Ο Δημήτρης Βουτυράς, ο πιο δημοφιλής συγγραφέας του Μεσοπολέμου, ένας λογοτέχνης που θεωρείται εκπρόσωπος της φτωχολογιάς και του κοινωνικού περιθωρίου, πέθανε σαν σήμερα το 1958.
Αιρετικός και δομικά ανένταχτος σαν τους ήρωές του, ο Βουτυράς είχε ανοιχτό μέτωπο με την "εθνικοφροσύνη". Πολεμήθηκε από το λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής του που τον χαρακτήριζε φιλοκομμουνιστή και φιλοσοσιαλιστή.
Γνώρισε τις κρατικές διώξεις αφού εκτός του ότι μέσα από τα διηγήματά του στιγματιζόταν το καθεστώς που στηριζόταν στην εκμετάλλευση των απλών ανθρώπων, ενώ μέσα από τα γραφόμενά του, πότε άμεσα και πότε έμμεσα, πρόβαλε την ανάγκη επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής, είχε λάβει και ενεργό μέρος στην Εθνική αντίσταση.
Η λογοτεχνική αξία του αναγνωριζόταν από σχεδόν όλους τους διανοούμενους της εποχής του ενώ τα πάνω από τα 500 διηγήματα που έγραψε τον καθιέρωσαν σαν έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους και πεζογράφους.
Αρκετοί κριτικοί τον έχουν χαρακτηρίσει ως «ο Μαξίμ Γκόρκι της Ελλάδας», ενώ πολλοί σύγχρονοί του λογοτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του.
Πέθανε στην ψάθα, λησμονημένος και μόνος.
Αιρετικός και δομικά ανένταχτος σαν τους ήρωές του, ο Βουτυράς είχε ανοιχτό μέτωπο με την "εθνικοφροσύνη". Πολεμήθηκε από το λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής του που τον χαρακτήριζε φιλοκομμουνιστή και φιλοσοσιαλιστή.
Γνώρισε τις κρατικές διώξεις αφού εκτός του ότι μέσα από τα διηγήματά του στιγματιζόταν το καθεστώς που στηριζόταν στην εκμετάλλευση των απλών ανθρώπων, ενώ μέσα από τα γραφόμενά του, πότε άμεσα και πότε έμμεσα, πρόβαλε την ανάγκη επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής, είχε λάβει και ενεργό μέρος στην Εθνική αντίσταση.
Η λογοτεχνική αξία του αναγνωριζόταν από σχεδόν όλους τους διανοούμενους της εποχής του ενώ τα πάνω από τα 500 διηγήματα που έγραψε τον καθιέρωσαν σαν έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους και πεζογράφους.
Αρκετοί κριτικοί τον έχουν χαρακτηρίσει ως «ο Μαξίμ Γκόρκι της Ελλάδας», ενώ πολλοί σύγχρονοί του λογοτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του.
Πέθανε στην ψάθα, λησμονημένος και μόνος.
Αφού θα σας συνιστούσαμε να δείτε ένα σχετικό ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρά παραθέτουμε ένα κείμενο που υπογράφει ο Δημήτρης Γκιώνης και δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών"15.04.2018
Ο συγγραφέας των κατατρεγμένων
«Διαβάζουμε στις εφημερίδες πως ο Δημοσθένης Βουτυράς, άρρωστος από καιρό, περνάει τα στερνά του μέσα σε τραγική φτώχεια. Τα λογοτεχνικά σωματεία προσπαθούν ν’ αποσπάσουνε για το κορυφαίο μέλος τους μια μικρή σύνταξη, από το Κράτος ή το Δήμο, χωρίς να το πετυχαίνουν!».
Είναι από κείμενο του Κώστα Βάρναλη, στον τόμο «Αισθητικά Κριτικά Σολωμικά» (Κέδρος, 1958), πρωτοδημοσιευμένο τότε που ο Βουτυράς βρισκόταν στη ζωή, ή λίγο πριν «φύγει», 28 Μαρτίου 1958 –ήγουν πριν από 60 χρόνια- στα 86 του...
Γράφει ακόμα στο ίδιο κείμενο ο Βάρναλης: «Σ’ αυτόν τον τόπο, σε καιρούς με περισσότερη ντροπή, δεν μπήκανε στην Ακαδημία ένας Βλαχογιάννης, ένας Γρυπάρης, ένας Μαλακάσης κ’ ένας Σικελιανός (για ν’ αναφέρουμε μονάχα πεθαμένους!), σ’ αυτόν τον τόπο, που αφέθηκε να πεθάνει τότε στην ψάθα ένας Παπαδιαμάντης – σ’ αυτόν τον τόπο σήμερα, που έλειψε και το τελευταίο ίχνος ντροπής, ζητάμε να τιμηθεί ο Βουτυράς και να μην πεθάνει στην ψάθα!».
Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, από μικρός οικογενειακώς στον Πειραιά, ο Βουτυράς πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην ένδεια. Καθώς έχασε μικρός τον πατέρα του (χρεοκόπησε και αυτοκτόνησε) και ο ίδιος σημαδεύτηκε από μια σοβαρή κρίση επιληψίας, υποχρεώθηκε να σταματήσει το σχολείο, πριν τελειώσει το Γυμνάσιο. Εκανε πολλές δουλειές, χωρίς να σταθεί πουθενά. Ο αγώνας για τον επιούσιο τον έφερε κοντά στους εργάτες και στην ψυχολογία των ανθρώπων του μόχθου.
Ως Θεόφιλος
Αρχισε να γράφει, χωρίς να 'χει διαβάσει «ούτε μια λογοτεχνική σελίδα», επισημαίνει ο Βάσος Βαρίκας προλογίζοντας τη δίτομη «Επιλογή από το έργο του Δημοσθένη Βουτυρά» (Δίφρος, 1958 - 1960).
Και καθώς τα διηγήματά του έγιναν δεκτά αμέσως απ’ τις εφημερίδες, ζούσε πια -ο ίδιος και η οικογένεια που δημιούργησε– από τα γραφτά του. Αλλά, όπως σημειώνει κι ο ίδιος, «όλοι ζητούσαν μικρά διηγήματα για να δίνουν λιγότερα χρήματα! Και να γράφω και να γράφω χωρίς να μπορώ να ξεκουραστώ!». Βίος βασανιστικός, παράλληλος με εκείνον του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
«Χρεωκοπημένοι, μικροαστοί, μικροϋπάλληλοι, συνταξιούχοι, απλοί άνθρωποι του λαού, άτομα που η έλλειψη θελήσεως, κάποια ψυχικά τραύματα ή οι αναποδιές της ζωής τα έχουν ρίξει στο περιθώριο, με δυο λόγια “ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι”, αποτελούν το μικρό σύμπαν του πεζογράφου», σημειώνει ο Βαρίκας. Και αλλού, ο ίδιος κριτικός:
«Η πρωτόγονη λαϊκή αντίληψη για τη ζωή, που κυριαρχεί στα έργα του Βουτυρά, αλλά και η ίδια η πρωτόγονη και αδέξια τεχνική του, που σου θυμίζει κατά διαστήματα πριμιτιβιστές, μας φέρνει στη σκέψη και επιτρέπει τον παραλληλισμό με τους αυτοδίδακτους ζωγράφους τύπου Θεόφιλου».
Ερμο βόδι!
Θα συνεχίσω μ’ ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα του Βουτυρά «Ο θρήνος των βοδιών», ενδεικτικό της γραφής και του ψυχισμού του:
«Ο γερο-Γάλιας είχε καθίσει στην άκρη του χαντακιού, που ήταν απ’ έξω και κοντά κοντά στη μάντρα του Κωστούλα, κι έτρωγε το ψωμί του. Κι ερημιά παντού υπήρχε, ζωντανό πράγμα δεν φαινόταν ολόγυρα.
Ψηλά όμως, στο θολό ουρανό, πλήθος κοράκια γύριζαν κι ένα γεράκι μονάχο, με ανοιχτές τις φτερούγες, χωρίς να τις χτυπά, έφερνε βόλτες… […] Για λίγο έγινε μια κίνηση, ένας θόρυβος στο δρόμο.
Η πόρτα η μεγάλη της μάντρας που δεν έβγαινε στο χαντάκι άνοιξε κι ένα κοπάδι μεγάλο βόδια βγήκανε. Αργά και με κουνητό κεφάλι πήρανε το δρόμο του ρέματος και χαθήκανε στην κατηφοριά.
Ο γερο-Γάλιας γύρισε τότε, σα να θυμήθηκε κάτι, και κοίταξε μες στη μάντρα απ’ την πορτούλα που ήτανε πίσω του, με αραιές σανίδες φραγμένη. Ενα βόδι μόνο βρισκόταν μέσα, δεμένο στο μεγάλο δέντρο κοντά στον κορμό του.
– Καλά το 'πα, για σφάξιμο είναι! είπε με το νου του.
Το βόδι σήκωσε το κεφάλι του και μούγκρισε…
– Ποιος θα σε βοηθήσει, φουκαριάρικο, έκανε ο γερο-Γάλιας, ποιος θα σε βοηθήσει, που όλοι τα κρέατά σου τα περιμένουν πώς και πώς να τα φάνε! […] Ολα τα καταλαβαίνουν, όλα!
Τα βλέπεις και κλαίνε, πέφτουν κάτω και φωνάζουνε, δέρνονται! Ποιος όμως να τα βοηθήσει, που δεν έχουν μιλιά; ε; Ποιος; Για βάλτε με το νου σας, να είσαστε εσείς βόδια και να νιώθατε, όπως τώρα, τι θα κάνατε;».
Αξίζει να ανατρέξει κανείς στα γραφτά του Βουτυρά. Είναι σαν μια ανάσα στην υπερφορτισμένη με κάθε είδους μολύνσεις εποχή μας.
Δημοσίευση σχολίου