί μέχρι τον Μάιο, ώστε να μπορέσει να συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 2007. Μετά από τη διερεύνηση των τόπων για την πραγματοποίηση των γυρισμάτων κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, το μεγαλύτερο μέρος κινηματογραφήθηκε στο Βουκουρέστι, υπάρχουν όμως κάποιες σκηνές που γυρίστηκαν σε ένα ξενοδοχείο στο Ploieşti. Το Βουκουρέστι το 2006 δεν ήταν πλέον όπως το 1987, λόγω του ότι είχαν τοποθετηθεί νέα παράθυρα και είχαν γίνει κι άλλες προσθήκες στα ιστορικά κτίρια της πόλης. Η Mihaela Poenaru, που διεύθυνε την παραγωγή, χρησιμοποίησε τις αναμνήσεις της γι' αυτήν την περίοδο, ώστε να προετοιμάσει τις τοποθεσίες των γυρισμάτων. Ο χαρακτήρας του κ. Μπέμπε συνδέθηκε επίσης μ' ένα κόκκινο αυτοκίνητο της Dacia. Σε αρκετές σκηνές οι εσωτερικοί χώροι ήταν τόσο μικροί, ώστε η κάμερα έπρεπε να τοποθετηθεί έξω από το δωμάτιο.
Για να επισημανθεί η συναισθηματική κατάσταση
των χαρακτήρων, η ταινία περιείχε σκηνές μεγάλης διάρκειας, οι κοντινές λήψεις αποφεύχθηκαν
και δεν χρησιμοποιήθηκε μουσική. Στο μυαλό του Μουντζίου, αυτό θα του επέτρεπε "να
κρατήσει μια σωστή απόσταση από το θέμα και να είναι ειλικρινής με την
ιστορία". Ο κινηματογραφιστής Όλεγκ Μούτου επέλεξε μια μινιμαλιστική
προσέγγιση, φωτίζοντας το φόντο στις σκηνές για να εμφανίσει τα κοινά στοιχεία το
1987, προσπαθώντας παράλληλα να μην αποσπά πάρα πολύ την προσοχή των θεατών από
τους χαρακτήρες. Οι Μούτου και Μουντζίου είχαν προηγουμένως αναπτύξει μια τεχνική
σκηνών μακράς διάρκειας λήψεων από μεσαία απόσταση με την πρώτη ταινία μεγάλου
μήκους του σκηνοθέτη "Occident". Ο Μουντζίου βρήκε τη σκηνή του
δείπνου ως την πιο δύσκολη να γυριστεί, καθώς συμπεριλάμβανε μεγάλο αριθμό
ηθοποιών σε μια μακράς διάρκειας σκηνή που καθιστούσε δύσκολη την εστίαση.
Χρειάστηκαν 17 προσπάθειες εντός πέντε ημερών για να ολοκληρωθεί η σκηνή.
Cristian Mungiu: Στο κέντρο ο άνθρωπος
Ένας απ’ τους
σημαντικότερους εκπροσώπους του σύγχρονου ρουμάνικου κινηματογράφου είναι ο
σκηνοθέτης Κριστιάν Μουντζίου/ Cristian Mungiu.
Ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα το 2007 για το έργο "4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες", σκηνοθέτης, διεισδύει με ευφυή ρεαλιστικό τρόπο και απλότητα που καθηλώνει στις κοινωνικές δομές της χώρας του, σχολιάζοντας διακριτικά, ωστόσο καίρια τις προκαταλήψεις, τις αγκιστρώσεις του παρελθόντος και την πολιτική κατάσταση.
Ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα το 2007 για το έργο "4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες", σκηνοθέτης, διεισδύει με ευφυή ρεαλιστικό τρόπο και απλότητα που καθηλώνει στις κοινωνικές δομές της χώρας του, σχολιάζοντας διακριτικά, ωστόσο καίρια τις προκαταλήψεις, τις αγκιστρώσεις του παρελθόντος και την πολιτική κατάσταση.
Σε αντίθεση με τη μινιμαλιστική ρεαλιστική προσέγγιση που διατρέχει τις σημαντικότερες τελευταίες στιγμές της φιλμογραφίας του, ο Μουντζίου πειραματίστηκε στην αρχή της κινηματογραφικής του πορείας, με διαφορετικά υφολογικά μέσα. Οι μικρού μήκους ταινίες του ξεχωρίζουν για την ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, το σουρεαλισμό και την σύγχυση των ορίων φαντασίας και πραγματικότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα έργα του, "The Hand of Paulista" (1998), ένα απρόσμενο παιχνίδι φανταστικού – πραγματικού, με φόντο τις λατινοαμερικανικές σαπουνόπερες, "Η Χορωδία των Πυροσβεστών" (2000), που καταγράφει τις ανθρώπινες αδυναμίες και "Zapping" (2000), η σχέση ενός παθητικού θεατή με έναν τηλεοπτικό παρουσιαστή που ζωντανεύει και τον καθοδηγεί.
"Η Δύση" (2002), ντεμπούτο μεγάλου μήκους του Μουντζίου, είναι μια σπονδυλωτή πικρή κομεντί, η οποία αποτυπώνει τα αδιέξοδα των νέων που επιθυμούν να απαγκιστρωθούν από τα τραύματα του παρελθόντος και να εγκατασταθούν στη Δύση.
