Πηγή: Λεωνίδας Βατικιώτης - "Επίκαιρα"
Με πρόκληση στη λογική ισοδυναμούσαν οι ερμηνείες, εντός κι εκτός Ελλάδας, που επιστρατεύτηκαν προ δεκαπενθημέρου για να εξηγήσουν την απότομη πτώση των τιμών των μετοχών στις διεθνείς αγορές και το βραχύβιο ράλι στα επιτόκια των ομολόγων, που ως κοινό παρονομαστή είχαν -για μια ακόμη φορά-τις ελληνικές ευθύνες. Εν ολίγοις, η αιτία που το τριήμερο 14-16 Οκτωβρίου δοκιμάστηκαν οι αντοχές του διεθνούς συστήματος βρίσκεται στην Ελλάδα, η οποία με την απρόβλεπτη και παρακινδυνευμένη συμπεριφορά της, όταν μιλούσε για διακοπή της χρηματοδότησης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και πρόωρη έξοδο από το Μνημόνιο, έθεσε σε κίνδυνο μια ομαλά λειτουργούσα αγορά...
Στον αντίποδα αυτών των επιφανειακών, αν όχι φαιδρών, ερμηνειών, οι αιτίες της αναστάτωσης στο εξωτερικό και του μίνι κραχ στο εσωτερικό πρέπει να αναζητηθούν σε ένα εκρηκτικό μείγμα υπερτιμημένων μετοχών στον μαγικό κόσμο της χρηματο-οικονομίας και παρατεταμένης στασιμότητας στον καταθλιπτικό κόσμο της πραγματικής οικονομίας. Η Ελλάδα που απείλησε αυτή την εύθραυστη ισορροπία δεν ήταν παρά η θρυαλλίδα, όπως ήταν η Lehman Brothers προ εξαετίας. Το εκρηκτικό υλικό προϋπήρχε και, το χειρότερο, συνεχίζει να συσσωρεύεται, περιμένοντας την επόμενη αφορμή που, με μαθηματική βεβαιότητα, θα προκαλέσει μια κρίση μεγαλύτερη ακόμη κι από του 2008 λόγω των οξύτερων ανισορροπιών που έχουν πια συσσωρευτεί.
Στις 7 Οκτωβρίου το ΔΝΤ αναθεώρησε επί τα χείρω τις προσδοκίες για την πορεία της παγκόσμιας μεγέθυνσης το 2014 στο 3,3% (από 3,7% που είχε προβλέψει τον Απρίλιο). Οι μεγαλύτερες αλλαγές προήλθαν από την Ευρώπη, όπου το δεύτερο τρίμηνο του έτους η οικονομία έμεινε στάσιμη, ωθώντας τον βρετανικό Economist να γράψει στο τελευταίο φύλλο τού Αυγούστου πως «ό,τι ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια ως τραπεζική και δημοσιονομική κρίση πλέον έχει εκφυλιστεί σε κρίση των ρυθμών μεγέθυνσηρ>. Έκτοτε όλα τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας μόνο επιδείνωση προδικάζουν. Για παράδειγμα, η βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας τον Αύγουστο μειώθηκε κατά 4%, οι βιομηχανικές παραγγελίες κατά 6%, ενώ όλοι περιμένουν με κομμένη την ανάσα τις ανακοινώσεις της Eurostat για το τρίτο τρίμηνο, καθώς εδώ θα αποτυπωθούν οι οικονομικές συνέπειες από τις κυρώσεις στη Ρωσία.
Ιδιαίτερη (πολιτική) σημασία έχει πως τη στιγμή που η Ευρώπη ετοιμάζεται να εισέλθει και επίσημα σε ύφεση -όπως τυπικά ορίζεται η μείωση του ΑΕΠ για δύο συνεχόμενα τρίμηνα-, με την επιβαλλόμενη από την Ουάσιγκτον επίδειξη πυγμής απέναντι στη Μόσχα να αποτελεί τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούν μια πορεία αντίθετη. Το μαρτυρά κυρίως η εγκατάλειψη του τρίτου κατά τη σειρά προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Παρότι όταν τα «Επίκαιρα» όδευαν στο τυπογραφείο δεν ήταν ακόμη γνωστή η απόφαση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed), η απόφαση διακοπής της αγοράς τίτλων, που το τελευταίο διάστημα ανερχόταν σε 15 δις δολάρια μηνιαίως, θεωρείται ειλημμένη.
