… στην πραγματικότητα του ασφυκτικού ελέγχου, της χειραγώγησης και της κατηγοριοποίησης των σχολείων
Του Γιώργου Κ. Καββαδία*
Στα σκαριά του Υπουργείου Παιδείας βρίσκεται το νέο σύστημα επιλογής στελεχών στην εκπαίδευση. Η Υφυπουργός Παιδείας, Σοφία Ζαχαράκη μιλώντας σε μέλη του κυβερνώντος κόμματος σε εκδήλωση της ΝΟΔΕ Φθιώτιδας, τόνισε ότι περίπου τον Ιανουάριο αναμένεται να έρθει νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα έχει να κάνει και με την επιλογή στελεχών, τις νέες δομές εκπαίδευσης, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και την αξιολόγηση.
Στο ίδιο νομοσχέδιο, σύμφωνα με την κ. Ζαχαράκη, θα υπάρχει πρόβλεψη για την επιμόρφωση και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
«Δεν μιλάμε για τιμωρητική αξιολόγηση, αλλά για αποτύπωση και εντοπισμό των αναγκών που έπειτα από 10 και 20 χρόνια στην τάξη έχουν προκύψει».
Η πραγματικότητα: Αξιολόγηση = μηχανισμός ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων
Είναι φανερό ότι η ΝΔ υιοθετεί την αγιογραφία και το εφυολόγημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για «μη τιμωρητική» αξιολόγηση και τη συνδέει με την «επιμόρφωση».
Η αλήθεια είναι ότι η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι το στρατηγικό εργαλείο για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Στρατηγικός στόχος να οικοδομήσουν ένα πανοπτικό μοντέλο που όλοι ελέγχουν όλους μέσα από άκρως ιεραρχικές και εξουσιαστικές σχέσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι διακηρύξεις τόσο της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της σημερινής της ΝΔ ευθυγαμμιζόμενες με τις κατευθύνσεις ΟΟΣΑ – ΔΝΤ και ΕΕ.
Να θυμίσουμε ότι τα κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών σύμφωνα με το Π.Δ. 152, που υπερασπίζεται ο πρόεδρος του ΙΕΠ και οι επιτελείς της κυβέρνησης, κατηγοριοποιούνται σε πέντε κατηγορίες και σε κάθε κατηγορία περιλαμβάνονται μια σειρά κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η αξιολόγηση – κατηγοριοποίηση – κατάταξη των εκπαιδευτικών:
Οι πέντε κατηγορίες περιλαμβάνουν μια σειρά από κριτήρια και αντιστοιχίζονται με βάση την τετράβαθμη βαθμολογική κλίμακα και την κλίμακα 0 -100 ως εξής (άρθρο5):
α) «ελλιπής»: 0 έως 30 βαθμοί,
β) «επαρκής»: 31 έως 60 βαθμοί
γ) «πολύ καλός»: 61 έως 80 βαθμοί και
δ) «εξαιρετικός»: 81 έως 100 βαθμοί.
Οι εκπαιδευτικοί που σύμφωνα με το άρθρο 16, παρ. 4 «χαρακτηρίζονται ελλιπείς σε περισσότερα του ενός κριτήρια σε μια εκ των κατηγοριών χαρακτηρίζονται συνολικά ελλιπείς, ασχέτως συνολικής βαθμολογίας». Έτσι «εγγράφονται στον πίνακα των μη προακτέων που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του ν. 4024/2011(ΦΕΚ Α 226)» για το ενιαίο μισθολόγιο που προβλέπει: «Οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονται σε πίνακα μη προακτέων στερούνται του δικαιώματος για προαγωγή για τα επόμενα δυο (2) έτη»
Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης – αξιολόγησης οδήγησε παντού σε κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολείων, στην λειτουργία των σχολικών μονάδων με όρους ανταγωνισμού και επιχειρηματικότητας. Κατέστρεψε το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο γονέων και δήμων σε αυτό, με ρόλο επόπτη του εκπαιδευτικού έργου.
Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Αποτέλεσμα της αξιολόγησης των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, είναι και η διαφοροποίηση των προγραμμάτων τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, όπου τα «καλά» σχολεία, διαφοροποιούνται από το αναλυτικό πρόγραμμα που ισχύει σε εθνική κλίμακα (national curriculum), ώστε να επιλέγουν οι μαθητές να κάνουν τις επιλογές μαθημάτων.
Στις ΗΠΑ κυριαρχεί η λογική της περικοπής «δευτερευόντων μαθημάτων», όπως θεωρούν την αισθητική και τη φυσική αγωγή, προκειμένου να βρεθεί χρόνος για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στα «προτυποποιημένα» τεστ γλωσσικών μαθημάτων. Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική προέλευση και οι οικονομικές δυνατότητες των μαθητών καθορίζουν τις επιδόσεις και τη σχολική τους πορεία.
Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
Του Γιώργου Κ. Καββαδία*
Στα σκαριά του Υπουργείου Παιδείας βρίσκεται το νέο σύστημα επιλογής στελεχών στην εκπαίδευση. Η Υφυπουργός Παιδείας, Σοφία Ζαχαράκη μιλώντας σε μέλη του κυβερνώντος κόμματος σε εκδήλωση της ΝΟΔΕ Φθιώτιδας, τόνισε ότι περίπου τον Ιανουάριο αναμένεται να έρθει νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα έχει να κάνει και με την επιλογή στελεχών, τις νέες δομές εκπαίδευσης, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και την αξιολόγηση.
Στο ίδιο νομοσχέδιο, σύμφωνα με την κ. Ζαχαράκη, θα υπάρχει πρόβλεψη για την επιμόρφωση και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
«Δεν μιλάμε για τιμωρητική αξιολόγηση, αλλά για αποτύπωση και εντοπισμό των αναγκών που έπειτα από 10 και 20 χρόνια στην τάξη έχουν προκύψει».
Η πραγματικότητα: Αξιολόγηση = μηχανισμός ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων
Είναι φανερό ότι η ΝΔ υιοθετεί την αγιογραφία και το εφυολόγημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για «μη τιμωρητική» αξιολόγηση και τη συνδέει με την «επιμόρφωση».
Η αλήθεια είναι ότι η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι το στρατηγικό εργαλείο για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Στρατηγικός στόχος να οικοδομήσουν ένα πανοπτικό μοντέλο που όλοι ελέγχουν όλους μέσα από άκρως ιεραρχικές και εξουσιαστικές σχέσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι διακηρύξεις τόσο της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της σημερινής της ΝΔ ευθυγαμμιζόμενες με τις κατευθύνσεις ΟΟΣΑ – ΔΝΤ και ΕΕ.
Να θυμίσουμε ότι τα κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών σύμφωνα με το Π.Δ. 152, που υπερασπίζεται ο πρόεδρος του ΙΕΠ και οι επιτελείς της κυβέρνησης, κατηγοριοποιούνται σε πέντε κατηγορίες και σε κάθε κατηγορία περιλαμβάνονται μια σειρά κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η αξιολόγηση – κατηγοριοποίηση – κατάταξη των εκπαιδευτικών:
Οι πέντε κατηγορίες περιλαμβάνουν μια σειρά από κριτήρια και αντιστοιχίζονται με βάση την τετράβαθμη βαθμολογική κλίμακα και την κλίμακα 0 -100 ως εξής (άρθρο5):
α) «ελλιπής»: 0 έως 30 βαθμοί,
β) «επαρκής»: 31 έως 60 βαθμοί
γ) «πολύ καλός»: 61 έως 80 βαθμοί και
δ) «εξαιρετικός»: 81 έως 100 βαθμοί.
Οι εκπαιδευτικοί που σύμφωνα με το άρθρο 16, παρ. 4 «χαρακτηρίζονται ελλιπείς σε περισσότερα του ενός κριτήρια σε μια εκ των κατηγοριών χαρακτηρίζονται συνολικά ελλιπείς, ασχέτως συνολικής βαθμολογίας». Έτσι «εγγράφονται στον πίνακα των μη προακτέων που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του ν. 4024/2011(ΦΕΚ Α 226)» για το ενιαίο μισθολόγιο που προβλέπει: «Οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονται σε πίνακα μη προακτέων στερούνται του δικαιώματος για προαγωγή για τα επόμενα δυο (2) έτη»
Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης – αξιολόγησης οδήγησε παντού σε κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολείων, στην λειτουργία των σχολικών μονάδων με όρους ανταγωνισμού και επιχειρηματικότητας. Κατέστρεψε το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο γονέων και δήμων σε αυτό, με ρόλο επόπτη του εκπαιδευτικού έργου.
Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Αποτέλεσμα της αξιολόγησης των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, είναι και η διαφοροποίηση των προγραμμάτων τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, όπου τα «καλά» σχολεία, διαφοροποιούνται από το αναλυτικό πρόγραμμα που ισχύει σε εθνική κλίμακα (national curriculum), ώστε να επιλέγουν οι μαθητές να κάνουν τις επιλογές μαθημάτων.
Στις ΗΠΑ κυριαρχεί η λογική της περικοπής «δευτερευόντων μαθημάτων», όπως θεωρούν την αισθητική και τη φυσική αγωγή, προκειμένου να βρεθεί χρόνος για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στα «προτυποποιημένα» τεστ γλωσσικών μαθημάτων. Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική προέλευση και οι οικονομικές δυνατότητες των μαθητών καθορίζουν τις επιδόσεις και τη σχολική τους πορεία.
Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
Δημοσίευση σχολίου