Το 2007,
ο Μουντζίου επανέρχεται με μια ταινία – σταθμό στη διαδρομή του. Το "4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2
ημέρες" που του χάρισε το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ των Κανών,
σκιαγραφεί με ωμό ρεαλισμό την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη
Ρουμανία επί καθεστώτος Τσαουσέσκου, με αφορμή μια ιστορία έκτρωσης σε μια
περίοδο κατά την οποία οι αμβλώσεις στη χώρα είχαν κριθεί παράνομες. Δυνατό
ρεαλιστικό δράμα και ταυτόχρονα ένας ύμνος στη αλληλεγγύη και τις ανθρώπινες
αξίες, που συνέβαλλε σημαντικά στην άνθιση του νέου ρουμανικού σινεμά. Το 2009,
η σπονδυλωτή ταινία "Tales from the
Golden Age" (έξι επεισόδια από πέντε σκηνοθέτες, ανάμεσά τους και ο
Κριστιάν Μουντζίου), ζωντανεύει αστικούς θρύλους της κομμουνιστικής Ρουμανίας,
με ιδιαίτερο χιούμορ, αλλά και ευαισθησία.
Η πιο
πρόσφατη δημιουργία του ρουμάνου κινηματογραφιστή, "Beyond the Hills" (2012), εμπνέεται από την αληθινή
ιστορία ενός εξορκισμού σε ένα μοναστήρι έξω απ’ το Βουκουρέστι και τις
τραγικές συνέπειές του. Δυο φίλες, συναντιούνται ξανά ύστερα από έναν σύντομο
αποχωρισμό: Η Βοϊκίτσα επιστρέφει από τη Γερμανία για να βρει την Αλίνα, με την
οποία μεγάλωσαν μαζί σε ορφανοτροφείο. Μόνο που η Αλίνα, έχει καταφύγει σε
μοναστήρι κι έχει αρνηθεί τα εγκόσμια. Με αφορμή μια δυνατή γυναικεία φιλία, ο
Μουντζίου χτίζει μεθοδικά ένα δράμα που καθώς κορυφώνεται, αναμοχλεύει σχέσεις
εκκλησίας – κοσμικής ζωής, αλλά και τους φόβους και τις αντιθέσεις μιας
κοινωνίας σε μεταβατικό στάδιο.
Ο
Δημήτρης Κερκινός σημειώνει σχετικά: "Ο
Μουντζίου προσεγγίζει την κοινωνία του με ουδετερότητα βλέμματος και την
κινηματογραφεί με ειλικρίνεια και απλότητα, εστιάζοντας στους ήρωές του και
στον προσωπικό τους αγώνα επιβίωσης. Καθώς αυτό που τον απασχολεί είναι ο
τρόπος με τον οποίο η κοινωνία επηρεάζει τη ζωή των ηρώων του, επικεντρώνεται
στην ανθρώπινη υπόστασή τους, στην ψυχολογική τους κατάσταση, στο δράμα που
αντιμετωπίζουν, χωρίς να παίρνει θέση για τις πράξεις τους, τις συγκρούσεις
τους, τις επιλογές τους.
Με όχημα το ρεαλισμό –που παρουσιάζει τη ζωή
όπως αυτή βιώνεται και παρατηρείται και που δείχνει τον κόσμο με τον πλέον
άμεσο και καθαρό τρόπο– ο Μουντζίου αποδίδει το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα
της εποχής με εθνογραφική ακρίβεια: καταγράφει κάθε λεπτομέρεια που συμβάλλει
στην ανάδειξη των χαρακτήρων και του εκάστοτε κοινωνικού πλαισίου σε μια
προσπάθεια κατανόησης και στοχασμού πάνω στην ιστορική ή τη σύγχρονη κοινωνική
κατάσταση της χώρας του. Η αισθητική επιλογή του ρεαλισμού δεν περιορίζεται
μόνο στην υλική πραγματικότητα, αλλά εκφράζεται επίσης στη φυσικότητα των
ερμηνειών, και στην καθημερινότητα των διαλόγων. Υιοθετώντας την αμεσότητα του
ντοκιμαντέρ ο Μουντζίου κινηματογραφεί σε φυσικές τοποθεσίες, με φυσικό φωτισμό
και καθημερινά ντεκόρ, με την κάμερα στατική ή στο χέρι, χρησιμοποιώντας σε
μεγάλο βαθμό τα μονοπλάνα και το βάθος πεδίου. Ακολουθεί παντού τους
πρωταγωνιστές του και τους παρατηρεί με νηφαλιότητα, κρατώντας ίσες αποστάσεις
από αυτούς και τις καταστάσεις, σε μια προσπάθεια να εκμηδενίσει τη σκηνοθετική
του παρουσία και να ταυτίσει τη ματιά του –τεράστια η συμβολή του διευθυντή
φωτογραφίας του, Όλεγκ Μούτου– μ’ αυτήν του θεατή, τον οποίο και καθιστά
μάρτυρα των δεινών τους. Στις ταινίες που επιλέγει ένα ελαφρύτερο κωμικό τόνο ή
ένα διαφορετικό σκηνοθετικό ύφος για να σατιρίσει την κοινωνία του, καταφέρνει
να τον διασκεδάζει και να τον εμπλέξει χωρίς όμως να κάνει έκπτωση στις
απαιτήσεις του: η αυτοτέλεια του ανθρώπου και η ευθύνη της επιλογής που
βαραίνει τη δράση των χαρακτήρων του επικοινωνείται ξεκάθαρα στον θεατή."
Δημοσίευση σχολίου