Θέμα χρόνου θεωρείται από δω και πέρα και η σταδιακή άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων, που θα σημάνουν την επιστροφή στην «κανονικότητα» ή σε ένα περιβάλλον «σχεδόν κανονικό», καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης ακόμη και στις ΗΠΑ διατηρούνται στα μισά επίπεδα της δεκαετίας του '90, που και τότε ήταν στα μισά επίπεδα της λεγάμενης «χρυσής εποχής». Προς το παρόν, πάντως, ακόμη κι αυτή η οριακή μεγέθυνση ή η ύφεση συντελείται σε ένα περιβάλλον μηδενικών ή σχεδόν μηδενικών επιτοκίων και πακτωλών ρευστού που προσφέρουν οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου.
«Όλο αυτό το φτηνό χρήμα οδηγεί τις ΗΠΑ σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι με τον χρόνο, όπου κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί πρώτα», γράφει το περιοδικό Der Spiegel σε εκτενές αφιέρωμά του για την παγκόσμια οικονομία με τίτλο «Το σύστημα-ζόμπι» και συνεχίζει: «Η αναμενόμενη οικονομική άνοδος ή το επόμενο κραχ; Ειδικοί, όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ρόμπερτ Ράμπιν πιστεύουν ότι το εν εξελίξει ράλι στις αγορές είναι στην πραγματικότητα ο προάγγελος του επόμενου κραχ».
Το κενό που θα προκαλέσει η απόσυρση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας από την πλημμυρίδα ρευστότητας θα καλυφθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς πλέον ξεκινά επίσημα η Φρανκφούρτη την αγορά καλυμμένων ομολογιών από τις τράπεζες (όπως και από την ιαπωνική που μπαίνει στην ίδια τροχιά). Υπόθεση εβδομάδων θεωρείται επίσης το πρόγραμμα της ΕΚΤ (που σε πρώτη φάση προβλέπει την αγορά τίτλων αξίας 10 δις ευρώ σε μηνιαία βάση) να επεκταθεί σε εταιρικά, ακόμη και κρατικά ομόλογα.
Οι αντιδράσεις απέναντι στο σχέδιο αυτό προέρχονται από τη Γερμανία, που αντιτείνει ότι έτσι θα χαλαρώσει το πρόγραμμα αντεργατικών μεταρρυθμίσεων που είναι σε εξέλιξη σε όλη την Ευρώπη. Η Γερμανία, δηλαδή, θέλει την ύφεση γιατί έτσι μπορεί και πιέζει για μειώσεις μισθών και περικοπές κοινωνικών παροχών. Το πρόβλημα, ωστόσο, δημιουργείται όταν ορθώνεται το «φάντασμα» της Ιαπωνίας. Με άλλα λόγια, η ζοφερή προοπτική της οικονομικής στασιμότητας μαζί με αποπληθωρισμό, όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ευρώπη, όπου ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 0,4%, όταν ο στόχος για την ΕΚΤ είναι 2%.
Στα υπόψη επίσης και η «γερμανική αποτυχία»: η ύφεση της γερμανικής οικονομίας αποδεικνύει ότι οι αντεργατικές μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ, τις οποίες η Γερμανία υποδεικνύει ως μονόδρομο και συνταγή επιτυχίας για την υπόλοιπη Ευρώπη, μπορεί να διέλυσαν το γερμανικό κράτος πρόνοιας και να κατακερμάτισαν την αγορά εργασίας με την εισαγωγή των «μίνι δουλειών», δεν έφεραν, ωστόσο, την ανάπτυξη της οικονομίας. Η οικονομική αποτελεσματικότητα των περίφημων μεταρρυθμίσεων αποδεικνύεται ανύπαρκτη! Μόνο τυχαίες δεν είναι, επομένως, κι οι αντιδράσεις που εμφανίζονται τώρα από Γαλλία και Ιταλία απέναντι στις γερμανικές οδηγίες για μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Ακόμη όμως κι αν προχωρήσουν οι αγορές εταιρικών ή και κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, κανείς δεν εγγυάται ότι η επιπλέον ρευστότητα θα γίνει επενδύσεις, αυτές νέες θέσεις εργασίας κι αυτές με τη σειρά τους αυξημένη κοινωνική ευημερία, που είναι το ζητούμενο και το κριτήριο αξιολόγησης κάθε οικονομικής πολιτικής. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η πλημμυρίδα πιστωτικού χρήματος πάνω στην οποία κάθεται η παγκόσμια οικονομία θα γνωρίσει νέες δόξες κι οι λόγοι της εγγενούς αστάθειας θα αυξηθούν. Σε αυτό το απρόβλεπτο περιβάλλον, η επίρριψη των ευθυνών στην Ελλάδα ισοδυναμεί με υποτίμηση του ασταθούς και εκρηκτικού περιβάλλοντος που έχει δημιουργηθεί και το οποίο περιμένει μια σπίθα...
Με πρόκληση στη λογική ισοδυναμούσαν οι ερμηνείες, εντός κι εκτός Ελλάδας, που επιστρατεύτηκαν προ δεκαπενθημέρου για να εξηγήσουν την απότομη πτώση των τιμών των μετοχών στις διεθνείς αγορές και το βραχύβιο ράλι στα επιτόκια των ομολόγων, που ως κοινό παρονομαστή είχαν -για μια ακόμη φορά-τις ελληνικές ευθύνες. Εν ολίγοις, η αιτία που το τριήμερο 14-16 Οκτωβρίου δοκιμάστηκαν οι αντοχές του διεθνούς συστήματος βρίσκεται στην Ελλάδα, η οποία με την απρόβλεπτη και παρακινδυνευμένη συμπεριφορά της, όταν μιλούσε για διακοπή της χρηματοδότησης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και πρόωρη έξοδο από το Μνημόνιο, έθεσε σε κίνδυνο μια ομαλά λειτουργούσα αγορά...
Στον αντίποδα αυτών των επιφανειακών, αν όχι φαιδρών, ερμηνειών, οι αιτίες της αναστάτωσης στο εξωτερικό και του μίνι κραχ στο εσωτερικό πρέπει να αναζητηθούν σε ένα εκρηκτικό μείγμα υπερτιμημένων μετοχών στον μαγικό κόσμο της χρηματο-οικονομίας και παρατεταμένης στασιμότητας στον καταθλιπτικό κόσμο της πραγματικής οικονομίας. Η Ελλάδα που απείλησε αυτή την εύθραυστη ισορροπία δεν ήταν παρά η θρυαλλίδα, όπως ήταν η Lehman Brothers προ εξαετίας. Το εκρηκτικό υλικό προϋπήρχε και, το χειρότερο, συνεχίζει να συσσωρεύεται, περιμένοντας την επόμενη αφορμή που, με μαθηματική βεβαιότητα, θα προκαλέσει μια κρίση μεγαλύτερη ακόμη κι από του 2008 λόγω των οξύτερων ανισορροπιών που έχουν πια συσσωρευτεί.
Στασιμότητα και ύφεση στην Ευρώπη
Στις 7 Οκτωβρίου το ΔΝΤ αναθεώρησε επί τα χείρω τις προσδοκίες για την πορεία της παγκόσμιας μεγέθυνσης το 2014 στο 3,3% (από 3,7% που είχε προβλέψει τον Απρίλιο). Οι μεγαλύτερες αλλαγές προήλθαν από την Ευρώπη, όπου το δεύτερο τρίμηνο του έτους η οικονομία έμεινε στάσιμη, ωθώντας τον βρετανικό Economist να γράψει στο τελευταίο φύλλο τού Αυγούστου πως «ό,τι ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια ως τραπεζική και δημοσιονομική κρίση πλέον έχει εκφυλιστεί σε κρίση των ρυθμών μεγέθυνσηρ>. Έκτοτε όλα τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας μόνο επιδείνωση προδικάζουν. Για παράδειγμα, η βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας τον Αύγουστο μειώθηκε κατά 4%, οι βιομηχανικές παραγγελίες κατά 6%, ενώ όλοι περιμένουν με κομμένη την ανάσα τις ανακοινώσεις της Eurostat για το τρίτο τρίμηνο, καθώς εδώ θα αποτυπωθούν οι οικονομικές συνέπειες από τις κυρώσεις στη Ρωσία.
Ιδιαίτερη (πολιτική) σημασία έχει πως τη στιγμή που η Ευρώπη ετοιμάζεται να εισέλθει και επίσημα σε ύφεση -όπως τυπικά ορίζεται η μείωση του ΑΕΠ για δύο συνεχόμενα τρίμηνα-, με την επιβαλλόμενη από την Ουάσιγκτον επίδειξη πυγμής απέναντι στη Μόσχα να αποτελεί τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούν μια πορεία αντίθετη. Το μαρτυρά κυρίως η εγκατάλειψη του τρίτου κατά τη σειρά προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Παρότι όταν τα «Επίκαιρα» όδευαν στο τυπογραφείο δεν ήταν ακόμη γνωστή η απόφαση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed), η απόφαση διακοπής της αγοράς τίτλων, που το τελευταίο διάστημα ανερχόταν σε 15 δις δολάρια μηνιαίως, θεωρείται ειλημμένη.
Θέμα χρόνου θεωρείται από δω και πέρα και η σταδιακή άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων, που θα σημάνουν την επιστροφή στην «κανονικότητα» ή σε ένα περιβάλλον «σχεδόν κανονικό», καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης ακόμη και στις ΗΠΑ διατηρούνται στα μισά επίπεδα της δεκαετίας του '90, που και τότε ήταν στα μισά επίπεδα της λεγάμενης «χρυσής εποχής». Προς το παρόν, πάντως, ακόμη κι αυτή η οριακή μεγέθυνση ή η ύφεση συντελείται σε ένα περιβάλλον μηδενικών ή σχεδόν μηδενικών επιτοκίων και πακτωλών ρευστού που προσφέρουν οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου.
«Όλο αυτό το φτηνό χρήμα οδηγεί τις ΗΠΑ σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι με τον χρόνο, όπου κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί πρώτα», γράφει το περιοδικό Der Spiegel σε εκτενές αφιέρωμά του για την παγκόσμια οικονομία με τίτλο «Το σύστημα-ζόμπι» και συνεχίζει: «Η αναμενόμενη οικονομική άνοδος ή το επόμενο κραχ; Ειδικοί, όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ρόμπερτ Ράμπιν πιστεύουν ότι το εν εξελίξει ράλι στις αγορές είναι στην πραγματικότητα ο προάγγελος του επόμενου κραχ».
Το «φάντασμα» της Ιαπωνίας
Το κενό που θα προκαλέσει η απόσυρση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας από την πλημμυρίδα ρευστότητας θα καλυφθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς πλέον ξεκινά επίσημα η Φρανκφούρτη την αγορά καλυμμένων ομολογιών από τις τράπεζες (όπως και από την ιαπωνική που μπαίνει στην ίδια τροχιά). Υπόθεση εβδομάδων θεωρείται επίσης το πρόγραμμα της ΕΚΤ (που σε πρώτη φάση προβλέπει την αγορά τίτλων αξίας 10 δις ευρώ σε μηνιαία βάση) να επεκταθεί σε εταιρικά, ακόμη και κρατικά ομόλογα.
Οι αντιδράσεις απέναντι στο σχέδιο αυτό προέρχονται από τη Γερμανία, που αντιτείνει ότι έτσι θα χαλαρώσει το πρόγραμμα αντεργατικών μεταρρυθμίσεων που είναι σε εξέλιξη σε όλη την Ευρώπη. Η Γερμανία, δηλαδή, θέλει την ύφεση γιατί έτσι μπορεί και πιέζει για μειώσεις μισθών και περικοπές κοινωνικών παροχών. Το πρόβλημα, ωστόσο, δημιουργείται όταν ορθώνεται το «φάντασμα» της Ιαπωνίας. Με άλλα λόγια, η ζοφερή προοπτική της οικονομικής στασιμότητας μαζί με αποπληθωρισμό, όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ευρώπη, όπου ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 0,4%, όταν ο στόχος για την ΕΚΤ είναι 2%.
Στα υπόψη επίσης και η «γερμανική αποτυχία»: η ύφεση της γερμανικής οικονομίας αποδεικνύει ότι οι αντεργατικές μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ, τις οποίες η Γερμανία υποδεικνύει ως μονόδρομο και συνταγή επιτυχίας για την υπόλοιπη Ευρώπη, μπορεί να διέλυσαν το γερμανικό κράτος πρόνοιας και να κατακερμάτισαν την αγορά εργασίας με την εισαγωγή των «μίνι δουλειών», δεν έφεραν, ωστόσο, την ανάπτυξη της οικονομίας. Η οικονομική αποτελεσματικότητα των περίφημων μεταρρυθμίσεων αποδεικνύεται ανύπαρκτη! Μόνο τυχαίες δεν είναι, επομένως, κι οι αντιδράσεις που εμφανίζονται τώρα από Γαλλία και Ιταλία απέναντι στις γερμανικές οδηγίες για μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Ακόμη όμως κι αν προχωρήσουν οι αγορές εταιρικών ή και κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, κανείς δεν εγγυάται ότι η επιπλέον ρευστότητα θα γίνει επενδύσεις, αυτές νέες θέσεις εργασίας κι αυτές με τη σειρά τους αυξημένη κοινωνική ευημερία, που είναι το ζητούμενο και το κριτήριο αξιολόγησης κάθε οικονομικής πολιτικής. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η πλημμυρίδα πιστωτικού χρήματος πάνω στην οποία κάθεται η παγκόσμια οικονομία θα γνωρίσει νέες δόξες κι οι λόγοι της εγγενούς αστάθειας θα αυξηθούν. Σε αυτό το απρόβλεπτο περιβάλλον, η επίρριψη των ευθυνών στην Ελλάδα ισοδυναμεί με υποτίμηση του ασταθούς και εκρηκτικού περιβάλλοντος που έχει δημιουργηθεί και το οποίο περιμένει μια σπίθα...
Δημοσίευση σχολίου